«Είναι η μόδα μοντέρνα;». Σε αυτή την ερώτηση επιχειρεί να δώσει απάντηση εφέτος το φθινόπωρο το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης μέσω της ομότιτλης έκθεσης που θα εγκαινιαστεί την 1η Οκτωβρίου. Πρόκειται για τη δεύτερη διοργάνωση αφιερωμένη στο ένδυμα στην ιστορία του Μουσείου, με την πρώτη να προηγείται κατά… 73 ολόκληρα χρόνια! Ο παραπλήσιος τίτλος της «Είναι τα ρούχα μοντέρνα;» (σε επιμέλεια του θρυλικού μοραβού αρχιτέκτονα και σχεδιαστή Μπέρναρντ Ρουντόφσκι) δείχνει ότι το νέο εγχείρημα πατά στα χνάρια του παλαιότερου εξελίσσοντας τον προβληματισμό του. Εν προκειμένω θα παρουσιαστούν 111 ενδύματα και αξεσουάρ που «σφράγισαν» τον 20ό και τον 21ο αιώνα και εξακολουθούν να είναι επιδραστικά ως τις ημέρες μας: ανάμεσά τους το διάσημο τζιν Levi’s 501, το καπελάκι του μπέιζμπολ, το μικρό μαύρο φόρεμα, το κολιέ με πέρλες, το μπλουζάκι Μπρετόν, το δερμάτινο τζάκετ, οι σαγιονάρες Havaianas, το λευκό T-shirt αλλά και «κομμάτια» που παραπέμπουν σε εθνικές παραδόσεις, όπως το ινδικό σάρι, η εβραϊκή κιπά και η παλαιστινιακή καφίγια.
Την ευθύνη της έκθεσης έχει η Πάολα Αντονέλι, επιμελήτρια του Τμήματος Αρχιτεκτονικής και Design του Μουσείου, η οποία, σύμφωνα με δηλώσεις της στον αμερικανικό Τύπο, σε ολόκληρη τη διάρκεια της έρευνάς της ερχόταν διαρκώς αντιμέτωπη με το ίδιο ερώτημα: Πώς έλαβε το MoMA την απόφαση να επιχειρήσει μια έκθεση αφιερωμένη στη μόδα; Η ιστορία έχει ως εξής: Αρκετά χρόνια νωρίτερα, στην προσπάθειά της να ανανεώσει τη μόνιμη συλλογή του μοντέρνου και σύγχρονου design και έχοντας τη σταθερή πεποίθηση ότι η ιστορία του σχεδίου δεν μπορεί να ειπωθεί χωρίς τη μόδα, η ίδια άρχισε να συλλέγει αντικείμενα τα οποία βάφτισε «ενδύματα που άλλαξαν τον κόσμο».
Στην πορεία επικεντρώθηκε στη συλλογή ενδυμάτων και αντικειμένων που άφησαν το αποτύπωμά τους τόσο σε διεθνές όσο και σε τοπικό επίπεδο, αρχίζοντας από το 1900 και φθάνοντας στις μέρες μας. Τρία περίπου χρόνια νωρίτερα, ο διευθυντής του Μουσείου Γκλεν Λόουρι πρότεινε η συλλογή να αποτελέσει υλικό για μιαν αντίστοιχη έκθεση…

Ερωτήματα και απαντήσεις
Καθώς η Αντονέλι έμπαινε στη διαδικασία, προέκυψε το δεύτερο ερώτημα: Πότε ήταν η τελευταία φορά που το ΜοΜΑ φιλοξένησε μια έκθεση μόδας; Εν προκειμένω η απάντηση δόθηκε εύκολα, αφού το μοναδικό προηγούμενο ήταν η διοργάνωση του Ρουντόφσκι. Μέσα απ’ αυτό το πρίσμα, το νέο εγχείρημα αποτελεί, μεταξύ άλλων, ωδή στο προηγούμενο. Οχι άδικα: μια ματιά στο ενημερωτικό δελτίο της έκθεσης του 1944, ο πρώτος τίτλος της οποίας ήταν «Προβλήματα Ενδυμασίας», για να τροποποιηθεί αργότερα σε «Είναι τα ρούχα μοντέρνα;», εντυπωσιάζει για το βάθος του προβληματισμού και τον πρωτοποριακό χαρακτήρα της. «Δεν πρόκειται για επίδειξη μόδας. Δεν πρόκειται για έκθεση κοστουμιών. Δεν πρόκειται για παράθεση κανόνων αισθητικής. Ο σκοπός της έκθεσης είναι να φέρει μια νέα προσέγγιση στο ζήτημα του ενδύματος» διαβάζουμε χαρακτηριστικά.
