Η συνάντησή μας με τον Μιχαήλ Μαρμαρινό έγινε μια Κυριακή στον χώρο δοκιμών της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, στην Καλλιθέα. Ακριβής στο πρωινό ραντεβού μας, προτού αρχίσουμε την «επίσημη» κουβέντα μού δείχνει την πρόχειρη κατασκευή –από ξύλο και νήμα –που έχει στηθεί για τις ανάγκες των προβών της παράστασης «Yo-κι-χι»: ένα έργο της ιαπωνικής παράδοσης του θεάτρου Νο, το οποίο παρουσιάζει ο σκηνοθέτης με έλληνες ηθοποιούς στην Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής στο Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Τη μουσική της παράστασης –μια συμπαραγωγή με το Theseum Ensemble –υπογράφει ο Φίλιππος Τσαλαχούρης και η πρεμιέρα θα δοθεί στις 16 Νοεμβρίου.
Μετά την επιτυχημένη «Νέκυια», που παρουσιάστηκε στην Επίδαυρο με ηθοποιούς του θεάτρου Νο, ο Μιχαήλ Μαρμαρινός επανέρχεται στο είδος από την αντίθετη κατεύθυνση: επιλέγει να ανεβάσει με έλληνες ηθοποιούς ένα έργο της παράδοσης του Νο σε μια παραγωγή η οποία, παρ’ όλο που διατηρεί απολύτως τη δομή, τους σκηνικούς συμβολισμούς και τη βασική αισθητική μιας παράστασης του είδους, δεν έχει σκοπό να το μιμηθεί, διατηρώντας προσωπικές αποστάσεις. Ο σκηνοθέτης υπογραμμίζει τις τρομακτικές αναλογίες του είδους με το αρχαίο δράμα. Μιλά για «μυστική δίοδο» ανάμεσα στα δύο είδη. Αναφέρει ενδεικτικά την ύπαρξη του χορού, ενσωματωμένου στη συνολική δομή τόσο του αρχαιοελληνικού δράματος όσο και του Νο. Μέσα από αυτό το πρίσμα «θέλησα να μοιραστώ τη συγκίνηση που έχω για αυτά τα κείμενα με τους συνεργάτες μου και με το ελληνικό κοινό. Νομίζω ότι έχει κάτι που μας αφορά. Στέκομαι στο μυστήριο: ότι μου θυμίζει κάτι πολύ έντονα. Εχω και αυτή την απορία, αν θα μας θυμίσει γενικά…».
Αναφέρεται στην επιλογή της Εναλλακτικής Σκηνής της Λυρικής. Λέει πως έχει τη δυνατότητα να αιχμαλωτίσει την έννοια της βαθιάς σιωπής, συστατικό αυτής της ιδιαίτερης τέχνης και ταυτόχρονα βάση της ίδιας της μουσικής. Πιστεύει άραγε πως μέσω της συγκεκριμένης επιλογής χώρου μπορεί αντιστοίχως να απευθυνθεί και σε νέου τύπου κοινό; «Κατ’ αρχάς, εδώ έχουμε να κάνουμε με μια μουσική. Θα έλεγα σε μεγάλο βαθμό οπτική αλλά και ακουστική. Το Νο θεωρείται μουσική, όχι θέατρο. Η αξιοποίηση ενός μουσικού οργάνου, όπως είναι το κέλυφος της Εναλλακτικής Σκηνής, που στέκεται για να προστατεύσει την έννοια της σιωπής, νομίζω πως πράγματι μπορεί να ανοίξει την παράσταση σε ένα κοινό διαφορετικό. Δεν το σκέφτηκα από αυτή την πλευρά γιατί κάλλιστα μπορεί να έρθει και ο κόσμος που κατά βάση παρακολουθεί θέατρο. Ωστόσο, πρόκειται για ιδιότυπο μουσικό είδος και από αυτή την άποψη είναι σωστό που παρουσιάζεται εκεί και όχι σε ένα θέατρο το οποίο ενδεχομένως να παρέσυρε τον θεατή σε κάποια λάθος εντύπωση. Οτι θα παρακολουθήσει, δηλαδή, ένα τυπικό θεατρικό έργο».

