Τον περιμένει ένα βαρύ πρόγραμμα το φθινόπωρο: Ιαπωνία, Ταϊβάν, περιοδείες (Κωνσταντινούπολη, Μόντενα, Μιλάνο, Βαρκελώνη, Παρίσι, Αγία Πετρούπολη). Στο Αττις θα επανέλθει γα δύο μήνες με το περσινό «Ανκόρ», ενώ η νέα παραγωγή, την άνοιξη του 2018, θα στηριχθεί στα διηγήματα του Μπέκετ, με τη Σοφία Χιλλ. Κάπου στο ενδιάμεσο, στο πέρασμά του από την Αθήνα, μοιράστηκε με «Το Βήμα» σκέψεις και απόψεις για το σήμερα –της τέχνης, του πολιτισμού, της ζωής.
Κύριε Τερζόπουλε, σας απασχολεί ο χρόνος;
«Ξέρετε, με τα χρόνια έχει χαθεί η αμεσότητα με τον κόσμο, η απλή συνομιλία και η σχέση ανάμεσα σε δύο ανθρώπους. Γι’ αυτό και όσο μεγαλώνουμε θέλουμε να χρησιμοποιούμε τον χρόνο μας σωστά. Να είναι χρήσιμος και δημιουργικός, να αποφέρει κάτι. Κι έτσι αρχίζουμε την αφαίρεση. Κι όμως: Εδώ και πολλά χρόνια, αλλά κυρίως τώρα με την κρίση, έχουμε περάσει στη σφαίρα του ανούσιου, του ανώφελου, του μη ουσιαστικού».

Μα, η κρίση δεν μας οδηγεί στην ουσία;
«Οχι, δημιουργεί το αντίθετο. Ενα επιφαινόμενο των κρίσεων, όλων των κρίσεων, μας κάνει να κινούμαστε στην περιφέρεια, ή και στο περιθώριο. Χάνουμε το κέντρο αυτοσυγκέντρωσης, την ουσία. Γι’ αυτό και στην καθημερινότητά μας μπορούμε να εξοργιστούμε και μέσα από μικρές μορφές βίας».

Θέλετε να γίνετε πιο συγκεκριμένος;
«Συναντάς, ας πούμε, στον δρόμο έναν επαίτη και του δίνεις μισό ευρώ. Οταν όμως συναντήσεις στον δρόμο είκοσι επαίτες, αυτό είναι μια μορφή συσσωρευμένης βίας, η οποία σε βγάζει από την ησυχία σου, σε απορρυθμίζει και πολλές φορές σε εκνευρίζει».


Αυτός δεν είναι ο στόχος; Να μας βγάλει από την ησυχία μας;
«Κοιτάξτε, αυτό μπορεί να είναι ένα ακραίο παράδειγμα. Ωστόσο, ακόμα και μορφές συζητήσεων, διαλόγων ή επαφών με άτομα που γνωρίζαμε και είχαμε άλλη μορφή επικοινωνίας, με την κρίση έφεραν τη βία. Ο εαυτός μας, νομίζω, έχει χάσει το κέντρο του, όλο μας το σύστημα το σωματικό και το πνευματικό χάνει το κέντρο του και κινείται στην περιφέρεια, προσπαθώντας να μας θυμίσει κάτι. Εμείς δεν θέλουμε να θυμόμαστε».

Σε ποια βία αναφέρεστε;
«Σήμερα υπάρχει η πολιτική βία, η βία των πολλών ειδήσεων, των πολιτικών, των μικρών λεπτομερειών, κι αυτό μάς απορρυθμίζει, μας τρελαίνει… Λέμε «φτάνει πια». Γιατί στην κυριολεξία επαναλαμβάνεται ένα σενάριο, ένα θέμα, σε διαφορετικές εκδοχές εδώ και πολλά χρόνια. Τώρα φαντάζει γκροτέσκο.
Στο θέατρο, βία για μένα είναι και όταν θεατής μού κάνει ένα υπέρμετρο κομπλιμέντο. Το θεωρώ μια μορφή μικρής βίας. Το ίδιο όταν μου γράφουν μιαν ακραία θετική κριτική –είναι έμμεση βία. Τι να πει κανείς στο «Είσαι Θεός», πώς να απαντήσει;».


