Θα φτάσει στο ραντεβού μας κρατώντας ένα μεγάλο ντοσιέ. Παραγγέλνει καφέ προσθέτοντας ένα γενναίο κουταλάκι ζάχαρης. Σε λίγες ώρες πετά για Θεσσαλονίκη. Η αλήθεια είναι ότι λίγες ημέρες πριν από την έναρξη του 58ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (2 Νοεμβρίου – 12 Νοεμβρίου) ο καλλιτεχνικός διευθυντής του, Ορέστης Ανδρεαδάκης, τρέχει ασταμάτητα. Φαίνεται να απολαμβάνει το δημιουργικό άγχος του. Ισως γιατί η σχέση του με την έβδομη τέχνη έχει τις ρίζες της στα παιδικά του χρόνια, στο Ηράκλειο Κρήτης, όταν ένα βράδυ οι γονείς του αποφάσισαν να βγουν για φαγητό και του ζήτησαν να προσέχει τη μικρή αδελφή του. Απαράβατος κανόνας: Να μην ανοίξει η τηλεόραση. «Τους παράκουσα όμως» λέει γελώντας. «Την άνοιξα και έπεσα πάνω σε μια εκπομπή όπου ένας κύριος με χονδρό σκελετό γυαλιών και μουστάκι μιλούσε για κάτι περίεργα πράγματα, τα οποία δεν καταλάβαινα, αλλά την ίδια στιγμή τα έβρισκα εξαιρετικά γοητευτικά. Και μόλις τελείωσε η εισαγωγή του προβλήθηκε η ταινία «Mαχαίρι στο νερό» του Πολάνσκι. Προφανώς για την ηλικία μου ήταν ένα δύσκολο, ακατάλληλο φιλμ. Ομως, αυτός ο κύριος κατάφερε να με βοηθήσει να το παρακολουθήσω. Αναφέρομαι στον Γιάννη Μπακογιαννόπουλο. Σκέφτηκα ότι αυτό θέλω να κάνω και εγώ στη ζωή μου».
Τα κατάφερε. Κριτικός κινηματογράφου, διευθυντής επί σειρά ετών του περιοδικού «Σινεμά», καλλιτεχνικός διευθυντής του φεστιβάλ «Νύχτες Πρεμιέρας», πριν από περίπου ενάμιση χρόνο ανέλαβε τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή της μεγαλύτερης κινηματογραφικής γιορτής της χώρας, του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Ποια είναι λοιπόν η νέα προσωπική σφραγίδα που θέλει να δώσει στον θεσμό; Η απάντησή του εκπλήσσει. «Συνήθως όταν αναλαμβάνει κάποιος διευθυντής ενός οργανισμού, και δη πολιτιστικού, θέλει να αλλάξει τα πάντα. Διαφωνώ. Ειδικά στην Ελλάδα, αυτή η συμπεριφορά αποτελεί ένα είδος ασθένειας. Εμποδίζει τους πολιτιστικούς οργανισμούς να έχουν μια συνέχεια».
Οι νέες τεχνολογίες
Βέβαια δεν αρνείται τις αλλαγές. «Ο κινηματογράφος οφείλει να βρίσκεται σε συνεχή διάλογο με το σήμερα» λέει εμφατικά. «Θα σας εξηγήσω τι εννοώ. Είχα την τιμή να είμαι επιμελητής της εθνικής μας συμμετοχής στην Μπιενάλε στη Βενετία με το έργο «Εργαστήριο Διλημμάτων» του Γιώργου Δρίβα. Παρατήρησα ότι περίπου το 60% των συμμετοχών έφερε στοιχεία από την τέχνη του κινηματογράφου. Οι νέες τεχνολογίες αλλάζουν τον τρόπο με τον οποίο δημιουργούμε σινεμά, ενώ η ώσμωση με τα εικαστικά δημιουργεί ένα νέο πεδίο. Δεν μπορούμε λοιπόν να κουνάμε το δάχτυλο σήμερα, λέγοντας ότι κινηματογράφος είναι μόνο αυτό που μας έμαθε ο Γκοντάρ. Φέτος προχωρήσαμε σε μια σημαντική αλλαγή: Καθιερώνουμε ένα νέο διαγωνιστικό τμήμα για ταινίες εικονικής πραγματικότητας, μικρού μήκους προς το παρόν. Είμαστε το δεύτερο κινηματογραφικό φεστιβάλ στον κόσμο που το πραγματοποιεί, ενάμιση μήνα μετά το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας». Ετσι οι σινεφίλ, όπως μας εξηγεί, θα μπορέσουν να επισκεφθούν τον χώρο INVR – Virtual Reality Thessaloniki στην καρδιά της πόλης, στην πλατεία Αριστοτέλους, να φορέσουν τα κατάλληλα γυαλιά, να περιστραφούν στην ειδική καρέκλα και να γίνουν μέρος ενός κινηματογραφικού συμβάντος.