Στον πύργο της Αιώνιας Ζωής

Η Yo-κι-χι αποδίδεται στον συγγραφέα Komparu Zenchiku (1405-1468 μ.Χ.) ο οποίος, από κοινού με τον Zeami (1363-1444 μ.Χ.), θεωρείται από τους σημαντικότερους ποιητές, σκηνοθέτες, ηθοποιούς και θεωρητικούς στην ιστορία του θεάτρου Νο.
Σύμφωνα με τον μύθο, η εξαιρετικής ομορφιάς πριγκίπισσα Yo-κι-χι έχασε τη ζωή της στην κοιλάδα Μπέγκαϊ. Ο αυτοκράτορας της Κίνας Γκένσο, συντετριμμένος από την απώλεια, αναθέτει σε έναν μοναχό του Ταό να αναζητήσει τον τόπο που κατοικεί το πνεύμα της. Με τη βοήθεια ενός χωρικού, ο μοναχός φθάνει στην Κατοικία της Μεγάλης Αγνότητας. Είναι δύσκολο να περιγράψει κανείς με λόγια τη συνάντησή τους. Η ποίηση συγκινεί και συγκλονίζει, η αλήθεια και η φαντασία υπονομεύουν τον χρόνο. Ο μοναχός, όμως, πρέπει να φύγει. Εκείνη καταρρέει και μένει στον πύργο της Αιώνιας Ζωής.
Ο συνθέτης Φίλιππος Τσαλαχούρης, που συνέθεσε πρωτότυπη μουσική για την παράσταση έχοντας ως γνώμονα τη συγκεκριμένη οπτική του σκηνοθέτη, επιλέγει τη μεταφορά της κύριας μουσικής απόδοσης σε ένα σύνολο δωματίου. Κρίσιμο συστατικό της σύνθεσης ο Χορός, αποτελείται από έξι άτομα και ολοκληρώνει φωνητικά την αφήγηση, όπως προσδιορίζεται από τη δραματουργία του κειμένου.

«Στη συνάντησή μου με το Νο ανακάλυψα πράγματα που ασυνείδητα με απασχολούσαν ή χρησιμοποιούσα θραυσματικά σε προσεγγίσεις» λέει ο Μιχαήλ Μαρμαρινός. «Η σχέση που έχω με τον λόγο, ας πούμε, δεν είναι τυπική πρόζα, δεν μου αρέσει ο άμουσος λόγος, ο ξεκάθαρα καθημερινός. Σε κάποιες στιγμές ίσως τον επιλέγω, σε κάποιες άλλες όμως απαιτείται μια φροντίδα για την ηχητική του. Με πειράζει όταν ηχεί άσχημα η ελληνική γλώσσα. Πιστεύω πως έχει πολλές δυνατότητες να ακούγεται όμορφη, και αυτό έχει μεγάλη σημασία. Είναι θέμα πολιτισμού, ακόμη και ηχητικού πολιτισμού. Σε όλους μας έχει τύχει να πούμε «τι ωραία που μιλάει αυτός» και δεν οφείλεται στο λέγειν περιεχομένου γιατί αυτό ίσως το έχουν και κάποιοι πολιτικοί –αν και τελευταίως αμφισβητώ αρκετά τέτοια πράγματα –αλλά στο ότι μιλά εύηχα. Εχουν σημασία οι τόνοι, η χρήση αυτών των ευφωνικών γραμμάτων».

