«Σε ποιον να πω το σ’ αγαπώ» θα τραγουδούν από αυτή την εβδομάδα ο Μιχάλης Χατζηγιάννης και η Δήμητρα Γαλάνη. Το τρίτο τραγούδι (ντουέτο αυτή τη φορά) από τη συνεργασία του συνθέτη και ερμηνευτή με τη Λίνα Νικολακοπούλου κυκλοφορεί (προηγήθηκαν τα singles «Κράτα με εδώ» και «Κοίτα με»), ενώ έπεται CD με ακόμη περισσότερες «μουσικές ιστορίες», πάντα με τη Νικολακοπούλου να βάζει τα λόγια και τον Χατζηγιάννη τις νότες. «Πρόκειται για μια ιδιαίτερα τιμητική στιγμή για εμένα» λέει ο ίδιος. Δεν είναι η πρώτη φορά που συνεργάζεται με τη Γαλάνη, με την οποία τον συνδέει φιλία χρόνων. «Ξαναβρισκόμαστε έπειτα από χρόνια σε ένα τραγούδι ονειρικό, κάτι σαν «νυχτερινό». Δεν ήταν προγραμματισμένο, συναντηθήκαμε τυχαία, τη φαντάστηκα να το τραγουδάει και της το πρότεινα». Δοκιμασμένη είναι και η δημιουργική φιλία του με τη Νικολακοπούλου, της οποίας «οι στίχοι βγαίνουν ενίοτε πάνω από τη μουσική, αυτή είναι εξάλλου η δύναμη του λόγου. Οσο και αν μελωδία και στίχος θεωρούνται ισότιμα, στη χώρα μας, με τους σημαντικούς στιχουργούς, ο στίχος έχει τον πρώτο λόγο. Προσπάθησα να υποστηρίξω όσο καλύτερα μπορούσα τους στίχους της Λίνας. Να αποστασιοποιηθώ από όσα έχω κάνει και να εργαστώ σαν να ήταν η πρώτη φορά».
Αποποιούμενος, ας πούμε, το ποπ παρελθόν σας;
«Είμαι ποπ τραγουδιστής με την ευρύτερη έννοια της ποπ, όπως τη μάθαμε μικροί, όπως μεγαλώσαμε ακούγοντάς την».
Δηλαδή; Τι είναι για εσάς η ποπ;
«Ενα ρεύμα παγκόσμιο που εμπεριέχεται σε όλα τα είδη μουσικής. Κάτι που το αισθάνεσαι, το κατανοείς, το αγγίζεις. Ποπ για εμένα είναι η καθημερινή ομορφιά, το υπέρτατο ωραίο, αυτό που μπορούν να το καταλάβουν και να το προσεγγίσουν όλοι οι άνθρωποι. Κάτι φωτεινό. Κάτι… casual που όμως δεν στερείται βαρύτητας».
Στην Ελλάδα την έχουμε ίσως παρεξηγήσει; Θεωρείται το light είδος που ακούν οι νέοι, ως τη στιγμή που μεγαλώνουν.
«Σε μεγάλο βαθμό την έχουμε συνδυάσει με μια αισθητική που μπορεί και να μην ήταν η καλύτερη. Από την άλλη, είμαστε η χώρα του λαϊκού τραγουδιού, το οποίο γιγαντώθηκε μετά τη Μεταπολίτευση με εμβληματικές συνθέσεις. Βαθιά επηρεασμένοι από αυτό, ό,τι ανοιγόταν στη σύγχρονη εποχή το αντιμετωπίζαμε με καχυποψία».
Την αντιμετωπίσατε και εσείς αυτή την καχυποψία;
«Αντιμετώπισα μεγάλη αγάπη και αρκετά μεγάλη καχυποψία. Και τα δύο σε πληθωρικές δόσεις».


Από την αρχή της καριέρας σας;
«Η αγάπη ήρθε αμέσως. Εφτασα στην Αθήνα στα μέσα Σεπτέμβρη του ’98, είχα μόλις απολυθεί από τον στρατό, και στα τέλη Σεπτεμβρίου ηχογράφησα το «Αγγιγμα ψυχής», το τραγούδι του Γιώργου Χατζηνάσιου που ακουγόταν στην ομώνυμη σειρά του ΑΝΤ1. Η σειρά άρχισε να προβάλλεται τον Οκτώβριο και έγινε αμέσως επιτυχία. Δεν το περίμενα. Καλά-καλά δεν είχα εγκατασταθεί ακόμη».
Γιατί ήρθατε στην Αθήνα;
«Ηθελα να διεκδικήσω τα όνειρά μου στη μεγάλη πατρίδα. Ονειρο κάθε κύπριου τραγουδιστή είναι να σταδιοδρομήσει στην Ελλάδα».
Η καχυποψία πότε προέκυψε;
«Μετά τα τρία-τέσσερα πρώτα χρόνια. Δεν ήμουν προετοιμασμένος, είχα την αφέλεια, τη βιασύνη και τον ενθουσιασμό ενός νέου».
Τέτοιες καταστάσεις δεν λειτουργούν αρνητικά στην ψυχολογία ενός ανθρώπου;
«Μου συνέβη το αντίθετο. Είπα «τώρα θα κάνω κάτι ακόμη καλύτερο», ήταν όμως μια αντίδραση εντελώς σπασμωδική. Λένε πάντως πως «ό,τι δεν σε σκοτώνει σε κάνει πιο δυνατό»».


