Μάρτυρας, τρελός, ιδιοφυΐα, λάγνος σάτυρος, ρέμπελος. Δεν υπάρχει χαρακτηρισμός που να μην έχουν προσάψει στον ολλανδό ζωγράφο Βίνσεντ Βίλεμ βαν Γκογκ (1853 – 1890). Σήμερα, οι πίνακές του κοστίζουν εκατομμύρια και ο Βαν Γκογκ αναγνωρίζεται ως ένας από τους κορυφαίους ζωγράφους όλων των εποχών, ο άνθρωπος που επέδρασε όσο κανείς άλλος σε κινήματα όπως του εξπρεσιονισμού και του φωβισμού.
Ομως όσο ζούσε, ο Βαν Γκογκ δεν κατάφερε ποτέ ούτε στάλα να γευθεί από την επιτυχία που σημείωσαν μετά θάνατον τα έργα του. Ο μεγαλύτερος ανάμεσα σε οκτώ αδέλφια, ο Βαν Γκογκ από μικρός είχε ροπή προς την κατάθλιψη, εξαιτίας της οποίας φέρεται ότι εν τέλει αυτοπυροβολήθηκε στο στήθος. «Μόνο μέσα από τους πίνακές μας μπορούμε να μιλάμε» είχε γράψει σε μια επιστολή του, μία βδομάδα προτού φύγει από αυτή τη ζωή.
Ο Βαν Γκογκ ήταν γιος πάστορα, λόγος για τον οποίο ασχολήθηκε για ένα μικρό διάστημα με τη θεολογία κηρύττοντας στο Βέλγιο. Η ζωγραφική μπήκε με καθυστέρηση στη ζωή του και ενώ είχε ασχοληθεί για ένα μικρό διάστημα –και αποτυχημένα –με το εμπόριο έργων τέχνης, τομέας στο οποίο διέπρεψε ο αδελφός του Τέο.
Αμέτρητα τα περιστατικά που «στολίζουν» μια βίαιη ζωή που έσβησε άδικα και πρόωρα, αλλά και μια ζωή με τόσο έντονους χρωματισμούς που θαρρείς ότι είχε όλα τα συστατικά για να γίνει κάποια στιγμή ταινία. Και δεν είναι τυχαίο που ο κινηματογράφος έχει τιμήσει ουκ ολίγες φορές –περισσότερες από κάθε άλλον εικαστικό –τον Βαν Γκογκ. Ο Κερκ Ντάγκλας υπήρξε υποψήφιος για Οσκαρ α’ ρόλου στην ταινία «Η ζωή ενός ανθρώπου», ενώ σκηνοθέτες όπως ο Ρόμπερτ Ολτμαν και ο Μορίς Πιαλά έχουν γυρίσει τις δικές τους εκδοχές πάνω στον ζωγράφο, τον οποίο έπαιξε και ο Μάρτιν Σκορσέζε στα «Ονειρα» του Ακίρα Κουροσάβα.
Αλλά καμία ταινία δεν έχει κατορθώσει να συνδυάσει τη συνταραχτική βιογραφία του Βαν Γκογκ με το μοναδικό έργο του όσο το «Loving Vincent» που από την περασμένη Πέμπτη προβάλλεται στις αίθουσες.

«Δεν έχουμε δει τίποτε παρόμοιο»
Δεν είναι τυχαίο που ο διεθνής Τύπος κατέληξε ομόφωνα σε διθυράμβους. «Προκαλεί δέος» έγραψε το «Variety», «Δεν έχουμε δει τίποτε παρόμοιο» η «Telegraph», «εκπληκτική» χαρακτήρισε την ταινία ο «Independent». Ας ξεκινήσουμε με το σημαντικότερο χαρτί της ταινίας, το στοιχείο που κάνει το «Loving Vincent» μοναδικό: Ο,τι βλέπουμε στο «Loving Vincent» είναι χειροποίητο, ζωγραφισμένο στο χέρι· παράγωγο μιας τεχνικής που ονομάζεται κινούμενη ελαιογραφία. Ο βασικότερος στόχος των σκηνοθετών και σεναριογράφων Ντορότα Κομπιέλα και Χιου Γουέλτσμαν (που είναι και παραγωγός) ήταν να αφηγηθούν μια άποψη της παθιασμένης μα και κακότυχης ζωής του Βαν Γκογκ (που πέθανε εξίσου μυστηριωδώς) μέσω της ίδιας της συναρπαστικής ζωγραφικής του.