Αναζήτηση υπάρχει πάντα

Δηλώνει ότι αντιπαθεί όρους όπως το «πειραματικό» ή «παράσταση εν εξελίξει». Λέει πως εν προκειμένω, η παράσταση έχει μια οντότητα, μια αυθυπαρξία. Ωστόσο, «όλα έχουν περιθώρια, ποτέ δεν έχω πει για κάτι ότι εδώ τελείωσε, είμαστε ικανοποιημένοι. Οσο για τον όρο «πειραματικός», τον οποίο μου έχουν κατά καιρούς αποδώσει, τον βρίσκω παρωχημένο. Και αυτό γιατί δεν υπάρχει κάποια ουσιαστική εργασία η οποία δεν κλείνει μέσα της την αναζήτηση. Λίγα είναι τα πράγματα που λειτουργούν βάσει συνταγής, τα περισσότερα εμπεριέχουν μια ανίχνευση. Προσωπικά ούτε τον όρο «εναλλακτική» βρίσκω επιτυχημένο, δεν ξέρω τι σημαίνει αυτό, θεωρώ πως το νόημά του είναι στενότερο από τις προθέσεις του πράγματος».
Σε μια εποχή ταραγμένη και θορυβώδη σαν τη σημερινή, θεωρεί ότι ένα τέτοιου είδους θέαμα με βασικό συστατικό τη σιωπή μπορεί να βρει τον χώρο του; «Αυτή ακριβώς είναι η πολιτική διάσταση της συγκεκριμένης παράστασης» απαντά ο σκηνοθέτης. «Εάν, δηλαδή, αυτού του τύπου ο εσωτερικός δωρεάν χρόνος μπορεί να έχει χώρο σε μια τέτοια ταχύτητα, ταχύτητα του τίποτε πολλές φορές. Ρώτησα κάποτε για κάτι: «Τι σημαίνει αυτό;» και μου απάντησαν: «Δεν σημαίνει τίποτε». Το βρήκα εξαιρετικά απελευθερωτικό. Οπως καμιά φορά δεν σημαίνει τίποτε η καλλιγραφία. Είναι απλώς ωραίο. Εδώ ακριβώς βρίσκεται το πείραμα. Το Νο έχει μια εξαιρετική θεατρικότητα, αλλά δεν είναι θέατρο. Μας ξαναθυμίζει την εκκίνηση των πραγμάτων, αλλά και τη σημασία μιας ελάχιστης χειρονομίας. Είναι θέατρο πηγών, μια τέχνη η οποία έχει καταφέρει να κρατήσει το μέγεθος της εκκίνησής της. Δεν ξεκόλλησε, δεν άρχισε να τρέχει με χίλια. Εν προκειμένω προστατεύουν τη μη ανανέωση. Είναι υπέρ της συντήρησης, όσο επικίνδυνο και αν ακούγεται. Είναι λίγο μπροστά, θέλει ένα άλμα γνώσης για να το καταλάβει κάποιος αυτό, δεν είναι εύκολο. Εχουν καταφέρει να διατηρήσουν μια πινελιά του άχρονου, ώστε ο χρόνος να μην τρέχει γραμμικά, και μια αίσθηση της διαρκούς συνέχειας…».

