Το «Πυρρίχιο Πέταγμα» είναι ένα έργο που σχεδιάστηκε το 1992 και περίμενε 25 χρόνια για να βρεθούν οι συγκυρίες για να βγει στο φως… Πάντα θυμόμουν δύο κουβέντες του πατέρα μου: Ενα «κύμα μάς πήρε και μας πέταξε» απ’ τον Πόντο στον Πειραιά και μόλις φτάσαμε έτρεξε η μάνα μας και βρήκε δύο βαρέλια ξέσκεπα, ένα από μούστο και ένα από παστές σαρδέλες, και μας έχωσε μέσα να βγάλουμε τη νύχτα, που κράτησε κοντά μια βδομάδα, και γλείφαμε τον ξεραμένο μούστο και το αλάτι για να χορτάσουμε… Το πρωί αυτό το «πρώτο σπίτι» μας ήταν το παιχνίδι μας: μπαίναμε μέσα κι ένας απ’ έξω μάς κατρακυλούσε.
Αυτές οι δύο εικόνες ήταν η αφορμή για να μιλήσω με την εικαστική μου γλώσσα για αυτό το πέρασμα ανάμεσα σε δύο πατρίδες «συμπληγάδες» για τον «χορό» και τον «χώρο» αυτής της διαδρομής…
Το πέταγμα του πουλιού από τη φωλιά του σε μιαν άλλη, το άνοιγμα ενός κύματος, το βεληνεκές του όπλου, το ουράνιο τόξο, η μισομοιρασμένη ημιτονοειδής καμπύλη έχουν την ίδια σχεδιαστική άρθρωση, σ’ αυτήν τη χειρονομία αναπτύσσεται το έργο…
Είναι ένα γλυπτό μέσα στο γλυπτό, που διαπερνά το ένα μέσα από το άλλο μέχρι να συναντηθούν…
Το «Πυρρίχιο Πέταγμα» εξωτερικά είναι ένα «αθαλασσοδιάβατο» κύμα που σηκώθηκε, ξερίζωσε και πέταξε από τη μια πατρίδα στην άλλη τον Ελληνισμό του Πόντου. Είναι ένα τεράστιο αθροιστικό κύμα που δημιουργείται από 101 κυλίνδρους ελατηρίων σε τάση, για να υπογραμμίσει τον διαμελισμό, το κομμάτιασμα και τη δύναμη της ανασύνθεσής του· τα ελατήρια εκφράζουν την ενεργό μνήμη σε ετοιμότητα, σε ένταση, κρύβουν την εκτίναξη και την οργή, καθώς και το τρέμουλο των ποντίων χορευτών πριν από την απογείωση, πριν από την αποσωμάτωσή τους.
Οι κύλινδροι των ελατηρίων είναι φτιαγμένοι με τέτοιον τρόπο που να βλέπεις την αέναη κίνηση της θάλασσας, την εναλλασσόμενη ροή του νερού, την παλίρροια και την άμπωτη της πίστης, την παλίρροια και την άμπωτη της προσπάθειας, την παλίρροια και την άμπωτη της προσφυγιάς που δεν σταματά ποτέ, που συνεχίζει να αιμορραγεί στις ίδιες θάλασσες. Αυτό το αθροιστικό κύμα αποτελείται από 360.000 κυματάκια, ένα για κάθε ψυχή που έφυγε…
Εσωτερικά το έργο, το μέσα γλυπτό, είναι η ανυπεράσπιστη διαδρομή που κάνει ένα προσφυγοπούλι από τον Πόντο στη νέα του πατρίδα, να ζήσει και να μεταφυτέψει το «είναι» τόσων αιώνων… Είναι μια σκυταλοδρομία 17 γλυπτικών συνθέσεων «πνιγμένων» μες στο κύμα.
Ξεκινάει με το πυρρίχιο πρωτοχτύπημα του νταουλιού, το προσφυγοπούλι κρύβει στον κόρφο του το παιδί του, αρπάζει με τα νύχια του τη λύρα, την κάνει κεραυνό και Ευαγγέλιο, αλέτρι και αργαλειό, παλεύει και αντιπαλεύει, χάνει το παιδί του, εξαϋλώνεται και με μισό φτερό φτάνει στα πετροχώραφα μιας ανέτοιμης πατρίδας για να φτιάξει τ’ αγγεία της ζωής του σ’ αυτές τις λασπογειτονιές. Πίσω μείναν τα βαριά λουκέτα των σπιτιών και των ονείρων, οι γόρδιοι δεσμοί των συμμαχικών πλοίων που δεν τους μετέφεραν. Μ’ αποσκευές τον ήχο της καμπάνας κι ένα άδειο δισκοπότηρο, έρχεται το προσφυγοπούλι να υψώσει τη σημαία της μνήμης του και να κάνει φωλιά του στην ξύστρα της Ιστορίας κι αρχίζει να μοιράζει στον καθένα μας μια πένα για να γράψουμε την αλήθεια αυτών των 360.000 ηρώων που χάθηκαν.
Γιατί η μνήμη, όταν αφήνει άσκαφτο το ορυκτό της, κόβει τη φλέβα με την αιωνιότητα· 101 χρόνια πέρασαν, χρειαζόμαστε κιάλια για να φέρουμε μπροστά μας τη γενοκτονία, μια λέξη απαγορευμένης συχνότητας· ας αλείψουμε τη ζωή μας με το πρωτόλαδο αυτής της ξεχασμένης λέξης για να μη στεγνώσει το καντήλι της μνήμης μας, για να ανταμώσει με της λύρας τ’ αγρίμι μας…
Το «Πυρρίχιο Πέταγμα», ένα έργο 3 ενεργειών «ελαστικής –δυναμομετρικής –οπτικής», σαν ένα «γεφυροειδές» έγχορδο μουσικό όργανο που παίζεται με πένες γραφής, πλέκει με το βουβό τραγούδι του ένα άυλο τείχος μνήμης αυτής της γενοκτονίας εδώ δίπλα στ’ αρχαία πειραϊκά τείχη…

Ο κ. Μάνος Στεφανίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