Αναφέρεστε σε ακραίες συμπεριφορές;
«Μα, φτάνουμε στα άκρα, γιατί έχουμε χάσει το μέτρο. Είναι πιο σοφό να είσαι μέσα στην κλίμακα του μέτρου. Οταν ένας θεατής σού λέει ότι «είσαι Θεός» ή σ’ το λέει με το κείμενό του ένας κριτικός, υπάρχει μια διαδικασία ταύτισης ή ενδοβολής. Σε βάζει δηλαδή σε ένα βάθρο και στέκει κι ο ίδιος μαζί σου. Ικανοποιεί και το εγώ του μαζί. Στην κακή κριτική ουσιαστικά σού υπενθυμίζει τη δική του εξουσία. Ολα θέμα εξουσίας είναι. Γινόμαστε ακραίοι υμνώντας ή μαινόμενοι. Η κριτική πέρασε από την Ελλάδα και δεν άγγιξε. Ζούμε μέσα σε παραμύθια, σε μυθεύματα, σε σενάρια».


Ποια είναι η γνώμη σας για το Φεστιβάλ;
«Δεν παρακολουθώ το Φεστιβάλ. Λείπω. Είδα όμως μια ωραία παράσταση, την τελευταία στην Πειραιώς 260, τον Μπέκετ του Δημήτρη Κουρτάκη με τον Αρη Σερβετάλη. Μια χρήσιμη και σημαντική δουλειά για όλους τους θεατές.
Θεωρώ έντιμη και αληθινή τη δουλειά του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου. Πέρυσι έσωσε, κυριολεκτικά, την ιδέα του Φεστιβάλ. Φέτος το άνοιξε πολύ, γεφυρώνοντας αντιθέσεις και επιθυμίες. Υπάρχει το corpus του μεγάλου φεστιβάλ και υπάρχει και το fringe. Γιατί λοιπόν όχι ένα φεστιβάλ fringe σε έναν άλλο χώρο του Φεστιβάλ Αθηνών, όπως πάει να γίνει η μικρή Επίδαυρος, και μεγάλες παραστάσεις στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου; Και να δίνει την ευκαιρία σε ώριμους σκηνοθέτες ή σε έναν νέο που έχει δείξει ότι αντέχει στη μεγάλη κλίμακα. Για μένα το Φεστιβάλ, στον κύριο κορμό του, πρέπει να έχει τα μεγάλα θεάματα, τους μεγάλους καλλιτέχνες. Θα ήθελα να δω τον Σουτζούκι, τον Νεκρόσιους, τον Βασίλιεφ, το Μπερλίνερ Ανσάμπλ. Φέτος είδαμε το αφιέρωμα για τη Φολκσμπίνε –ενδιαφέρον».


Και ο πειραματισμός;
«Προσωπικά έχω στηριχθεί στον πειραματισμό και πιστεύω στα πειράματα. Αλλά οι μεγάλοι χώροι θέλουν τα μεγάλα θεάματα, τα μεγάλα ονόματα. Ξέρω όμως πως ο χρόνος είναι ο μεγάλος εχθρός. Σε ένα πρόγραμμα τριετές ή πενταετές δύσκολα μπορείς να ανταποκριθείς».


Γιατί δεν συμμετείχατε στο Φεστιβάλ ή στο Λύκειο της Επιδαύρου;
«Προσωπικά με κάλεσαν και στο Λύκειο να διδάξω και παράσταση να κάνω. Ελειπα, είχα άλλο πρόγραμμα. Από τώρα συζητάμε για να παρουσιαστεί του χρόνου στο Φεστιβάλ η παραγωγή που έκανα φέτος για την Πάφο – Πολιτιστική Πρωτεύουσα με τις «Τρωάδες» του Ευριπίδη. Ηταν μια συνάντηση γλωσσών και χωρών, με κορίτσια από τις διχοτομημένες πόλεις και την εξαιρετική Δέσποινα Μπεμπεδέλη στον ρόλο της Εκάβης».


Πώς κρίνετε τον μεγάλο αριθμό θεάτρων και παραστάσεων;
«Στον πολιτισμό επικρατεί το χάος. Δεν είναι χαρακτηριστικό μεγάλου πολιτισμού οι χιλιάδες παραστάσεις, τα εκατοντάδες σχήματα. Και δεν μπορούν να ξεχωρίσουν οι πραγματικά δημιουργικοί, οι καλλιτέχνες με προοπτική και με μέλλον. Είναι ένα σύστημα που εγκλωβίστηκε μέσα στο γιγάντιο θέμα της ταχύτητας. Οταν ξεκινήσαμε ο Λευτέρης Βογιατζής, ο Βασίλης Παπαβασιλείου, η Ρούλα Πατεράκη, εγώ, μας χτυπούσαν οι κριτικοί. Αυτό μας χαλίβδωσε, μας πεισμάτωσε, είπαμε «θα προσπαθήσουμε»… Και βγήκαμε πολύ νωρίς. Το ίδιο η προηγούμενη γενιά, ο Μιχαηλίδης, ο Ευαγγελάτος, πιο πριν ο Βολανάκης… Τώρα, εδώ και είκοσι χρόνια, δεν εδραιώθηκαν ονόματα. Αυτό οφείλεται στο χάος».

