«Επιτέλους, τραγουδώ και πάλι στην Ελλάδα!» λέει με ενθουσιασμό η Μάρλις Πέτερσεν δίνοντας πραγματική έμφαση στο επίρρημα. Παρ’ όλο που από το 2009 –τη χρονιά που τη χειροκροτήσαμε με ενθουσιασμό ως «Θαΐδα» στην ομώνυμη όπερα του Μασνέ – η διάσημη γερμανίδα σοπράνο επέλεξε την Αθήνα ως βάση της εντυπωσιακής διεθνούς σταδιοδρομίας της, η αλήθεια είναι ότι δεν έχουμε τόσο συχνά την ευκαιρία να τη δούμε σε εγχώρια σκηνή. Ομολογεί ότι της έχει λείψει το Μέγαρο. Αναγνωρίζει όμως «ότι όλοι μας περνάμε μια δύσκολη περίοδο: η Ελλάδα, ο πλανήτης, η ανθρωπότητα… τα πάντα!».
Στην επικείμενη νέα εμφάνισή της στην Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης θα πρωταγωνιστήσει στη «Λεονόρα», την πρώτη εκδοχή της μοναδικής όπερας του Μπετόβεν – έναν ύμνο στη δικαιοσύνη, την πίστη και τη συζυγική αγάπη –με τη σύμπραξη της Ορχήστρας Μπαρόκ του Φράιμπουργκ υπό τον διακεκριμένο βέλγο αρχιμουσικό Ρενέ Γιάκομπς. Το έργο, απαιτητικότατο τόσο για την ορχήστρα όσο και για τους ερμηνευτές, θα παρουσιαστεί σε συναυλιακή μορφή στο πλαίσιο της σχετικής ευρωπαϊκής περιοδείας που περιλαμβάνει περίφημες αίθουσες όπως το Theater an der Wien της Βιέννης, την Concertgebouw του Αμστερνταμ, το Festpielhaus του Μπάντεν Μπάντεν αλλά και τη Φιλαρμονική του Παρισιού.

«Η Λεονόρα είναι μια γυναίκα που έχει μεγάλη δύναμη, κουράγιο και ελπίδα» λέει η 49χρονη Πέτερσεν αναφερόμενη στην ηρωίδα. «Καταφέρνει να ξεπεράσει όλα τα εμπόδια» –συνεχίζει –«με την πίστη της και τη θέλησή της για το Καλό. Αυτή είναι μια αρετή που δεν την έχουν πολλοί σήμερα και θέλω να την ενσαρκώσω προκειμένου να αισθανθώ πιο βαθιά τις ανθρώπινες αξίες». Αναγνωρίζει ότι ο ρόλος είναι μια μεγάλη πρόκληση για τη φωνή, ειδικά στην τελευταία πράξη. Πρόκειται, όπως χαρακτηριστικά το προσδιορίζει, για μια πραγματική άσκηση αντοχής.
Κυνηγώντας τα πάθη της

«Για εμένα, η συναυλιακή παρουσίαση είναι πιο δύσκολο στοίχημα από μια πλήρως σκηνοθετημένη όπερα» παραδέχεται η καλλιτέχνις. «Αυτό γιατί η υποκριτική σε βοηθά να γίνεις ένα με την ιστορία. Από την άλλη, η συναυλιακή παρουσίαση απαιτεί μεγαλύτερη συγκέντρωση από τον ερμηνευτή και καταλαβαίνω ότι είναι και πιο δύσκολο για το κοινό να παρακολουθήσει Στην περίπτωσή μας, όμως, η «Λεονόρα» είναι ημι-σκηνοθετημένη, επομένως βρισκόμαστε κάπου ενδιάμεσα. Οι τραγουδιστές δεν θα έχουμε το μουσικό κείμενο μπροστά μας και θα υπάρχει όσο τον δυνατόν μεγαλύτερη δράση επί σκηνής».
Η διαδρομή της Πέτερσεν στον χώρο της τέχνης είναι ενδεικτική του ανήσυχου χαρακτήρα της. Προτού ασχοληθεί με την όπερα, σπούδασε πιάνο και φλάουτο. Στο Ωδείο, στη Στουτγάρδη, εκπαιδεύτηκε με σκοπό να γίνει δασκάλα μουσικής, ενώ παράλληλα πήρε και μαθήματα κλασικού τραγουδιού. Ωστόσο, κυνήγησε και ένα ακόμη πάθος, της που δεν ήταν άλλο από τον χορό. Αμέσως μετά τις πρώτες της δουλειές στον χώρο του θεάματος, αποφάσισε να εκπαιδευτεί στην τζαζ και στις κλακέτες. Παρ’ όλο που γρήγορα κέρδισε το πρώτο της βραβείο στο χώρο της όπερας, ταυτόχρονα ξεχώρισε και σε αυτόν του μιούζικαλ. Το 1994 έκανε το ντεμπούτο της στην Οπερα της Νυρεμβέργης ενώ στο διάστημα 1998-2003 συνεργάστηκε με τη Γερμανική Οπερα του Ρήνου όπου γνώρισε σημαντική επιτυχία.
Ενας ρόλος που σημάδεψε την καριέρα της είναι η «Λούλου» του Μπεργκ, στον οποίο έκανε ντεμπούτο το 2002 στην Κρατική Οπερα της Βιέννης ενώ τον ερμήνευσε με μεγάλη επιτυχία και στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών το 2005 αλλά και στο Σικάγο, στη Μετροπόλιταν της Νέας Υόρκης και στην Κρατική Οπερα της Βαυαρίας.
Η σχέση της με την Ελλάδα πώς άρχισε άραγε; «Εφηβη ακόμη, στα 15 μου, έκανα διακοπές στην Κέρκυρα και εντυπωσιάστηκα τόσο από τη φύση όσο και από τους ανθρώπους και από το φαγητό. Την επόμενη χρονιά ταξίδεψα στη Ρόδο, τη μεθεπόμενη στην Κρήτη και αργότερα πέρασα μερικά καλοκαίρια στο Πήλιο. Από τη στιγμή που θα ζήσεις όλη αυτή την ομορφιά, η Ελλάδα δεν σε αφήνει να την ξεχάσεις και δεν την αφήνεις κι εσύ» λέει η Πέτερσεν.
Πώς αποφάσισε να κάνει τη χώρα μας ορμητήριό της, και δη στη διάρκεια μιας σκληρής κρίσης, και πώς αντέδρασαν η οικογένεια και οι φίλοι της σε αυτό; «Ειδικά αυτή τη δύσκολη περίοδο είναι αλήθεια ότι αντιμετώπισα αντιδράσεις» ομολογεί για να εξηγήσει την επόμενη στιγμή: «Τους ήταν δύσκολο να φανταστούν πώς είναι να ζεις κάπου όπου οι άνθρωποι μιλούν άλλη γλώσσα και έχουν τελείως διαφορετική κουλτούρα. Προσωπικά πιστεύω ότι κάθε άνθρωπος θα έπρεπε να ζει τουλάχιστον έναν χρόνο στο εξωτερικό. Είναι ανάγκη να καταλάβουμε την αλήθεια μιας κουλτούρας και όχι να κρίνουμε από απόσταση. Πραγματικά, το συστήνω. Αλλάζει τη ζωή και τη στάση σου, διευρύνει τους ορίζοντές σου».

