Μια επιβλητική, μεταλλική, σκουριασμένη από τον χρόνο δίφυλλη πόρτα με τα αρχικά του Αλέξανδρου Ιόλα στέκεται ακόμη στην κεντρική είσοδο του κτήματος, επί της οδού Δημοκρατίας, στο Κοντόπευκο της Αγίας Παρασκευής. Στο εσωτερικό δύο κίονες με έναν κριό και ένα λιοντάρι –τους είχε μεταφέρει εκεί ο θρυλικός συλλέκτης από τη Ραβέννα –διατηρούν ακόμη μια αίσθηση μεγαλοπρέπειας, σε ένα τοπίο εγκατάλειψης, όπου κυριαρχούν κακόγουστα γκραφίτι και σκουπίδια. Η βίλα του Αλέξανδρου Ιόλα μετά τον θάνατό του στις 8 Ιουνίου του 1987, από τη νόσο του AIDS, λεηλατήθηκε, βανδαλίστηκε και αφέθηκε στην καταστροφική μανία των ανθρώπων και του χρόνου, έχοντας πουληθεί από την αδελφή του Νίκη Στάιφελ σε έναν εργολάβο. Σήμερα, 30 χρόνια μετά, ήρθε η ώρα να αποκατασταθεί μετά την απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου της ΑγίαςΠαρασκευής να προχωρήσει στην αγορά της.

«Ηταν μια χρόνια επιθυμία των δημοτικών αρχών» λέει στο «Βήμα» ο δήμαρχος Αγίας Παρασκευής Γιάννης Σταθόπουλος και συμπληρώνει: «Θυμίζω ότι και παλαιότερα είχαν γίνει αντίστοιχες προσπάθειες από το υπουργείο Πολιτισμού, οι οποίες όμως ναυάγησαν, καθώς οι απαιτήσεις των ιδιοκτητών ήταν υπέρογκες».
Σήμερα υπολογίζεται ότι το κόστος θα ανέλθει σε περίπου 3 εκατ. ευρώ και θα αποπληρωθεί μέσα σε διάστημα εξαετίας, με πόρους του δήμου και την αγορά να αφορά την έπαυλη των 1.600 τ.μ. που περιβάλλεται από κτήμα έκτασης 6,7 στρεμμάτων.

