Ο ηθοποιός που έζησε κοντά σε «μύθους» Λουκίνο Βισκόντι




Τον Λουκίνο τον γνώρισα από την πρώτη κιόλας μέρα που έφτασα στο Σπολέτο. Το ίδιο βράδυ πήγα μαζί με τους φίλους μου Ραφ Ραβαϊόλι και Λίντα Τζαλορέτι στο εστιατόριο «Πεντάγραμμο», που τότε ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές και συνήθως συγκέντρωνε όλους τους καλλιτέχνες του Φεστιβάλ.


Ο Ραφ και η Λίντα με σύστησαν. Πραγματικά τα έχασα και δεν ήξερα πώς να αντιδράσω αντικρίζοντας όλη εκείνη τη διάσημη συντροφιά του Λουκίνο. Μέσα σ’ ένα λεπτό γνώρισα τον Αλαίν Ντελόν, τη Ρόμυ Σνάιντερ, την Αννύ Ζιραρντό, την όμορφη εγγονή του Τοσκανίνι, Εμμανουέλλα ντι Καστελμπάργκο, τους διακεκριμένους Ιταλούς ηθοποιούς κι αγαπημένους φίλους και συνεργάτες του Λουκίνο, Ρόμολο Βάλι και Ρίνα Μορέλι, τους σκηνογράφους Πιέρο Τόζι και Νάντο Σκαρφιότι και άλλους κοσμικούς φίλους τους.


Είχα μείνει άφωνος και δεν πίστευα στ’ αυτιά μου και τα μάτια μου, κάθε φορά που ο Ραφ και η Λίντα μου έδειχναν επώνυμους καλλιτέχνες που κάθονταν στα διπλανά τραπέζια. Πότε μου έλεγαν «να οι χορογράφοι Τζερόμ Ρόμπινς και Μωρίς Μπεζάρ» ή «αυτός εκεί είναι ο Ρομπέρτο Ροσελίνι με την Ινδή γυναίκα του και τα παιδιά του». Πιο πέρα ο Ιονέσκο με τη γυναίκα και την κόρη του ή η Λάουρα Μπέτι, γνωστή ηθοποιός και τραγουδίστρια, στενή φίλη του Πάολο Παζολίνι, οι ηθοποιοί Τζων Γκίλγουντ, Ζαν Μαρέ και τόσοι άλλοι μουσικοί και τραγουδιστές. Φυσικά όλοι αυτοί οι καλλιτέχνες, εκτός απ’ τον Αλαίν Ντελόν, τη Ρόμυ Σνάιντερ και τους τιτλούχους κοσμικούς που αποτελούσαν τη μόνιμη κουστωδία του Βισκόντι, βρίσκονταν εκεί γιατί έπαιρναν μέρος στο Φεστιβάλ και είχαν ήδη αρχίσει τις πρόβες τους. Από εκείνη την ημέρα και για έναν ολόκληρο μήνα θα ήμασταν πια όλοι μαζί και θα ζούσαμε σαν μια οικογένεια.


Ο Λουκίνο που, ως συνήθως, δεν είχε κανέναν ενδοιασμό και δε σταματούσε μπροστά σε τίποτα, από την πρώτη κιόλας εκείνη βραδιά της γνωριμίας μας, μου έδειξε καθαρά τις ιδιαίτερες προθέσεις του. Με καλούσε κάθε μέρα για φαγητό, μεσημέρι και βράδυ, μου πρόσφερε συχνά δώρα και έκανε τα πάντα για να μπω κι εγώ στην κουστωδία του. Οπωσδήποτε ενθουσιαζόμουν και κολακευόμουν που μου έδειχνε τόση αγάπη και ήθελε να βρίσκομαι συνέχεια κοντά του. Από την άλλη, όμως, έτρεμα πως ίσως θα έφτανε η στιγμή να μου προτείνει αυτό που καθαρά έδειχνε να θέλει από μένα, πράγμα που μου ήταν αδιανόητο ακόμη και να το σκεφτώ. Οσο κι αν είχα αρχίσει να τον συμπαθώ και να γοητεύομαι από την προσωπικότητα και την αναμφισβήτητη αξία του, τόσο φοβόμουν μη βρεθώ σ’ αυτήν τη δυσάρεστη κι άχαρη θέση, που δε θα μου άρεσε καθόλου και ίσως να προκαλούσε το τέλος της φιλίας μας. Το μόνο που με καθησύχαζε ήταν το γεγονός πως ο Λουκίνο ήταν πολύ πειραχτήρι και τον διασκέδαζε αφάνταστα να παίζει το ρόλο του Ιάγου! Συχνά αποκαλούσε τον εαυτό του «buon Diabolo» και του άρεσε να δημιουργεί στους άλλους ανασφάλειες, καχυποψίες και να βλέπει σκηνές ζήλιας ανάμεσα σε φίλους και ζευγάρια.


