Εκανε πρόβες στο Ωδείο Αθηνών. Εκεί τον είχα συναντήσει πέρυσι τον Ιούνιο, για να μιλήσουμε για τον «Αμύντα» (η συνέντευξη δημοσιεύθηκε στο «Βήμα» της 3ης Ιουλίου 2016). Βγήκε από την αίθουσα του δεύτερου ορόφου όπου είχαν αρχίσει οι δοκιμές, πήγαμε μαζί, παραδίπλα, στο μπαρ για την κουβέντα μας. Είχα προσέξει το καταπονημένο σώμα του Σπύρου Ευαγγελάτου. Ενα σώμα που κρατούσε όμως μέσα του όλη τη δύναμη και την αισιοδοξία, τη δημιουργικότητα και την έμπνευση που τον ακολουθούσαν στη ζωή του, γι’ αυτό και γρήγορα-γρήγορα το προσπερνούσες, το ξεχνούσες.
Το ίδιο σώμα υποκλίθηκε στο κατάμεστο Ηρώδειο την Παρασκευή 8 Ιουλίου, στη μία και μοναδική παράσταση του «Αμύντα». Το θερμό και παρατεταμένο χειροκρότημα εκείνης της βραδιάς ολοκληρώθηκε με ένα αυτονόητο standing ovation του κοινού. Το σώμα πρόδωσε την καρδιά: έξι μήνες μετά, στις 24 Ιανουαρίου του 2017, ο ακαδημαϊκός, σκηνοθέτης, μεταφραστής, μελετητής, καθηγητής και πόσα ακόμη, ο θεατράνθρωπος Σπύρος Ευαγγελάτος περνούσε στην απέναντι όχθη.
Κι έτσι ο «Αμύντας» του Γεωργίου Μόρμορη έγινε η τελευταία παράσταση. Μια παράσταση που συμπτωματικά(;) εμπεριείχε πολλά από τα στοιχεία της προσωπικότητάς του. Σαν ένα κομμάτι από τον κόσμο του, ένα κομμάτι από ένα θέατρο με το οποίο ασχολήθηκε και μελέτησε, ως σκηνοθέτης και ερευνητής. Ζωντανή και μοντέρνα, φρέσκια και, αλίμονο, αισιόδοξη, με κεντρικό ήρωα έναν ερωτευμένο νέο, γεμάτη χιούμορ και ντυμένη στα χρώματα, η παράσταση άφησε ένα φωτεινό σήμα για το τέλος.
Η επιτυχία της περσινής βραδιάς στο Ηρώδειο είχε ήδη γεννήσει την ιδέα για μια επανάληψη. Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Αθηνών Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος την είχε βάλει στο πρόγραμμα για το 2017 και την είχε συζητήσει με τον παραγωγό Γιώργο Λυκιαρδόπουλο. Η παράσταση θα δοθεί, χωρίς τον δημιουργό της, χωρίς τη φυσική του παρουσία πια, την Τρίτη 26 Σεπτεμβρίου στο Ηρώδειο. Μια τιμή στη μνήμη του.
Η Κατερίνα Ευαγγελάτου ανέλαβε την επιμέλεια αυτού του ανεβάσματος, κρατώντας για τον εαυτό της έναν ρόλο συντονιστικό και καθόλου παρεμβατικό. Με στόχο, όπως λέει η ίδια, «να ξαναζωντανέψει το όραμα του πατέρα μου. Εγώ είμαι ο μεσολαβητής, ένας εμψυχωτής. Μέσα από τη βιντεοσκόπηση, τις συζητήσεις με τους ηθοποιούς, γιατί ο θίασος είναι ακριβώς ο ίδιος, μέσα από τις σημειώσεις του και την έκδοση του «Αμύντα» από το Μορφωτικό Ιδρυμα της Εθνικής Τράπεζας, θα ανέβει και πάλι» λέει η σκηνοθέτρια κόρη του και προσθέτει: «Είναι σημαντικό ότι η παράσταση συνομιλεί με την εποχή που έγινε».
Η ίδια θυμάται πόσο χαρούμενος ήταν ο Σπύρος Ευαγγελάτος για αυτό το ανέβασμα, γιατί ο «Αμύντας» ήταν ένα έργο που τον απασχολούσε χρόνια. «Ηταν ο καλύτερος τρόπος για να κλείσει ο κύκλος της καριέρας και της ζωής του». Οπως επίσης θυμάται και την αγωνία του για το «αν θα συνομιλήσει ο λόγος του Μόρμορη με το κοινό. Ενιωθε το ρίσκο, καθώς δραματουργικά το έργο δεν είχε ασφάλειες. Κι όπως είχε χαρεί το ανέβασμα, έτσι χάρηκε και την ανταπόκριση που είχε η παράσταση στο Ηρώδειο. Είχε απολαύσει τον παλμό του κοινού, όπως και το θερμό χειροκρότημα. Οχι, δεν είχε σκεφθεί ότι αυτή μπορεί να ήταν η τελευταία παράσταση. Κι αν το είχε, δεν το είχε συζητήσει μαζί μου».
Και καταλήγει: «Πράγματι είναι μια τιμή στη μνήμη του αυτή η επανάληψη. Γεύθηκε χαρές και τιμές στη ζωή του ο πατέρας μου. Αλλά κάποιες πολύ δύσκολες περιόδους της πορείας του το κράτος δεν στάθηκε δίπλα του, δεν έπαιξε τον ρόλο που θα έπρεπε» λέει η Κατερίνα Ευαγγελάτου, και αναφέρεται στο κλείσιμο του Αμφι-Θεάτρου.
Ο Γιώργος Πάτσας, ο σταθερός σκηνογραφικός συνοδοιπόρος και χρόνια φίλος του, θυμάται την τελευταία τους συνεργασία:

«Για τον «Αμύντα» ο Σπύρος μου μιλούσε χρόνια. Κάναμε και λίγο πλάκα, λέγοντας «για να δούμε πότε θα κάνουμε τον Αμύντα». Κάποια στιγμή το αποφάσισε, μου το έδωσε και το διάβασα. Ο ίδιος σκέφτηκε να έχουμε μουσική που να ξεκινά από την περίοδο συγγραφής του «Aμύντα» και να φτάνει ως το σήμερα. Τα κοστούμια βασίστηκαν στη μουσική –μπαρόκ, ροκοκό, 19ος και 20ός αιώνας. Το θέμα ήταν πώς θα άλλαζαν οι εποχές αλλά τελικά το βρήκαμε.

Σωματικά, ήταν ταλαιπωρημένος. Ηθελε έναν άνθρωπο πλάι του, να τον βοηθάει στη μετακίνηση. Τον ήξερα πενήντα χρόνια και αναλογιζόμουν πώς θα τα βγάλει πέρα. Εκείνος που όταν σκηνοθετούσε ανεβοκατέβαινε εκατό φορές τις κερκίδες, έκανε όλο το έργο καθισμένος σε μια καρέκλα. Μετέδωσε όμως στους ηθοποιούς και σε όλους μας αυτό που ήθελε.

Θυμάμαι, στην αρχή, στην παράσταση, το κοινό ήταν λίγο μαγκωμένο, γιατί δεν ήξερε τι ήταν το έργο. Σιγά-σιγά όμως άρχισε να γελά και να χειροκροτεί. Κι ο Σπύρος είχε την ίδια αγωνία. Πάντα είχε αγωνία. Στον «Αμύντα», λίγο παραπάνω.

Ακουγε πολύ και επέλεγε. Ετσι ήταν ο Ευαγγελάτος. Αλλοτε ξεκινούσε με δικές του ιδέες και άλλοτε άκουγε τις δικές σου. Είχαμε άψογη συνεργασία, όλα αυτά τα πενήντα χρόνια».
Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος είναι ο Αμύντας, αυτός ο ιδιόρρυθμος ήρωας που από την αρχή ως το τέλος του έργου θέλει να αυτοκτονήσει από έρωτα: «Σαν να αισθανόταν ότι ολοκληρώνει έναν κύκλο ενός θεατρικού είδους που ήξερε καλά και αγαπούσε πολύ. Του χρωστάει το ελληνικό θέατρο, εκτός από όλα τα άλλα, του Σπύρου Ευαγγελάτου και αυτά τα κείμενα με τα οποία ασχολήθηκε από νέος. Και η παράσταση ήρθε να προσθέσει άλλο ένα κομμάτι στο παζλ.

Ηταν σχεδόν 25 χρόνων όταν ήρθε, για πρώτη φορά, σε επαφή, με τον «Αμύντα». Και είναι σχεδόν δική του η ανακάλυψη του συγγραφέα. Ηταν ένα έργο που το συνέδεε με τη νιότη του. Είχε εφηβική χαρά με αυτή τη συνάντηση και πολύ κέφι όταν δουλεύαμε. Θα έλεγα ότι ήταν ερωτικά συνδεδεμένος κυρίως, όχι τόσο επαγγελματικά. Τον ξανάκανε νέο αυτή η παράσταση.

Ο «Αμύντας» είχε την ελαφράδα του, κάτι από το αφρώδες που τον χαρακτήριζε. Ηταν μια συνάντηση με το ανάλαφρο κομμάτι που είχε μέσα του. Παρά τις δυσκολίες, πρακτικές αλλά και προσωπικές, ο Ευαγγελάτος δεν έχασε ούτε στιγμή το κέφι και την όρεξή του.

Συγκινήθηκε με την ανταπόκριση που είχε η παράσταση. Γιατί επιβεβαιώθηκε η πίστη του ότι αυτά τα κείμενα, τα λίγο παλιά, με αυτή τη γλώσσα, περνάνε, έχουν αποδοχή».

Πού και πότε

Ωδείο Ηρώδου Αττικού.Τρίτη 26 Σεπτεμβρίου 2017.Ωρα έναρξης: 21.00.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