Πυλώνας της ιστορίας της ταινίας είναι ο Αρμάν Ρουλέν, γιος ταχυδρόμου, ο οποίος έχοντας στα χέρια του την τελευταία επιστολή που έγραψε ο Βαν Γκογκ προτού αυτοκτονήσει, αναζητεί τον Τεό, τον αδερφό του τελευταίου, για να του την παραδώσει. Ομως ο Τεό έχει πεθάνει και έτσι ο Αρμάν βρίσκεται μόνος με το βάρος του μυστηρίου του θανάτου του Βαν Γκογκ. Αρχίζει μια προσωπική έρευνα προκειμένου να συλλέξει όσο το δυνατόν περισσότερα στοιχεία για τη ζωή του ζωγράφου μέσω των οποίων ίσως ανακαλύψει την αλήθεια για τον θάνατό του. Το ταξίδι τού αρχικώς ανεύθυνου και ανερμάτιστου Αρμάν (που σταδιακά δείχνει να ωριμάζει), οι διάφοροι άνθρωποι που συναντά (και που όλοι τους είχαν μια επαφή με τον Βαν Γκογκ) είναι ο κόσμος της ταινίας των Κομπιέλα και Γουέλτσμαν.
Από το καβαλέτο στην οθόνη
Το «Loving Vincent», μια συμπαραγωγή Αγγλίας – Πολωνίας με τη συμμετοχή του Κατάρ, αποτελείται από 65.000 καρέ, το κάθε ένα εκ των οποίων είναι μια ελαιογραφία ζωγραφισμένη με το χέρι. Παρουσιάζονται 94 πίνακες του Βαν Γκογκ που είναι πολύ κοντά στα πρωτότυπα έργα και άλλοι 31 που είτε εμφανίζονται κατά μεγάλο μέρος ή εν μέρει. Υπό τις οδηγίες των δύο σκηνοθετών βρέθηκαν 125 επαγγελματίες ζωγράφοι οι οποίοι προέρχονται από διάφορες χώρες του κόσμου και συνεργάστηκαν στα στούντιο της Αγγλίας, της Πολωνίας αλλά και της Ελλάδας.
Η δουλειά που έγινε πάνω σε αυτή την ταινία ξεπερνά κάθε προηγούμενο. Κατ’ αρχάς γυρίστηκαν οι σκηνές «ζωντανής δράσης» με πραγματικούς ηθοποιούς και εν συνεχεία η ταινία ζωγραφίστηκε καρέ προς καρέ με το χέρι. Στην οθόνη επί της ουσίας βλέπουμε κάτι σαν έναν διάλογο ανάμεσα στους ηθοποιούς που ερμηνεύουν τα διάσημα πορτρέτα του Βαν Γκογκ και των καλλιτεχνών κινούμενης ζωγραφικής που έβαλαν τους χαρακτήρες μέσα στα χρώματα (επίσης του Βαν Γκογκ). Ο Ντάγκλας Μπουθ είναι ο κεντρικός ήρωας, Αρμάν Ρουλέν, η Ελενορ Τόμλινσον υποδύεται την Αντελίν Ραβού, ο Τζερόμ Φλιν είναι ο γιατρός Γκασέ (σημειωτέον το πορτρέτο του είχε το ρεκόρ του πιο ακριβού πίνακα για δεκατέσσερα χρόνια –το μεγαλύτερο διάστημα όλων των εποχών), η Σίρσα Ρόναν είναι η κόρη του γιατρού, Μαργκερίτ Γκασέ, ο Κρις Ο’ Ντάουντ παίζει τον ταχυδρόμο Ζοζέφ Ρουλέν, ο Τζον Σέσιονς είναι ο μπαρμπα-Τανγκί, ο προμηθευτής χρωμάτων του Βαν Γκογκ, ο Αϊνταν Τέρνερ κρατά τον ρόλο του βαρκάρη (από τον πίνακα του Βαν Γκογκ «Οι όχθες του Ουάζ στο Οβέρ»), η Ελεν Μακρόρι είναι η Λουίζ Σεβαλιέ, οικονόμος του γιατρού Γκασέ, και στην πρώτη εμφάνιση σε ταινία ο Ρόμπερτ Γκούλαζικ δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον Βίνσεντ βαν Γκογκ. Εγιναν 377 πίνακες στη διάρκεια του σχεδιασμού ζωγραφικής και οι σχεδιαστές-ζωγράφοι των ηρώων της ταινίας ειδικεύτηκαν στο να οραματιστούν τους ηθοποιούς μέσα στα διάσημα πορτρέτα του Βαν Γκογκ. Με αυτόν τον τρόπο τα χαρακτηριστικά τους θα διατηρούνταν και συγχρόνως θα έμοιαζαν με τα πρόσωπα στους πίνακες.
Ο ένας λόγος για τον οποίο η ταινία γυρίστηκε με αληθινούς ηθοποιούς ήταν δημιουργικός και ο άλλος πρακτικός. Σύμφωνα με τον Χ. Γουέλτσμαν, ο δημιουργικός ήταν ότι ο Βαν Γκογκ δούλευε με αληθινούς ανθρώπους όταν έκανε τα πορτρέτα για να μεταδώσει με ειλικρίνεια το συναίσθημα ενός αληθινού ανθρώπου. «Θέλαμε κι εμείς αληθινούς ανθρώπους και να νιώθουμε τα συναισθήματά τους» είπε ο σκηνοθέτης εμμένοντας στη μεταφορά των εκφράσεων ενός προσώπου που ανέκαθεν ήταν μεγάλη πρόκληση για το κινούμενο σχέδιο. «Γι’ αυτόν τον λόγο οι περισσότερες από τις μεγάλες ταινίες κινουμένων δεν έχουν ανθρώπινους χαρακτήρες ή είναι πολύ απλοποιημένοι και σαν καρικατούρες». Σε ό,τι αφορά τον πρακτικό λόγο ήταν ότι κάνοντας γύρισμα με ηθοποιούς, οι σκηνοθέτες είχαν έτοιμο υλικό μέσα σε μέρες, ενώ το κινούμενο θα απαιτούσε μήνες. Δεν είχαν πειστεί για την επιτυχία αυτής της σκέψης ώσπου είδαν το τρέιλερ-οδηγό.