Ολοι λέγανε τότε πως το υπερβολικό ενδιαφέρον του για μένα δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένα παιχνίδι που έπαιζε ώστε να κάνει τον Αλαίν Ντελόν να ζηλέψει, μια και η φιλική τους σχέση τότε ήταν τεταμένη και καθόλου ειρηνική. Συνέχεια τσακώνονταν σαν το σκύλο με τη γάτα.


Ο Λουκίνο αγαπούσε πολύ το Σπολέτο και έδειχνε αγάπη και θαυμασμό για τον Τζιαν Κάρλο. Αυτό φαινόταν σε κάθε του εκδήλωση, γιατί είτε σκηνοθετούσε εκεί, είτε όχι, του άρεσε να το επισκέπτεται και να περνάει αρκετό καιρό κατά τη διάρκεια του Φεστιβάλ. Συνήθως ο ίδιος πρότεινε στον Τζιαν Κάρλο να σκηνοθετήσει κάποια όπερα.


Το καλοκαίρι εκείνο που παρουσίασε την «Τραβιάτα», μετά την πρεμιέρα δεν του έκανε καρδιά να φύγει. Ξαφνικά πρότεινε στον Τζιαν Κάρλο να ανεβάσει ακόμη ένα έργο του Αντρέ Ζιντ. Ηθελε να φέρει τους καλύτερους ηθοποιούς της Ιταλίας, τον Ρόμολο Βάλι, τη Ρίνα Μορέλι και τον Βιτόριο Καπριόλι. Ηταν, βέβαια, μια δελεαστική πρόταση που, μόλις την άκουσε ο Τζιαν Κάρλο, ενθουσιάστηκε αλλά η απάντησή του ήταν αρνητική, γιατί ο προϋπολογισμός του Φεστιβάλ δεν επαρκούσε για μια τέτοια παραγωγή, ειδικά από τον Λουκίνο, που η αισθητική και το ακριβό του γούστο απαιτούσαν συνήθως κάποιο σημαντικό χρηματικό κονδύλι. Ο Λουκίνο, ασφαλώς, δε δέχτηκε την άρνηση του Τζιαν Κάρλο και, μέσα σε δυο μέρες, του ανακοίνωσε ότι οι ηθοποιοί, όπως και ο ίδιος, δεν ήθελαν καμιάν αμοιβή. Οσο για το σκηνικό, του είπε ότι δε θα χρειαστεί ούτε μια δραχμή. Τελικά πραγματοποιήθηκε αυτή η παράσταση με μεγάλη επιτυχία.