Η Ελλάδα είναι πολλά
Μιλά για το διαμέρισμά της στην Αθήνα αλλά και για τις… ρίζες ελιές που έχει αποκτήσει κάπου κοντά στην Καλαμάτα. Αγαπά, λέει, τον πράσινο χρυσό. «Οταν μιλώ σε φίλους για τις εμπειρίες μου από την Ελλάδα πολλοί μένουν σιωπηλοί γιατί αρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι τα μέσα μαζικής ενημέρωσης δείχνουν ένα μικρό μέρος από την κατάσταση της χώρας. Τους λέω λοιπόν: «Η Ελλάδα είναι πολύ περισσότερα από όσα νομίζετε». Θα μπορούσε να είναι σλόγκαν αυτό, ε; Κάτι τέτοιες στιγμές καταλαβαίνω ότι οι άνθρωποι αναθεωρούν και θέλουν να ανακαλύψουν οι ίδιοι την αλήθεια».
Αυτό που αγαπά στη χώρα μας ιδιαίτερα είναι το ότι εδώ, κατά την άποψή της, οι άνθρωποι ξέρουν να ζουν πραγματικά και φροντίζουν να βρίσκουν χρόνο για να χαίρονται τη ζωή επάνω από οτιδήποτε άλλο. «Οσο κι αν υπάρχει κρίση, οι Ελληνες βοηθούν τους άλλους στη δυστυχία τους… το είδαμε αυτό με την προσφυγική κρίση. Εχουν οικονομικό πρόβλημα αλλά κερδίζουν σε επίπεδο ανθρωπιάς, και αυτό είναι κάτι από το οποίο όλοι οφείλουμε να μάθουμε».
Μέσα από αυτό το πρίσμα, πάντως, πιστεύει ακράδαντα ότι η τέχνη μπορεί να διαδραματίσει ουσιαστικό ρόλο. «Εχει τη δυνατότητα να υπερπηδήσει όλους τους περιορισμούς και τα εμπόδια, να ενώσει όλους τους ανθρώπους ανεξαρτήτως χρώματος και θρησκείας. Το «μαζί» κάνει τον κόσμο καλύτερο».
Τα ελληνικά καλλιτεχνικά πράγματα σε τι βαθμό τα παρακολουθεί άραγε; «Αγαπώ τη μουσική του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη. Είναι μοναδική και κλείνει μέσα της σπουδαία μηνύματα. Κάποιες φορές αποζητώ το ρεμπέτικο… Η Ελλάδα έχει πάντα τη δύναμη να κινηθεί, παρά τα προβλήματα. Τα θέατρα είναι πιο ευρηματικά, νέα φεστιβάλ ιδρύονται. Αναφέρω ενδεικτικά το Διεθνές Φεστιβάλ του Μολύβου όπου προσκλήθηκα για δεύτερη φορά και εντυπωσιάστηκα από τον ενθουσιασμό των νέων ανθρώπων να δημιουργήσουν κάτι καινούργιο και να δείξουν πόσο ζωντανό είδος είναι η μουσική. Ο φοίνικας αναγεννιέται από τις στάχτες του, και αυτό οι Ελληνες το γνωρίζουν καλά».

Πού και πότε

Η «Λεονόρα» του Μπετόβεν θα παρουσιαστεί σε συναυλιακή μορφή στις 30/10 (στις 20.30) στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Την Ορχήστρα Μπαρόκ του Φράιμπουργκ διευθύνει ο Ρενέ Γιάκομπς. Συμμετέχει η Χορωδία Zuercher Sing-Akademie. Στον ρόλο του τίτλου η Μάρλις Πέτερσεν και του Φλόρεσταν ο Μ. Σμιτ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