«Αυτή τη στιγμή περιμένουμε την τελική έγκριση της απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου από την Αποκεντρωμένη Περιφέρεια και αμέσως μετά θα προχωρήσουμε στα συμβόλαια. Θέλω να πιστεύω ότι μέσα στο επόμενο δίμηνο πρόκειται να έχει ολοκληρωθεί η αγορά. Από εκεί και πέρα ξεκινά ο μεγάλος αγώνας της ανάπλασης, η οποία αναμένουμε να χρηματοδοτηθεί με πόρους της Περιφέρειας Αττικής και του ΕΣΠΑ. Πρόκειται για μια κίνηση στρατηγικού και επενδυτικού χαρακτήρα. Σκοπός είναι να δημιουργηθεί ένα ίδρυμα – μουσείο μοντέρνας τέχνης. Ηδη έχουμε έρθει σε επαφή με το Ιδρυμα «Αλέξανδρος Ιόλας», αλλά και με άλλους φορείς και ιδρύματα, ενώ καλλιτέχνες έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον να προσφέρουν έργα. Υπάρχουν πολλά σχέδια στα σκαριά».
Ξακουστό μουσείο
Η σύλληψη της δημιουργίας ενός σπιτιού-μουσείου ανήκει άλλωστε στον ίδιο τον Αλέξανδρο Ιόλα, ύστερα από μια υπόσχεση που φέρεται να έδωσε στον Κωνσταντίνο Καραμανλή στη διάρκεια της δικτατορίας σε ένα ρεστοράν στο Παρίσι. «Η χώρα μου είναι φτωχή και εσύ είσαι από τους πιο πλούσιους ανθρώπους, πρέπει να κάνεις κάτι» του είπε ο έλληνας πολιτικός, με τον διάσημο συλλέκτη να του απαντά: «Θα προσφέρω στην Ελλάδα δώρο ένα Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, ξακουστό στον κόσμο».
Ο Δημήτρης Πικιώνης, ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Παύλος Καλαντζόπουλος είχαν επιμεληθεί τα σχέδια το 1954, ενώ αργότερα με την έπαυλη ασχολήθηκε ο πολιτικός μηχανικός Μανώλης Καραντινός. Εκεί ο Ιόλας έστησε το προσωπικό του στοίχημα. Στον πρώτο όροφο και στους κήπους συγκέντρωσε σχεδόν 2.500 αρχαιότητες και ορισμένα από τα σπουδαιότερα έργα τέχνης σουρεαλιστών και σύγχρονων καλλιτεχνών με τους οποίους συνεργαζόταν.
Ο Κωνσταντίνος Κουτσούδης, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννημένος το 1907 στην Αλεξάνδρεια, έφθασε το 1926 στην Αθήνα κρατώντας τρεις συστατικές επιστολές από τον Κωνσταντίνο Καβάφη –μία για τον Αγγελο Σικελιανό, μία για τον Κωστή Παλαμά και μία για τον Δημήτρη Μητρόπουλο – και δεν υπήρξε απλώς ένας γκαλερίστας, αλλά ένας πραγματικός μαικήνας της τέχνης. Αφού κατέκτησε τον κόσμο του χορού –έγινε πρώτος χορευτής στο μπαλέτο του Μπαλανσίν και αργότερα στη Μητροπολιτική Οπερα της Νέας Υόρκης -, το 1933 έμεινε έκθαμβος μπροστά σε έναν πίνακα του Τζόρτζιο ντε Κίρικο και έκανε στροφή στην καριέρα του, δημιουργώντας γκαλερί σε Νέα Υόρκη, Γενεύη, Ζυρίχη, Παρίσι, Μιλάνο, Μαδρίτη, τροφοδοτώντας συλλογές των Ντε Μενίλ, Ροκφέλερ, Ανιέλι, Εμπειρίκου, Νιάρχου και άλλων.
Εζησε μυθιστορηματικά: κοσμική ζωή, πάρτι, εραστές, έρωτες. Ο Ιόλας αγόραζε έργα και κατάφερνε να πολλαπλασιάζει την αξία τους. Στη βίλα της Αγίας Παρασκευής φιλοξενήθηκαν καλλιτέχνες όπως ο Ρομπέρτο Μάτα, ο Ρενέ Μαγκρίτ, ο Τάκις, η Νίκι ντε Σεν Φαλ, ο Μαρσέλ Ντισάν, ο οποίος μάλιστα μία φορά χάθηκε στους παρακείμενους αμπελώνες και τον γύρισε στη βίλα η Αστυνομία, αλλά και ο Αντι Γουόρχολ, που είχε φθάσει incognito έχοντας αποχωριστεί τις αγαπημένες περούκες του. Την ίδια στιγμή πάντα ένα δωμάτιο περίμενε τον Ρούντολφ Νουρέγεφ.
Ο Αλέξανδρος Ιόλας, δωρητής του Κέντρου Πομπιντού αλλά και του Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, θέλησε να δωρίσει τη βίλα του στο ελληνικό κράτος. Η άγρια δεκαετία του ’80 όμως δεν χωρούσε την προσωπικότητά του και τις προκλητικές δηλώσεις και με τον αυριανισμό στα φόρτε του λοιδορήθηκε όσο κανείς και κατηγορήθηκε για κάθε είδους ακολασία. Ετσι η προσφορά του δεν έγινε ποτέ αποδεκτή από την ελληνική κυβέρνηση.
Σήμερα για τον βιογράφο του αλλά και τον εμπνευστή του Ιδρύματος «Αλέξανδρος Ιόλας», Νίκο Σταθούλη, η είδηση της αγοράς της βίλας αποτελεί μια ευλογία. «Επιτέλους κατάλαβαν την αξία της προσφοράς του και το σπίτι του που στεκόταν σαν κρανίο ξεδοντιασμένο εδώ και 30 χρόνια θα αποκτήσει ζωή και θα λειτουργήσει ως διεθνής μαγνήτης. Πέρα από τα συγγενικά του πρόσωπα, χίλια δυο κοράκια είχαν πέσει πάνω στη συλλογή του και τη ρημάξανε. Επί δέκα χρόνια την κλέβανε και δεν τελείωνε αυτός ο θησαυρός των 10.000 έργων που περιφρόνησε έτσι απλά το ελληνικό κράτος. Εμείς σήμερα ως Ιδρυμα είμαστε διατεθειμένοι να παραχωρήσουμε μέρος του αρχείου μας ως δάνειο στον χώρο, ενώ έχω στα χέρια μου επιστολές καλλιτεχνών που έχουν συνεργαστεί με τον Ιόλα και σκοπεύουν να κάνουν δωρεές, εφόσον προχωρήσει η ανάπλαση».
Το πάθος των καλλιτεχνών
Σύμφωνα με τον Νίκο Σταθούλη, το αρχείο περιλαμβάνει πλούσιο υλικό, όπως σπάνιες φωτογραφίες, αλληλογραφία, ρούχα, πρωτόλεια σχέδια καλλιτεχνών και σημαντικό υλικό από την γκαλερί της Γενεύης, που αποτελεί ένα «ζωντανό καρδιογράφημα» των σπουδαιότερων έργων της σύγχρονης τέχνης.

«Παρακολουθώντας την αλληλογραφία αυτού ανθρώπου καταλαβαίνεις το πάθος των καλλιτεχνών για τον μέντορά τους» συμπληρώνει. «Μπορείς να διαβάσεις γράμμα του Αλέξη Ακριθάκη να του ζητά χρήματα για υλικά του. Ηταν μια μαμή ο Ιόλας. Συμμετείχε στην έμπνευση των καλλιτεχνών. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ρενέ Μαγκρίτ τού έστελνε γράμματα και του έλεγε «Δεν έχω έμπνευση» και εκείνος τού απαντούσε: «Ελα, αγαπημένε μου Ρενέ, φτιάξε μου ένα μήλο». Ηταν σουρεαλιστής ο ίδιος ο Ιόλας και πληγωμένος πολύ από την Ελλάδα. Οταν ανέθεσε στον Αντι Γουόρχολ την αναπαραγωγή του «Μυστικού Δείπνου», του είπε: «Να αφήσεις τη θέση του Ιούδα κενή, για τον Ελληνα»».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