Για εκείνο το πανέμορφο σκηνικό στο έργο του Ζιντ, ο Βισκόντι είχε σκεφτεί και το πραγματοποίησε μ’ έναν πολύ πρωτότυπο τρόπο. Ζήτησε απ’ τον Τζιαν Κάρλο να μεταφέρουν όλη τη διακόσμηση ενός από τα δωμάτια του παλάτσο Καμπέλο, όπου έμενε κατά τη διάρκεια του Φεστιβάλ και έδινε όλα τα γεύματα και τις διάφορες δεξιώσεις για τους καλλιτέχνες και τους επίσημους επισκέπτες. Κι εδώ πάλι ο Μενόττι αντέδρασε αρνητικά και του είπε πως κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο να γίνει, γιατί οι ιδιοκτήτες του παλάτσο το νοίκιαζαν μεν, αλλά έβαζαν έναν απαράβατο όρο, πως θα έμενε μέσα και η πιστή τους υπηρέτρια Αντζελίνα. Αυτή εμφανιζόταν κάθε πρωί, και αργά το βράδυ και έλεγχε όλα τα δωμάτια μήπως και έλειπε κανένα από τα πολύτιμα αντικείμενα που υπήρχαν σε κάθε δωμάτιο.


Η Αντζελίνα ήταν μια κοντόχοντρη, δυνατή και αυστηρή γυναίκα, που δεν επέτρεπε σε κανένα να μετακινήσει ούτε μια καρέκλα από τη θέση της. Είχε όμως μιαν αδυναμία: της άρεσε πολύ το κρασί. Ετσι ο διαβολικός Βισκόντι πρότεινε να ποτίζουν την Αντζελίνα όσο κρασί επιθυμούσε, ώσπου να μεθύσει και να την πάρει ο ύπνος μέχρι την άλλη μέρα το πρωί. Βέβαια ήταν μια πρόταση τρελή κι επικίνδυνη, αλλά πιο τρελός ήταν ο Μενόττι που δέχτηκε να το ρισκάρει, αφού πρώτα ζήτησε να δοκιμάσουν να μεθύσουν την Αντζελίνα. Η δοκιμή πέτυχε κι έτσι τελικά πείστηκε να προχωρήσουν.


Τα χρόνια πέρασαν αλλά οι άνθρωποι, οι πράξεις μου και τα γεγονότα παραμένουν μέσα μου ζωντανά και αναλλοίωτα. Την αγάπη, την εκτίμηση και την αληθινή φιλία του Λουκίνο την εισέπραττα κάθε φορά που συναντιόμασταν. Επίσης μου την έδειχνε καθαρά μέσα από τη μακρόχρονη αλληλογραφία που υπήρξε, όλα αυτά τα χρόνια, ανάμεσά μας. Αγαπούσε πολύ την Ελλάδα και την επισκεπτόταν, πάντα μυστικά και αθόρυβα, χωρίς να θέλει ποτέ να το πληροφορούνται οι εφημερίδες και να δημιουργείται θόρυβος γύρω από την άφιξή του.


Ακόμα θυμάμαι, όταν δούλευα μαζί με τη Συνοδινού στο θέατρο «Κεντρικόν», είχε γίνει λόγος να ανέβει το έργο του Τσέχωφ, ο «Βυσσινόκηπος». Εγώ τότε της πρότεινα να τολμήσουμε και να ζητήσουμε από τον Βισκόντι να έρθει εδώ και να το σκηνοθετήσει. Του έγραψα αμέσως και η απάντησή του ήταν θετική! Για το μόνο που ήθελε να βεβαιωθεί ήταν αν θα μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε τα έξοδα της ακριβής παραγωγής του. Μου ζήτησε μάλιστα να πάω με την Αννα στην Ιταλία για να δούμε την παράσταση του «Βυσσινόκηπου», που συμπτωματικά είχε μόλις ανεβάσει εκεί με τη Ρίνα Μορέλι και τον Πάολο Στόπα, ώστε να συζητήσουμε και από κοντά τις λεπτομέρειες.


Δυστυχώς, η Αννα δεν πήρε ποτέ αυτήν την απόφαση κι έτσι χάσαμε μια μοναδική ευκαιρία ­ αν τελικά δεχόταν ο Λουκίνο ­ να δουλέψουμε μαζί του και ακόμα οι Ελληνες θεατρόφιλοι να δουν μια θεατρική σκηνοθεσία του μεγάλου Βισκόντι.