Η πολυτέλεια κούρασε

Πιστεύει ότι τα τελευταία –πολλά πλέον –χρόνια της κρίσης το κοινό έχει αλλάξει; «Εχει αλλάξει σίγουρα γιατί έχει κουνηθεί η κοινωνία» απαντά ο Μιχαήλ Μαρμαρινός. «Το κοινό είναι βγαλμένο από την κοινωνία, αν και πρόκειται για επίλεκτο μέρος της, πολύ μικρό, το οποίο όμως δεν μπορεί να μείνει ανεπηρέαστο. Κατ’ αρχάς νομίζω ότι υπήρξαν αυτά τα δέκα χρόνια του Φεστιβάλ Αθηνών που άλλαξαν το κοινό πολιτισμικά. Αυτό συνεχίζεται σε έναν βαθμό με τις δραστηριότητες της Στέγης σε μια χειμωνιάτικη εκδοχή. Το θετικό στοιχείο της κρίσης είναι ότι υπήρξε ένα ξεπέταγμα σε πολλά πράγματα. Ενας πληθωρισμός δημιουργικότητας τον οποίο βρίσκω ελπιδοφόρο αναφορικά με την υποβόσκουσα ανάγκη. Μας χαρακτηρίζει και μια επιτυχημένη αναρχικότητα, από την άλλη όμως υπάρχει ένα συνεχές οn-off σε αυτή την κοινωνία. Τα πράγματα βγαίνουν-πεθαίνουν, βγαίνουν-πεθαίνουν… Παράλληλα, σε περίοδο κρίσης, ο πρώτος τομέας στον οποίο γίνονται περικοπές είναι η τέχνη, και αυτό είναι το αρνητικό κομμάτι. Ολες αυτές οι δυνάμεις επηρεάζουν το κοινό. Υπάρχει επιρροή στην αισθητική αλλά και στα ήθη».
Ο σκηνοθέτης διαπιστώνει πως υπάρχει μια ροπή προς μεγαλύτερη αγένεια και για τον λόγο αυτόν αναπτύσσονται μεγαλύτερες ταχύτητες. «Δεν υπάρχει χρόνος να σταθούμε στο αναγκαίο για την ψυχή μας. Ολοι μας έχουμε δει κάποιον να χαιρετά διά χειραψίας, στρέφοντας παράλληλα το κεφάλι του αλλού. Μεγάλη αθλιότητα. Επηρεάζει και αυτόν που το κάνει, χωρίς να το αντιλαμβάνεται, αλλά και εμάς. Είναι η αγένεια που γίνεται εύκολη, τρόπος. Η αγένεια καθυστερεί την ουσία».
Θεωρεί άραγε πως υπάρχει κάποια συγγένεια ανάμεσα στην αγένεια και στη βία που βλέπουμε καθημερινά να εντείνεται; Απαντά καταφατικά. «Εχει να κάνει με το ίδιο πράγμα. Κατ’ αρχάς, όταν υπάρχει υποβόσκων ή και ξεκάθαρος πολιτικός λόγος υπέρ της βίας δηλητηριάζεται η έννοια της υγιούς συλλογικότητας, της συνύπαρξης. Η βία προκαλεί βία και οδηγεί σε έναν κύκλο χωρίς τέλος, κάτι που φρενάρει τα πράγματα. Ταράζει την εσωτερικότητα, την ψυχή, την αρμονία που επιτρέπει να αντιλαμβανόμαστε και ό,τι θετικό υπάρχει, γιατί δεν είναι όλα για πέταμα, οι άνθρωποι ιδιαίτερα».
Ο Μιχαήλ Μαρμαρινός λέει ότι όλα αυτά δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο. «Βλέπει κανείς μια ήπειρο η οποία κουράστηκε από την πολυτέλεια. Η Ευρώπη είναι γηραιά ήπειρος, όνομα και πράγμα. Εχει δει τα πάντα… το ένα επηρεάζει το άλλο. Ελπίζω πραγματικά κάποια στιγμή να τα επηρεάσει θετικά».
Λίγο προτού κλείσουμε, τον ρωτώ αν τον ενδιαφέρει να σκηνοθετήσει όπερα. «Η όπερα έχει πίσω της μια δομική δυσκινησία η οποία είναι δεδομένη και μια ηθολογία που δεν ξέρω κατά πόσο εύκολο είναι κανείς να αναθεωρήσει μερικά πράγματα. Τα περιθώρια που έχεις να κινηθείς είναι μικρά, φέρνοντας μέσα πράγματα από άλλους κόσμους απέναντι στο τυπικό της όπερας. Δεν πεθαίνω να κάνω κάτι σε αυτόν τον χώρο, με ενδιαφέρουν θεμελιώδη πράγματα της όπερας, όπως υπεισέρχονται σε άλλους χώρους, η έννοια της μουσικότητας ας πούμε. Ωστόσο δεν το απορρίπτω. Για να απορρίψω κάτι πρέπει να το ακούσω αρκετά, να σταθώ απέναντί του και να δω πού βρίσκομαι εκείνη τη στιγμή»

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