Ο Ρουντόφσκι, αρχιτέκτονας και σχεδιαστής παγκόσμιας αναγνώρισης, είχε εργαστεί στην Αυστρία, στη Γερμανία, στην Ιταλία και στη Βραζιλία. Για 14 ολόκληρα χρόνια αφιέρωσε μεγάλο τμήμα του χρόνου του στη μελέτη του ενδύματος και στην επίδρασή του στην αρχιτεκτονική, στις καθημερινές συνήθειες και στην ανθρώπινη συμπεριφορά. Τα συμπεράσματα της μελέτης του αυτής αλλά και οι αρχικές του ιδέες κωδικοποιήθηκαν σε μια σειρά ερωτήματα τα οποία τέθηκαν μέσω της έκθεσης του 1944. Ο σκοπός του Ρουντόφσκι ήταν να υπογραμμίσει τη σχέση ανάμεσα στους ανθρώπους και στην ενδυμασία τους στην εποχή του, λαμβάνοντας υπόψη του τον παράγοντα κουλτούρα αλλά και το τι έπρεπε να αλλάξει ακολουθώντας το βήμα της εξέλιξης.
Το τρίτο ερώτημα με το οποίο βρέθηκε αντιμέτωπη η Αντονέλι ήταν πιο σύνθετο: Γιατί το ΜοΜΑ άργησε τόσο πολύ να φιλοξενήσει μια νέα έκθεση για τη μόδα; Η ίδια παραδέχεται πως η απάντηση στην προκειμένη περίπτωση δεν ήταν εύκολη, με δεδομένο το γεγονός ότι η έρευνα απέδειξε περίτρανα τη σημασία της μόδας στον περί design διάλογο. Μια εξήγηση ήταν το ότι η Νέα Υόρκη έχει ήδη δύο εξαιρετικούς εκπροσώπους στον συγκεκριμένο τομέα: το Costume Institute του Μητροπολιτικού Μουσείου και το Μουσείο στο Ινστιτούτο Μόδας της Τεχνολογίας. Παράλληλα, κανείς θα πρέπει να λάβει υπόψη του και το γεγονός ότι συχνά η μόδα αντιμετωπίζεται με σκεπτικισμό ως κάτι εφήμερο, διακοσμητικό και εκτός ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος πεδίο, αντίληψη την οποία η νέα έκθεση φιλοδοξεί να αναστρέψει.
Σε αντίθεση με άλλες εκθέσεις μόδας που εστιάζουν σε πιο «καλλιτεχνικές» παρουσιάσεις –ένα φόρεμα που χρειάστηκε άπειρες ώρες για να φτιαχτεί, για παράδειγμα -, η συγκεκριμένη έκθεση επικεντρώνεται σε αυτό που η Αντονέλι αποκαλεί «αντικείμενα της μόδας που λειτούργησαν σαν ένα παράθυρο για κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές αλλαγές στον κόσμο τα τελευταία 100 χρόνια». Η ίδια αναγνωρίζει ότι οι προσωπικές της γνώσεις στο θέμα της μόδας είναι συγκεκριμένες: δεν διεκδικεί τον τίτλο του ειδικού, γι’ αυτό άλλωστε και συγκρότησε μια πολυπληθή ομάδα με ειδικότερα από την ίδια άτομα προκειμένου να βοηθήσουν στη διοργάνωση της έκθεσης η οποία θα λειτουργήσει ως τις 28 Ιανουαρίου 2018.