Η υψηλού επιπέδου αισθητική του ήταν μοναδική και δεν πιστεύω πως θα εμφανιστεί ισάξιός του για πάρα πολλά χρόνια.


Ηταν τόσο τελειομανής που δεν επέτρεπε να τραβήξουν ούτε φωτογραφίες στις πρόβες εάν δεν ήταν όλα έτοιμα, μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια. Θυμάμαι, σε μιαν απ’ τις γενικές δοκιμές της «Τραβιάτα», η νεαρή τότε τραγουδίστρια Φράνκα Φάμπρι, που έπαιζε το ρόλο της Βιολέτας, έκανε μερικά λάθη στην κίνηση της τελευταίας σκηνής του θανάτου της. Ξαφνικά πετάχτηκε ο Λουκίνο απ’ τη σκοτεινή πλατεία, ανέβηκε πάνω στη σκηνή και έπαιξε ο ίδιος το ρόλο μέχρι τη στιγμή που πέφτει η Βιολέτα νεκρή στο πάτωμα μπροστά στα πόδια του Αλφρέντο. Μετά γύρισε προς τους φωτογράφους και είπε: «Παρακαλώ, τις φωτογραφίες που τραβήξατε απ’ αυτήν την τελευταία σκηνή, ξεχάστε τες. Δε θέλω να δημοσιευτούν με κανένα τρόπο, γιατί η όλη κίνηση της Βιολέτας ήταν τελείως λάθος». Γνωριμία με τους Κένεντι


Για να περιγράψω αυτήν την επίσκεψή μου στο Λευκό Οίκο με λεπτομέρειες, θα πρέπει να αφιερώσω σελίδες ολόκληρες. Αναμφισβήτητα ήταν από τις πιο εντυπωσιακές στιγμές που έζησα στη ζωή μου. Ολες εκείνες οι απέραντες σάλες, διακοσμημένες με τα πορτρέτα των Προέδρων της Αμερικής, η επισημότητα και οι πλούσιοι μπουφέδες με τις ορχήστρες και γύρω επώνυμοι άνθρωποι της τέχνης και της κοσμικής ζωής, με έκαναν να νιώθω πως βρίσκομαι μέσα σ’ ένα όνειρο. Εκείνη την ημέρα είχα τόσο εντυπωσιαστεί και ενθουσιαστεί με όσα συνέβαιναν γύρω μου, που είχα κυριολεκτικά ξεχάσει πως προερχόμουν από την κομουνιστική γειτονιά της Καισαριανής. Είχα παρασυρθεί σ’ ένα παραλήρημα της φαντασίας μου, που πίστεψα πως δεν υπάρχει καλύτερος λαός από τους Αμερικανούς!


Ο Κένεντυ με την Τζακλίν ήταν πολύ γοητευτικοί, απλοί και πρόσχαροι και αστειεύονταν με όλους, πηγαίνοντας από τραπέζι σε τραπέζι κι από παρέα σε παρέα. Η ίδια η Τζακλίν με σύστησε στον Κένεντυ, λέγοντάς του πως είμαι ο καινούργιος Ελληνας φίλος της που μια μέρα θα της έδειχνα όλα τα ελληνικά νησιά.


Ο Κένεντυ γέλασε και, με χιούμορ, είπε: «Ναι, αλλά όχι μόνοι σας, γιατί εγώ ζηλεύω. Να το κανονίσετε να είμαι κι εγώ μαζί».


Την επόμενο μήνα ο Κένεντυ δολοφονήθηκε στο Τέξας. Ρούντολφ Νουρέγεφ


Η πρώτη μας συνάντηση έγινε εκείνο το χειμώνα που χόρευε στη Νέα Υόρκη. Ενα βράδυ μου τηλεφώνησε ο Τζιαν Κάρλο από το Μάουντ Κίσκο και μου είπε:


«Αύριο το απόγευμα, μόλις τελειώσεις τη σχολή σου μην κανονίσεις τίποτα για μετά. Θα στείλω τον Αλφρέντο με το αυτοκίνητο να σε φέρει εδώ, στο «Capricorn». Το βράδυ έχουμε τραπέζι στον Ρούντολφ Νουρέγιεφ».