Μια δεύτερη αλλαγή που συναντάμε στην οργάνωση ήταν ο τρόπος που επιλέχθηκαν οι 14 ταινίες του Διαγωνιστικού Τμήματος. «Ναι, η επιλογή τους έγινε με πυξίδα τις ιδέες που αναπτύσσονται στο εμβληματικό έργο «Ανάγκη για ρίζες» (εκδ. Κέδρος) της γαλλίδας φιλοσόφου Σιμόν Βέιλ» εξηγεί. «Στο έργο της ευαγγελίζεται έναν «νέο πολιτισμό», θεμελιωμένο όχι στην ισχύ, αλλά στη δικαιοσύνη και στην αγάπη. Μπορεί να είναι μάλλον άγνωστη στην Ελλάδα, αλλά η επιρροή της σκέψης της στον 20ό αιώνα είναι τεράστια. Την ίδια στιγμή 14 έλληνες εικαστικοί θα φιλοτεχνήσουν από ένα έργο για κάθε ταινία που θα προβληθεί».
Πώς όμως το Φεστιβάλ κρατά ισορροπίες με τον «ευαίσθητο» κόσμο των ελλήνων κινηματογραφιστών; «Ηδη από πέρυσι δεχόμαστε όλες τις ελληνικές ταινίες. Υπάρχει βέβαια μια γνωμοδοτική επιτροπή, διαφορετική κάθε χρόνο, που μας βοηθά. Τονίζω όμως ότι η συντριπτική πλειοψηφία τους εντάσσεται στο πρόγραμμα. Εφόσον πρόκειται για ένα φεστιβάλ που διεξάγεται με τα χρήματα του ελληνικού λαού, θεωρώ υποχρέωσή μου να δίνεται η ευκαιρία στους έλληνες δημιουργούς να παρουσιάσουν το έργο τους, ακόμα και αν κάποιες ταινίες μπορεί να μην είναι πολύ καλές ή να μη μου αρέσουν. Ο λόγος είναι προφανής. Για παράδειγμα, μπορεί να έχουμε καλεσμένο έναν ξένο παραγωγό. Αυτός να δει μια ελληνική ταινία και, ακόμα και αν δεν είναι της αρεσκείας του, να μείνει έκπληκτος με τον διευθυντή φωτογραφίας και να θέλει να κάνει ταινία μαζί του. Γιατί να το στερήσεις αυτό; Για εμένα, γενικότερα ο εμπορικός πυρήνας του φεστιβάλ, η λεγόμενη Αγορά, είναι σημαντικός, το σινεμά τού αύριο».
Καλοί με πατέντα
Πόσο όμως περήφανος είναι για τη διοργάνωση; «Δεν έχουμε να ζηλέψουμε τίποτε από τα ξένα, αντίστοιχου φυσικά μεγέθους, φεστιβάλ» ξεκαθαρίζει. «Τίποτα, εκτός από τον προϋπολογισμό τους, που τον ζηλεύω, και μάλιστα πολύ. Παρ’ όλη την οικονομική ένδειά μας, θα τολμούσα να πω ότι τις περισσότερες φορές είμαστε καλύτεροι». «Πώς τα καταφέρνετε;» ρωτώ. «Με διάφορες πατέντες. Μας βοηθά ιδιαίτερα και η πόλη της Θεσσαλονίκης, με την υπέροχη κουζίνα, την ωραία νυχτερινή ζωή, τους Θεσσαλονικείς που συμμετέχουν στο Φεστιβάλ. Ερχονται καλεσμένοι από το εξωτερικό και μας λένε «πήγα στο τάδε φεστιβάλ και δεν πέρασα καλά. Δεν μου έδωσε κανένας σημασία». Εμείς είμαστε τυχεροί γιατί έχουμε ένα υψηλού επιπέδου προσωπικό που θα πάρει τον κάθε καλεσμένο και θα τον οδηγήσει από το χέρι. Υστερα γίνονται εκπληκτικές συζητήσεις. Μπορεί να δεις μια γιαγιά να έρχεται με τη 18χρονη εγγονή της και να της μιλά για το 1961 που επισκέφθηκε για πρώτη φορά το Φεστιβάλ».
Δεν υπάρχουν λοιπόν ψεγάδια; «Φυσικά. Για εμένα ίσως το σημαντικότερο είναι να κινητοποιήσουμε περισσότερο τη φοιτητική κοινότητα της Θεσσαλονίκης. Τα παιδιά είναι πιο απαιτητικά, «καταναλώνουν» πλέον τον κινηματογράφο στο σπίτι και γενικότερα –όχι άδικα –είναι καχύποπτα απέναντι στους θεσμούς, την Πολιτεία. Αισθάνονται ότι βρίσκονται στο περιθώριο, οπότε πρέπει να τα πείσουμε ξανά ότι τους λέμε αλήθεια και ότι έχουμε ωραία πράγματα να τους δείξουμε».
Πράγματι το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, παρά τις όποιες γκρίνιες έχουν ακουστεί κατά καιρούς, είναι μια γιορτή του κινηματογράφου. Μπορεί όμως να επαναφέρει το κοινό στις αίθουσες και μετά τη λήξη του; «Φοβάμαι ότι κανένα φεστιβάλ δεν μπορεί να το πετύχει αυτό» απαντά ο Ορέστης Ανδρεαδάκης. «Αυτό που προσφέρει είναι μια συνολική κινηματογραφική εμπειρία που μοιράζεσαι με τον άλλον. Βγαίνεις από την αίθουσα παίρνοντας μαζί σου την ταινία, περπατάς στους δρόμους μαζί της, την παίρνεις μαζί στην ταβέρνα, στο μπαρ, καβγαδίζεις για αυτήν, φλερτάρεις με αυτήν. Κάνεις όλα αυτά που γεννά η τέχνη».


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