«Αυτό που προσπαθούμε είναι να αποκαταστήσουμε το πορτρέτο του συστήματος της μόδας μέσα από αντικείμενα με τα οποία είμαστε όλοι συνδεδεμένοι» δηλώνει χαρακτηριστικά η Αντονέλι. «Ολόκληρη η έκθεση» συνεχίζει «προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην υψηλή μόδα και σε πολύ κοινά ενδύματα, ανάμεσα στο συλλογικό και στο προσωπικό».
Θέμα που προκαλεί εντάσεις
Τα εκθέματα κατανέμονται σε επτά μεγαλύτερες κατηγορίες: σώμα και σιλουέτα, νέες τεχνολογίες, ιδέες και επανάσταση, χειραφέτηση και σεμνότητα, αθλητισμός και μόδα, καθημερινές στολές και εξουσία.
«Καθώς πρόκειται για ισχυρό μέσο δημιουργικής και προσωπικής έκφρασης το οποίο μπορεί να προσεγγίσει κανείς μέσα από διαφορετικές οπτικές γωνίες, η μόδα είναι αναντίρρητα μια μορφή design κι αγγίζει θέματα που έχουν να κάνουν με φόρμα και λειτουργία, μέσα και σκοπούς, αυτόματες τεχνολογίες και δεξιότητες, παγκοσμιοποίηση και αυτοέκφραση» σημειώνει χαρακτηριστικά η Αντονέλι θέλοντας να εξηγήσει περαιτέρω την απόφαση του Μουσείου να στρέψει το ενδιαφέρον του σε ένα πεδίο όπως η μόδα. Ωστόσο, αν και πέρασαν 73 ολόκληρα χρόνια από την πρώτη έκθεση, η μόδα δεν είχε εντελώς εξοβελιστεί από το ΜοΜΑ: χαρακτηριστικά τα κομμάτια του Αλεξάντερ Μακ Κουίν στην αναδρομική έκθεση για την Μπγιόρκ το 2015.
Αυτό το οποίο διαφοροποιεί τη συγκεκριμένη έκθεση είναι ότι αντί να επικεντρωθεί σε μια συγκεκριμένη ιδέα ή έναν σχεδιαστή, η Αντονέλι και η ομάδα της εξετάζουν τον ευρύτερο ρόλο που παίζει η μόδα στη ζωή μας. Η παράθεση των δημιουργών που εκπροσωπούνται –η Βιβιέν Γουέστγουντ, η Πράντα, ο Ιβ Σεν Λοράν, ο Πιερ Καρντέν, η Ντόνα Κάραν, η Ντιάν φον Φίρστενμπεργκ αναφέρονται ενδεικτικά μόνο –είναι τω όντι εντυπωσιακή.
Ωστόσο, παρότι εμφανώς διαφοροποιημένη στη σύλληψη και στους στόχους, αυτή καθαυτή η «στροφή» του ΜοΜΑ στη μόδα αλλά και το γεγονός ότι η εν λόγω έκθεση άρχισε να επικοινωνείται έναν ολόκληρο χρόνο νωρίτερα, δεν μπορεί παρά να φέρει εκ νέου στην επικαιρότητα το θέμα που έχει αναμφίβολα δημιουργήσει εντάσεις διεθνώς τα τελευταία χρόνια: έχει η μόδα θέση στα μεγάλα μουσεία; Οι απόψεις διίστανται, αλλά τα νούμερα είναι πράγματι εντυπωσιακά και συναινούν στην καταφατική απάντηση: οι περισσότεροι από 750.000 άνθρωποι που επισκέφθηκαν τη σχετικά πρόσφατη έκθεση «Manus x Machina» του Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης της Νέας Υόρκης –μια διοργάνωση που εστίασε στη χρήση της τεχνολογίας στην υψηλή ραπτική –την κατέταξαν στην έβδομη θέση της επισκεψιμότητας στη μέχρι τούδε ιστορία του Μουσείου. Λίγα χρόνια νωρίτερα, η έκθεση «Πανκ: το χάος στη μόδα» που φιλοξενήθηκε από τον ίδιο οργανισμό κατόρθωσε να προσελκύσει περισσότερους από 440.000 επισκέπτες στη διάρκεια των τριών μηνών λειτουργίας της, γεγονός που της χάρισε μια θέση ανάμεσα στις πέντε πιο δημοφιλείς διοργανώσεις των τελευταίων 20 χρόνων. Η ομόφωνη απαξίωσή της από πλευράς κριτικής –οι συντάκτες των κορυφαίων αμερικανικών ΜΜΕ έκαναν λόγο για «παταγώδη αποτυχία» και «πραγματική καταστροφή» –φαίνεται πως ελάχιστα επηρέασε. Στην πραγματικότητα, μάλλον καθόλου…