Εφτασε στο «Capricorn» συνοδευόμενος από το φίλο του Ερικ Μπρουν και η όλη του συμπεριφορά ήταν σεμνή και ευγενική, πράγμα που τον έκανε συμπαθή και αγαπητό δίχως να φαίνεται ο ατίθασος και εγωκεντρικός χαρακτήρας που ανακάλυψα αργότερα. Η βραδιά κυλούσε ήρεμα και πολύ ευχάριστα με διάφορες συζητήσεις, ανέκδοτα και αστεία. Πριν από το δείπνο που είχε παραγγείλει ο Τζιαν Κάρλο να ετοιμαστεί, ειδικά προς τιμήν του Νουρέγιεφ, μαζευτήκαμε όλοι στο στούντιο του Σαμ όπου αυτοσχεδιάστηκε μια μικρή μουσική βραδιά. Ο Σαμ μαζί με τον Τζων Μπράουνινγκ έπαιξαν στο πιάνο διάφορα προκλασικά κομμάτια και η Λεοντίν Πράις τραγούδησε καταπληκτικά «Λήντερ» του Σούμπερτ, του Λόμπος, του Ντε Φάλια, όπως και του ίδιου του Σαμ. Μετά το δείπνο σκορπιστήκαμε σε πηγαδάκια και ύστερα από λίγο ο Τζιαν Κάρλο άρχισε να λέει τις γνωστές χαριτωμένες ιστορίες του και να οργανώνει τα διάφορα παιχνίδια.


Κάποια στιγμή μου ζήτησε να του δείξω το σπίτι και μου έκανε ερωτήσεις για το κάθε πράγμα που του άρεσε, ειδικά για τους πίνακες. Μετά από λίγο, μου πρότεινε να πάμε μια βόλτα έξω, γιατί η νύχτα, παρ’ όλο το χιόνι και το κρύο, ήταν πανέμορφη και πολύ ευχάριστη. Αν και με κολάκευε η ιδέα να βρεθώ μαζί του, απ’ την άλλη ντρεπόμουν να φύγω έτσι ξαφνικά μόνος με τον Νουρέγιεφ, γιατί ήταν φανερό σε όλους, και ιδιαίτερα στον Ερικ Μπρουν, ποιες ήταν οι προθέσεις του για μένα. Οταν μου το επανέλαβε ακόμα δυο φορές, τότε το ανακοίνωσα σε όλους και μερικοί από τους καλεσμένους θέλησαν να μας ακολουθήσουν.


Ηταν ένας όμορφος περίπατος και όλη η περιοχή ακτινοβολούσε μ’ εκείνο τον ξάστερο ουρανό και το λαμπερό τοπίο από το χιόνι. Οι μοναδικοί ήχοι που ακούγονταν μες στην ησυχία της νύχτας ήταν το κάλεσμα των λύκων που είχε η γύρω περιοχή, οι φωνές από τις κουκουβάγιες και το τρέξιμο των σκίουρων ανάμεσα στα πόδια μας.


Εκεί που βαδίζαμε σιωπηλοί απολαμβάνοντας τη φύση, ξαφνικά αισθάνθηκα ένα χέρι να με τραβάει πίσω, στο τέλος της παρέας. Γύρισα και είδα πως ήταν ο Νουρέγιεφ που, χωρίς να προλάβω να πω οτιδήποτε, μ’ άρπαξε από το κεφάλι με τα δυο του χέρια και με φίλησε έντονα στο στόμα. Στη συνέχεια μου έδωσε μια δυνατή σπρωξιά και έφυγε. Βέβαια τα έχασα, όχι που με φίλησε αλλά για την όλη συμπεριφορά του!