Η επεξεργασία και οι επεμβάσεις
Δύο ήταν τα σημεία στα οποία δούλεψαν οι ηθοποιοί προτού αναλάβει δράση η ζωγραφική πάνω τους, αφού τα πλάνα από τα γυρίσματα ήταν ο «οδηγός» για τους δημιουργούς κινούμενου σχεδιασμού των πινάκων: σε ειδικά κατασκευασμένα πλατό ώστε να μοιάζουν με πίνακες του Βαν Γκογκ και σε green (ή blue) screen, το φόντο των οποίων διαμορφώθηκε αργότερα, αφού οι πίνακες του Βαν Γκογκ και τα επεξεργασμένα σε υπολογιστή κινούμενα σχέδια προσαρμόστηκαν σε αυτά τα πλάνα. Αντιλαμβάνεται κανείς τι πυρετός εργασίας έλαβε χώρα στα στούντιο Three Mills του Λονδίνου και στο στούντιο CeTA του Βρότσλαβ όπου πραγματοποιήθηκαν τα γυρίσματα.
Οι σκηνοθέτες διευκρινίζουν ότι η τεχνοτροπία μιας ταινίας διαφέρει από αυτήν ενός πίνακα αφού ο πίνακας αφορά μια συγκεκριμένη, «παγωμένη» στιγμή στον χρόνο, ενώ η ταινία είναι ρευστή, μοιάζει να κινείται στον χωροχρόνο. Επομένως επί έναν ολόκληρο χρόνο, πριν και κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, η ομάδα σχεδιασμού-ζωγραφικής έκανε μια ανασύνθεση της ζωγραφικής του Βαν Γκογκ σε ένα εντελώς διαφορετικό μέσο, το φιλμ.
Δεν ήταν λίγα ούτε και ασήμαντα τα ερωτήματα που προέκυψαν για τους σχεδιαστές-ζωγράφους που κλήθηκαν να πάρουν σημαντικές αποφάσεις. Η όλη εξέλιξη τεχνικής επεξεργασίας της ταινίας χρειάστηκε δύο χρόνια σε σταθμούς εργασίας κινούμενης ζωγραφικής (Painting Animation Work Stations-PAWS).
Με το δεδομένο, όμως, ότι οι πίνακες έχουν διαφορετικά σχήματα και μεγέθη, ποιος θα μπορούσε να είναι ο ιδανικότερος τρόπος παρουσίασης των πινάκων του Βαν Γκογκ μέσα στο κάδρο της κινηματογραφικής οθόνης; Κατά πόσο θα έπρεπε οι σύγχρονοι καλλιτέχνες να ξεφύγουν από τα κάδρα των πινάκων και συγχρόνως να διατηρήσουν την αίσθηση και την έμπνευση των πρωτότυπων έργων; Σε άλλες περιπτώσεις προέκυπτε το εξής πρακτικό ζήτημα: με ποιον τρόπο θα αντιμετώπιζαν τις αναγκαστικές παρεμβάσεις όταν, για παράδειγμα, ένας χαρακτήρας ζωγραφισμένος με ένα συγκεκριμένο στυλ «εισχωρεί» σε έναν άλλο πίνακα τον οποίο ο Βαν Γκογκ έχει ζωγραφίσει με άλλη τεχνοτροπία;
Ενα άλλο θέμα που προέκυψε ήταν το φως. Το σενάριο της ταινίας απαιτούσε μετατροπές σε νυχτερινούς πίνακες του Βαν Γκογκ που θα έπρεπε να απεικονίζουν ημέρα. Παρομοίως πίνακες που απεικονίζουν το φθινόπωρο ή τον χειμώνα έπρεπε να μεταβληθούν σε καλοκαίρι για τις σκηνές του ταξιδιού.
Πού και πότε

Η ταινία «Loving Vincent» προβάλλεται σε διανομή Filmcenter Τριανόν στις αίθουσες ΙΝΤΕΑΛ, ΝΙΡΒΑΝΑ, ΚΗΦΙΣΙΑ, ΤΡΙΑΝΟΝ, ΑΤΛΑΝΤΙΣ, ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΟΣ, ΑΘΗΝΑΙΟΝ CINEPOLIS ΓΛΥΦΑΔΑ, ΣΙΝΕ ΠΑΡΙ

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