Δηλαδή δεν υπάρχει επόμενη γενιά;
«Δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει… Απλώς πέφτουν όλοι πάνω τους, τους υμνούν και μετά απομακρύνονται, όταν μια παράστασή τους δεν πάει καλά. Δεν πάει έτσι όμως. Και σίγουρα όχι με αυτόν τον τρόπο. Τη μία τον δοξάζουν και την άλλη τον αρνούνται. Αυτά είναι τριτοκοσμικά φαινόμενα. Είναι κι αυτή η ταχύτητα, αυτή η περίεργη, αρρωστημένη, συμμετοχή του θεατή στη δημιουργία του καλλιτέχνη. Αυτό είναι ένα άλλο φαινόμενο, που τον διαγράφει.
Ο θεατής πιστεύει ότι συμμετέχει στη δημιουργία, ότι συμμετέχει στην αποτυχία και φοβάται, ταυτισμένος ο ίδιος με τον καλλιτέχνη που υμνούσε, ότι απέτυχε και ο ίδιος και ο καλλιτέχνης, και έτσι απομακρύνεται έντρομος. Δεν βοηθάς ούτε όταν υμνείς ούτε όταν σοκάρεσαι από την αποτυχία του καλλιτέχνη που υμνούσες.
Η πολιτιστική πολιτική είναι μια επιστήμη. Δεν έχει καλλιεργηθεί, δεν έχουμε παράδοση. Ολα γίνονται παρορμητικά και αυθόρμητα, μέσα σε ένα κλίμα μικρής διαπλοκής, συμφερόντων, επιρροών, φιλιών».


Γεννά μεγάλη απογοήτευση η εποχή;
«Ολα είναι πολύ μικρά και κάνουν μεγάλη βαβούρα, πολύ θόρυβο, σε μια πολύ μικρή χώρα, με χαρακτηριστικά προτεκτοράτου… Αλλά η ιδέα του Ελληνα για τον εαυτό του και την αρχαία καταγωγή του είναι άλλη μία γκροτέσκα υπερβολή, η οποία δημιουργεί τη φάρσα. Νομίζω ότι στις δυσκολίες όλοι καταφεύγουν εκεί, στη μεγάλη ιδέα του έθνους, της καταγωγής και των προγόνων».

Τι περιμένατε από την Αριστερά;
«Εγώ δεν περίμενα τίποτα. Προέρχομαι από την Αριστερά και είμαι θύμα της. Κατάλαβα πολύ νωρίς πολλά πράγματα και έτσι σώθηκα… Δεν έμεινα στις δοξασίες. Δεν είχα ελπίδες, προσδοκίες ότι η Αριστερά θα αλλάξει τον κόσμο. Ούτε τότε ούτε τώρα. Πιστεύω πολύ στον ανθρωπισμό. Δουλεύω για τον άνθρωπο. Το Αριστερά ή το Δεξιά δεν ισχύει. Το ζήτημα είναι πώς θα σώσουμε τον πλανήτη και τον άνθρωπο. Για μένα το κατεπείγον στην εποχή μας είναι η καταστροφή του πλανήτη. Δυστυχώς οι εξουσίες δεν ασχολούνται με αυτό. Υπάρχει μια απίστευτα φθίνουσα πορεία για μιαν αναπότρεπτη καταστροφή, που δεν ξέρω αν θα ζω…».


Φοβάστε;
«Κάποια στιγμή έρχεται η έκρηξη του προβλήματος που έχει συσσωρευθεί. Οπως ακριβώς έγιναν στον πλανήτη μας οι μεγάλες καταστροφές χιλιάδες χρόνια πριν. Τότε κατοικούνταν από τους δεινόσαυρους που δεν καταλάβαιναν και τώρα κατοικείται ο πλανήτης από τους πολιτικούς δεινόσαυρους, που δεν θέλουν να καταλάβουν, και από τους τυραννόσαυρους…».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