Μετά από εκείνη την πρώτη μας γνωριμία στο Μάουντ Κίσκο και την περίεργη συμπεριφορά του κατά τη διάρκεια του περιπάτου, ο Νουρέγιεφ δεν έπαψε, όπου κι αν συναντιόμασταν, να μου φέρεται μ’ έναν αψυχολόγητο τρόπο. Υπήρχαν στιγμές που ήταν πολύ ήρεμος, φιλικός και τρυφερός μαζί μου και άλλες φορές πάλι έδειχνε μια περιφρόνηση κι επιθετικότητα. Εγώ τότε εναντιωνόμουν και γινόμουν το ίδιο όπως κι αυτός, πράγμα που το γόητρο και η αυταρέσκειά του δεν του επέτρεπαν να το δεχτεί από κανέναν. Γνωριμία με τον Τζιαν Κάρλο Μενότι


Με το που μπήκα στη Λυρική, με τις ημικυκλικές σκάλες και το τεράστιο φουαγιέ με τα αναρίθμητα φωτάκια, τα έχασα και θυμάμαι πως μ’ έπιασε ένα τρεμούλιασμα σ’ όλο μου το κορμί. Οταν δε αντίκρισα τα άλλα παιδιά σκορπισμένα, με κυρίεψε κι ένας φόβος, στοιχείο το οποίο τελικά βοήθησε πολύ στο ρόλο που θα με δοκίμαζαν. Ο Ελλιοτ κατάλαβε πώς ένιωθα και, για να με ηρεμήσει, μου έφερε από το μπαρ ένα τοστ και μια πορτοκαλάδα. Μέχρι τότε δεν είχα φάει ποτέ μου τοστ, παρ’ όλα αυτά δεν κατάφερα να καταπιώ παρά μόνο μια μπουκιά και άφησα άθικτη την πορτοκαλάδα. Σε λίγο έφτασε και ο Μενόττι συνοδευόμενος από τον Μπαστιά, τη Ράλλη, το βοηθό σκηνοθέτη Θεολογίδη, το μαέστρο Ανδρέα Παρίδη που θα διηύθυνε την όπερα και τον Γιάννη Τσαρούχη που θα έκανε τα σκηνικά και τα κοστούμια. Παρόντες ήταν κι όλοι οι τραγουδιστές που έπαιρναν μέρος στη διανομή της όπερας. Ο Μπαστιάς μαζί με τον Παρίδη τους σύστησε στον Μενόττι. Την ίδια μέρα η διεύθυνση της Λυρικής είχε διοργανώσει μια πρες κόνφερανς για τον Μενόττι και μετά από κάποια ώρα άρχισαν σιγά σιγά να καταφθάνουν οι δημοσιογράφοι και οι φωτογράφοι.


Κάποια στιγμή ο Μενόττι χτύπησε τις παλάμες του κι έδωσε εντολή ν’ αρχίσει η διαδικασία για την επιλογή του νεαρού που θα έπαιζε το ρόλο στην όπερά του. Εριξε μια γρήγορη ματιά στα περισσότερα παιδιά και άρπαξε ένα από το χέρι και το έφερε στη μέση του φουαγιέ. Αφού δοκίμασε κι εμένα, μου είπε να περιμένω στην άκρη. Καθώς συνεχιζόταν η δοκιμασία των υπολοίπων, γύριζε συχνά και με κοίταζε εξεταστικά. Στο τέλος, αφού είδε όλα τα παιδιά ­ εκτός από μερικά που δεν του έκαναν καθόλου οπτικά ­, διάλεξε πέντε, μεταξύ αυτών κι εμένα.


Τη δεύτερη φορά που μου είπε να επαναλάβω το ίδιο, μου ζήτησε να βγάλω το σακάκι και τη γραβάτα που φορούσα. Μου ανέβασε ψηλά τα μανίκια και μου ανακάτεψε τα μαλλιά. Τότε άρχισε η αντίστροφη μέτρηση κι ο αριθμός των πέντε λιγόστευε. Οι τέσσερις, τρεις, δύο, ένας.