Σε κάνει;
«Σίγουρα σε κάνει πιο επιφυλακτικό».

Αν ξεκινούσατε σήμερα θα κάνατε τα ίδια;
«Θα έκανα λιγότερα πράγματα και θα ήμουν πιο επιλεκτικός».
Τώρα τι θέλετε να κάνετε;
«Ωραίες μουσικές και ωραίες συνεργασίες. Δεν χρειάζεται να επιδιώκεις πάντα την πρωτιά, αν και είναι δικαίωση, σου δίνει αυτοπεποίθηση. Ομως η αλαζονεία της κορυφής δεν με ενδιαφέρει πλέον».
Υπήρξαν στιγμές που γίνατε αλαζόνας;
«Οσο προσγειωμένος και αν είσαι, μέσα σε αυτό το βουητό είναι δύσκολο να μείνεις ανεπηρέαστος. Θεωρώ όμως ότι λόγω χαρακτήρα ουδέποτε παρασύρθηκα τόσο ώστε να χάσω τον έλεγχο, είχα πάντα μια ενστικτώδη αυτοσυγκράτηση».


Φροντίσατε πολύ τη δημόσια εικόνα σας;
«Τίποτε δεν φρόντισα. Εκανα μόνο τα στοιχειώδη που πρέπει να κάνεις όποτε ανοίγεσαι ώστε να μην εκτίθεσαι και να μην εκθέτεις τους γύρω σου. Δεν ακολούθησα ειδικές διαδικασίες. Ομως η νέα εποχή έχει φέρει μια εξοικείωση που με τρομάζει. Θα μου πεις είναι καλό για τη δουλειά σου να υπάρχεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όμως έχει οργανωθεί ένα τεράστιο δίκτυο παρακολούθησης που έχει κάτι σχεδόν… σατανικό!».


Με την προσωπική ζωή σας δεν είχαν ασχοληθεί ιδιαίτερα ως τη στιγμή που εμφανίστηκε η Ζέτα Μακρυπούλια…
«…και ξαφνικά άνοιξε μια συζήτηση που αφορούσε τα πάντα εκτός από τη δουλειά μας. Λένε πως με τη σιωπή –αυτόν τον δρόμο επιλέξαμε –δεν δίνεις όπλα στον εχθρό, αλλά τελικά δεν χρειάζεται να δώσεις εσύ τα όπλα, υπάρχει η μυθοπλασία. Γράφτηκαν απίστευτα πράγματα, απερίγραπτες αισχρότητες, ήταν εξαιρετικά ενοχλητικό. Ομως και αυτό συνηθίζεται, περνά σε δεύτερο επίπεδο».
Γράφτηκαν πολλά με αφορμή και την περιπέτειά σας, όταν βρεθήκατε στο στόχαστρο της Εφορίας. Το δικαστήριο σας δικαίωσε. Τέλος καλό, όλα καλά;
«Βρέθηκα εγκλωβισμένος σε μια κατάσταση επίσης πρωτόγνωρη, βασανιστική και τρομακτική για τα δεδομένα της ζωής μου. Ξέρω πως μιλώ για καταστάσεις που ζουν καθημερινά πολλοί άνθρωποι, πραγματικά όμως αυτό που πέρασα ήταν πέρα από κάθε λογική. Το υπέμεινα με κόπο. Η αίσθηση ότι υπάρχει Δικαιοσύνη ήταν μια τεράστια ανακούφιση. Ομως, όταν κάτι σου προκαλεί τόσο μεγάλο στρες, είναι δύσκολο να το ξεπεράσεις».
Τις πολιτικές εξελίξεις τις παρακολουθείτε;
«Εχω έννοια, με ενδιαφέρει τι γίνεται στον κόσμο. Δεν μπορεί να ζεις στην κοινωνία και να μην ενδιαφέρεσαι. Ενημερώνομαι για την Ελλάδα, για την Κύπρο…».
Επιστρέφετε συχνά στην Κύπρο;
«Φυσικά, εκεί είναι η οικογένειά μου. Τη ζωή μου όμως την έχω οργανώσει εδώ. Μου αρέσει να ζω στην Ελλάδα, αγαπώντας πάντα τρυφερά την Κύπρο. Εντός μου υπάρχει πάντα η θλίψη από τις ιστορίες των γονιών μου που ήταν πρόσφυγες από την Κερύνεια. Εχω τόσο πολλές εικόνες από τις αφηγήσεις τους (ο ξεριζωμός, οι αγνοούμενοι, οι πατέρας μου που πολέμησε), που είναι σαν να έζησα κι εγώ τα γεγονότα».
Εχετε πάει ποτέ στην Κερύνεια;
«Πήγα με τη μητέρα μου. Επισκεφθήκαμε το σπίτι όπου μεγάλωσε. Οι νέοι ιδιοκτήτες μάς επέτρεψαν να μπούμε και της έδωσαν (τις είχαν φυλάξει!) τις ζωγραφιές που είχε κάνει όταν ήταν παιδί. Το συναίσθημα; Δεν μπορώ να το περιγράψω!».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