Εξαιρετικά μεγάλη απήχηση είχε εξάλλου και η αφιερωμένη στον Αλεξάντερ Μακ Κουίν έκθεση που διοργανώθηκε στο Μητροπολιτικό Μουσείο το 2011: χαρακτηριστικό το γεγονός πως οι ουρές οι οποίες σχηματίστηκαν ήταν τόσο μεγάλες ώστε όσοι θέλησαν να επισκεφθούν κάποια από τις εκθέσεις που λειτουργούσαν παράλληλα υποχρεώθηκαν να υποστούν υπολογίσιμη ταλαιπωρία… Απ’ ό,τι φάνηκε πάντως, η «φρενίτιδα» για τον Μακ Κουίν δεν ήταν αμερικανικό φαινόμενο, αφού η παρουσίαση της έκθεσης με τίτλο «Αγρια Ομορφιά» στο Victoria & Albert την άνοιξη του 2015 προκάλεσε ανάλογες αντιδράσεις και θα μπορούσε να πει κανείς πως άνοιξε τον δρόμο για την όλο και αυξανόμενη διάθεση των μουσείων να φιλοξενήσουν εκθέσεις μόδας.
Το ενδιαφέρον των μουσείων για τη μόδα δεν είναι καινούργιο: από την εποχή της Νταϊάνα Βρίλαντ, της θρυλικής συντάκτριας του «Ηarper’s Bazaar» και της «Vogue», το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης φιλοξένησε εκθέσεις αφιερωμένες σε σχεδιαστές όπως ο Μπαλεντσιάγκα και ο Ιβ Σεν Λοράν. Ωστόσο, η εντυπωσιακή αύξηση ανάλογης θεματολογίας εκθέσεων τα τελευταία χρόνια στις δύο πλευρές του Ατλαντικού προκαλεί πολλές συζητήσεις στον διεθνή Τύπο. Περί τίνος πρόκειται λοιπόν; Φυσική εξέλιξη των πραγμάτων, αφού δεν είναι λίγοι όσοι υποστηρίζουν ότι η μόδα είναι τέχνη, επομένως ένα μεγάλο μουσείο αποτελεί «φυσικό χώρο» παρουσίασής της ή απλώς «βιτρίνα» για μια πιο εκλεπτυσμένη διαφήμιση μιας καθαρά εμπορικής φίρμας; Από την άλλη πλευρά, ακόμα και για όσους ασκούν κριτική ο πραγματικός «εχθρός» δεν είναι η ίδια η μόδα. Ο αντίλογος εστιάζεται στην είσοδο ενός ξεκάθαρα κερδοσκοπικού προσανατολισμού στα μεγάλα μουσεία, τα οποία εξ ορισμού αποτελούν μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς με χαρακτήρα (και) εκπαιδευτικό. Στην κατεύθυνση αυτή πάντως θα ήταν υπερβολή να υποστηρίξει κανείς πως η μόδα είναι ο μοναδικός «κίνδυνος». Ορισμένοι υποστηρίζουν όμως ότι η τελευταία, περισσότερο από άλλους εμπορικού χαρακτήρα τομείς, είναι σε θέση να υπερβεί τα όρια ανάμεσα στη δημιουργία και στην κατανάλωση με την απαραίτητη φινέτσα ώστε η «παρακμή» να μη γίνει αντιληπτή. Μέσα απ’ αυτό το πρίσμα, η νέα έκθεση του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης επιχειρεί να ρίξει τους τόνους στη συζήτηση αυτή ανοίγοντας επί της ουσίας το πεδίο σε μια ευρύτερη κοινωνικοπολιτική θεώρηση…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