Αυτός ο ένας που έμεινε ήμουν εγώ! Μαρία Κάλλας


Η Κάλλας ήταν η τραγουδίστρια που, χωρίς να την έχω δει ποτέ μου πάνω στη σκηνή αλλά ακούγοντάς την μόνο από τους δίσκους της, με είχε κάνει να αγαπήσω την όπερα. Είχα ήδη όλες τις ηχογραφήσεις της που κυκλοφορούσαν τότε στο εμπόριο και με τη βοήθεια των φίλων μου που ήταν γνώστες στη μουσική και τις φωνές της όπερας, έμαθα να ξεχωρίζω την αξία και τους τρόπους της τεχνικής προσέγγισης που χρησιμοποιούσαν οι τραγουδιστές σ’ ένα ρόλο. Η Κάλλας με είχε κυριολεκτικά συνεπάρει και κάθε φορά που άκουγα μία ερμηνεία της με ηλέκτριζε και ζούσα, μέσα απ’ τη φωνή της και μόνο, τους χαρακτήρες που ερμήνευε, πράγμα που καμία άλλη τραγουδίστρια δε μου το μετέδιδε. Αν και υπήρξαν και άλλες μεγάλες φωνές, τέλειες σε μουσικότητα, ακριβείς σε λεπτομέρειες πάνω στο ύφος των εκάστοτε συνθετών, ποτέ δε με έπεισαν και ποτέ δε μου δημιούργησαν την αίσθηση πως τραγουδούσαν κάποιο συγκεκριμένο χαρακτήρα. Ηταν σε όλα ίδιες, χωρίς ψυχή και καμία συγκίνηση.


Οταν λοιπόν έφτασε η στιγμή να τη δω επιτέλους και πάνω στη σκηνή, ήμουν φοβερά αναστατωμένος και η μεγάλη μου περιέργεια μου είχε δημιουργήσει ένταση και νευρικότητα, λες και θα εμφανιζόμουν εγώ στη σκηνή της Σκάλας του Μιλάνου.


Για να παρακολουθήσω αυτήν την παράσταση της «Μήδειας» που διηύθυνε ο Τόμυ, με είχε καλέσει η κόρη του Αρτούρο Τοσκανίνι, Βαλλύ. Προς μεγάλη μου έκπληξη καθίσαμε στο πρώτο θεωρείο που ανήκε στη διεύθυνση του θεάτρου, μιας και η Βαλλύ ήταν μέλος της καλλιτεχνικής επιτροπής της Σκάλας. Αυτό το θεωρείο βρίσκεται κυριολεκτικά πάνω στη σκηνή και υπήρξαν πολλές στιγμές κατά τη διάρκεια της παράστασης που η Κάλλας τραγουδούσε σε απόσταση αναπνοής από μας. Λίγο να άπλωνα το χέρι μου, θα την άγγιζα.


Η Βαλλύ Τοσκανίνι ήταν μια χαριτωμένη και ευγενική αριστοκράτισσα που κουβαλούσε τον οικογενειακό μύθο και την ιστορία του πατέρα της. Το σπίτι της, στο οποίο με φιλοξενούσε πάντα όταν βρισκόμουν στο Μιλάνο, ήταν γεμάτο από πολύτιμα αντικείμενα και ιστορικά ντοκουμέντα του πατέρα της. Δε χόρταιναν τα μάτια μου να βλέπουν και τ’ αυτιά μου ν’ ακούν την όποια χαριτωμένη και ενδιαφέρουσα ιστορία είχε να πει η Βαλλύ για όλα τα μικρά αντικείμενα που υπήρχαν γύρω μου. Επρόκειτο για ένα πραγματικό μουσικό μουσείο.


Η Βαλλύ όσο ευγενική και γλυκιά φαινόταν, συγχρόνως ήταν αρκετά σνομπ, και το γεγονός ότι μου έδειχνε αγάπη και φιλία με έκανε να νιώθω ιδιαίτερα περήφανος. Ηταν μια σπάνια ευκαιρία για μένα που κυκλοφορούσα και κοιμόμουν μέσα στο σπίτι που έζησε ο μεγάλος Τοσκανίνι.


Η Βαλλύ είχε πολύ χιούμορ και της άρεσε να πειράζει τους φίλους της, κάτι που οι παλαιότεροι συνήθιζαν να λένε πως το είχε κληρονομήσει απ’ τον πατέρα της.


Η Βαλλύ γνώριζε πολύ καλά το θαυμασμό που είχα για την Κάλλας κι εκείνη την ημέρα κατάλαβε όλη μου την ένταση και αγωνία που θα την έβλεπα πάνω στη σκηνή. Κάθε τόσο λοιπόν, κατά τη διάρκεια της παράστασης, έσκυβε και με ρώταγε πώς μου φαινόταν η Μαρία.


Στο τέλος της πρώτης πράξης, στο διάλειμμα που κρατούσε περισσότερο από μισή ώρα, με πήρε και πήγαμε να μου τη συστήσει. Αφού πρώτα σταματήσαμε για λίγο να συγχαρούμε τον Τόμυ, φτάσαμε έξω από το καμαρίνι της, όπου ήδη είχε μαζευτεί κόσμος και ζητούσε να τη δει. Η ιδιαιτέρα της άνοιγε την πόρτα και τους έλεγε να έρθουν στο τέλος, γιατί η Κάλλας δεν μπορούσε να δεχτεί εκείνη τη στιγμή κανέναν. Φυσικά η Βαλλύ δε χτύπησε καν την πόρτα της, άνοιξε και μπήκε κατευθείαν μέσα.


Η Κάλλας την υποδέχθηκε μ’ αγκαλιές και φιλιά και φαινόταν πολύ ανήσυχη και αναστατωμένη. Η αγωνία της ήταν μεγάλη και ρωτούσε συνέχεια τη Βαλλύ πώς ήταν και πώς ακουγόταν η φωνή της. Με σύστησε ως τον αγαπημένο Ελληνα φίλο της και νεαρό ηθοποιό. Η Κάλλας έδειξε χαρά που ήμουν Ελληνας, λέγοντάς μου τι όμορφο και ασυνήθιστο ελληνικό όνομα έχω. Μιλήσαμε για λίγο στα ελληνικά και μετά συνέχισε τη συζήτηση με τη Βαλλύ, θέλοντας ν’ ακούσει λεπτομέρειες για την ερμηνεία της και την παράσταση.


Σίγουρα ήταν εντυπωσιακή, αλλά με τον τρόπο που μιλούσε και όσα έλεγε μου θύμιζε όλες τις γλυκανάλατες σοπράνο. Είχε αυτή τη γλυκιά ένρινη φωνή και διατύπωνε τα πάντα μ’ ένα μελιστάλακτο τρόπο. Την παρατηρούσα κι αναρωτιόμουν πού βρίσκεται αυτή η δυναμική προσωπικότητα, η γυναίκα «τίγρης» που μετέδιδε ρίγος και συγκίνηση με τις ερμηνείες της.


Φυσικά της ζήτησα να μου αφιερώσει μια φωτογραφία της, αλλά δεν είχε και μου είπε πως θα την έστελνε στη Βαλλύ. Οταν φεύγοντας της υπενθύμισα το όνομά μου μου είπε:


«Πώς είναι δυνατόν να ξεχάσω αυτό το όνομα που από δω κι εμπρός θα μου φέρνει τη νίκη;».


Το ίδιο βράδυ η Βαλλύ έδινε ένα γεύμα σπίτι της για λιγοστούς φίλους προς τιμήν της Κάλλας και του Σίππερς. Τη χαιρέτισα και της είπα πως θα την έβλεπα αργότερα. Εκείνη όμως γύρισε εμπιστευτικά και μου είπε:


«Μην πείτε τίποτα, αλλά δε θα έρθω, γιατί με περιμένει το αεροπλάνο του Αρη Ωνάση να με πάει στο Μόντε Κάρλο!».


Η αυτοβιογραφία του Νικηφόρου Νανέρη «πριν τα σβήσει ο χρόνος» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Καστανιώτη».