Η Ατοσσα είναι ο δέκατος τρίτος ρόλος αρχαίου δράματος στην Επίδαυρο για την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, που με τους «Πέρσες» του Αισχύλου συμπληρώνει εφέτος δεκαεπτά παραστάσεις στο αρχαίο θέατρο. Με τον σκηνοθέτη της νεότερης γενιάς Αρη Μπινιάρη και τον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου θα ερμηνεύσει τη βασίλισσα της αλαζονείας και της κατάρρευσης.
Κι όμως, η κορυφαία ηθοποιός εξακολουθεί να έχει την ίδια αγωνία, το ίδιο άγχος, σαν πρωτόβγαλτη. «Τρέμω την Επίδαυρο. Για εμένα όλη αυτή η περίοδος πριν από την παράσταση στην Επίδαυρο είναι γεμάτη από αγωνία και στρες. Αισθάνομαι πολύ μεγάλη πίεση. Δεν παίζει κανέναν ρόλο το γεγονός ότι είμαι συχνά εκεί. Αντιθέτως ίσως: Κάθε φορά είναι πιο δύσκολο, πιο οδυνηρό. Ξέρω τη δυσκολία, την ευθύνη, τη μεγάλη συζήτηση γύρω από την ερμηνεία αυτών των κειμένων. Ποτέ δεν ξέρεις πώς θα γίνει δεκτό αυτό που κάνεις».
Η πορεία της στο αρχαίο δράμα ξεκίνησε με τη συμμετοχή της σε τέσσερις Χορούς –«Ιππόλυτος», «Βάκχες», «Ηλέκτρα» του Ευριπίδη και «Βάτραχοι» -, για να περάσει σύντομα στους μεγάλους ρόλους: «Αντιγόνη», «Ελένη», «Μήδεια», «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή, «Ηλέκτρα» του Ευριπίδη, Ηλέκτρα στον «Ορέστη», Κλυταιμνήστρα στον «Αγαμέμνονα», Αντιγόνη στον «Οιδίποδα επί Κολωνώ», Ιοκάστη στον «Οιδίποδα Τύραννο», Μεγάρα στον «Ηρακλή Μαινόμενο», Εκάβη στις «Τρωάδες» και Κλυταιμνήστρα στην περσινή «Ορέστεια».
Το ανθρώπινο δράμα
Με τους «Πέρσες», το παλαιότερο από τα σωζόμενα έργα του αρχαίου δράματος και το μοναδικό που βασίζεται σε ιστορικά γεγονότα, έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή. «Μιλάει για τα τεράστια δεινά του πολέμου, το μεγάλο τίμημα που πληρώνουν οι άνθρωποι σε θανάτους, απώλειες, οδύνη. Και από την άλλη, μιλάει για την ύβρη και την αλαζονεία των ανθρώπων της εξουσίας. Μπροστά στη δίψα τους για εξουσία, πλούτη, επεκτατισμό, δεν ορρωδούν προ ουδενός και οδηγούν τα πλήθη των ανθρώπων στον όλεθρο και στην καταστροφή. Αυτά τα ακραία φαινόμενα της ανθρώπινης συμπεριφοράς δυστυχώς συνεχίζουν να ισχύουν σε όλη την ιστορία της ανθρωπότητας. Ακόμα και στις μέρες μας βλέπουμε αυτό το ανθρώπινο δράμα που πληρώνουν τόσα έθνη και τόσοι λαοί, στον βωμό της απληστίας».
Και συνεχίζει: «Υπάρχουν σύγχρονοι Ξέρξηδες σε όλη την ιστορία της ανθρωπότητας. Αλλάζει απλώς το όνομα. Οι μεγάλοι ηγέτες, είτε ονομαστούν Ναπολέων είτε Χίτλερ, δημιουργούν συνεχώς τα μεγάλα τραύματα στην ιστορία του ανθρώπου» επισημαίνει, καθώς αναφέρεται στον μεγάλο σπαραγμό εκείνων που έχουν υποστεί την ήττα, αλλά και στον μεγαλειώδη τρόπο που ο Αισχύλος γράφει, έχοντας ο ίδιος πολεμήσει στη Σαλαμίνα και στον Μαραθώνα.
Οι άνθρωποι θρηνούν
«Με πολύ μεγάλο σεβασμό απέναντι στους ηττημένους, που ήταν οι εχθροί του, χωρίς να τους χλευάζει, χωρίς να τους κοροϊδεύει, χωρίς να στέκεται στον ελληνικό θρίαμβο. Τον θρίαμβο τον εκφέρει έμμεσα. Αυτό που βλέπουμε πάνω στη σκηνή κι αυτό που έβλεπαν οι συμπολίτες και συμπολεμιστές είναι η ίδια η μάχη, ο πόλεμος, από την πλευρά των ηττημένων. Και περιέχει όλο αυτό το μάθημα. Μας δείχνει την παθολογία μιας μεγάλης υπερδύναμης, μιας τεράστιας αυτοκρατορίας, με το καθεστώς της δεσποτικής, απόλυτης μοναρχίας, που ενώνει την πληθυσμιακή ασιατική κοσμοπλημμύρα. Και τους φέρνει στον βωμό του ιμπεριαλιστικού επεκτατισμού. Σε έναν πόλεμο όπου οι άνθρωποι θρηνούν αμέτρητα πλήθη νεκρών.

Ο Αισχύλος αναφέρει ονόματα, ενώ συνήθως οι απώλειες δηλώνονται με αριθμούς και στατιστικές. Πίσω από κάθε αριθμό όμως κρύβεται ένα όνομα, μια ιστορία, ένας ολόκληρος κόσμος. Εβλεπα πρόσφατα ντοκιμαντέρ στην κυπριακή τηλεόραση για τον Χίτλερ, τον Στάλιν, τις εκατόμβες των νεκρών και το τίμημα της ανθρωπότητας σε αίμα και τραγικούς απολογισμούς».
Για την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη οι «Πέρσες» είναι ένα μήνυμα για το πού οδηγεί ο παραλογισμός του πολέμου. «Η ανθρώπινη ζωή μετράει πολύ περισσότερο στη ζυγαριά από τον πλούτο, την αλαζονεία, την εξουσία. Παράλληλα είναι και ένα μήνυμα που έστειλε ο Αισχύλος στους συμπολίτες του, oι οποίοι μετά το το κάψιμο της Αθήνας από τον Ξέρξη αρχίζουν να αποκτούν μεγάλη δύναμη με την ανοικοδόμησή της. Ο κίνδυνος που διακρίνει ο μεγάλος ποιητής στη νεοσύστατη δημοκρατία, ότι ενδεχόμενες φιλοδοξίες προσωπικές ή η συλλογική έπαρση, μπορεί να οδηγήσουν την πόλη σε παρόμοιες συμπεριφορές, πράγμα που είδαμε να συμβαίνει και στην ιστορία. Και πως ο χρυσούς αιών κατέληξε στον Πελοποννησιακό Πόλεμο και στη μεγάλη καταστροφή». Και παράλληλα πως «το μικρό έθνος των Ελλήνων κατάφερε να αποκρούσει τον εχθρό, που ήταν μια τεράστια αυτοκρατορία».
Ακούραστο πρότυπο
Ηθοποιός με δύναμη και ισχυρή προσωπικότητα, αφοσιωμένη κάθε φορά σε αυτό που κάνει, η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη αποτελεί ένα ακούραστο πρότυπο μέσα στο θέατρο και όχι μόνον: «Αισθάνομαι ευγνωμοσύνη για τις προτάσεις που δέχομαι. Αλλά ομολογώ πως θα ήθελα να είχα την ευχέρεια να δουλεύω με όχι τόσο στρεσογόνους ρυθμούς. Δεν γίνεται κανείς να αντιμετωπίζει τρεις ή τέσσερις παραγωγές μέσα στον χρόνο και να είναι από πρόβα σε παράσταση. Ομως όλο αυτό έχει να κάνει και με την ανάγκη βιοπορισμού μας». Και εξακολουθεί να εκπλήσσεται από το γεγονός ότι η τέχνη, το πνεύμα και ο πολιτισμός δεν μπορούν να εξημερώσουν το θηρίο που κρύβει ο άνθρωπος μέσα του.
«Δύσκολος ρόλος»

«Η Ατοσσα είναι πολυεπίπεδη, πολυσύνθετη, ανάλογα με το πρίσμα του σκηνοθέτη. Για εμένα το στοίχημα είναι να μπορείς να αναδείξεις όσο περισσότερα στοιχεία της ηρωίδας, αυτής της ισχυρής πολιτικής φυσιογνωμίας»
. Βασίλισσα μιας τεράστιας αυτοκρατορίας, το θηλυκό υποκατάστατο της ανδρικής εξουσίας που λείπει στην εκστρατεία, κόρη του Κύρου, σύζυγος του Δαρείου, μητέρα του Ξέρξη. «Μαθημένη να ζει σε αμύθητη χλιδή, δεν εμπόδισε ποτέ τους επεκτατικούς πολέμους. Και τώρα ανησυχεί μήπως αυτός ο πλούτος καταρρεύσει. Γίνεται προκλητική καθώς δεν συμμετέχει καθόλου στον πόνο των άλλων γυναικών, εφόσον ο δικός της γιος είναι ζωντανός» λέει για τη βασίλισσα που καταρρέει και, σχεδόν, χάνει τα λογικά της. «Είναι ένας δύσκολος ρόλος» προσθέτει και αναφέρεται στις δύσκολες σκηνές με τους έντονους κραδασμούς, που παραπέμπουν σε λατρευτικές τελετές ανατολίτικης νοοτροπίας.

Αλλωστε η ματιά του σκηνοθέτη πάνω στην παράσταση ρίχνει το βάρος της στη ρυθμική και στη μουσικότητα του κειμένου.


«Τα τελευταία χρόνια με ενδιαφέρει πολύ να είμαι με νεότερους σκηνοθέτες που φέρνουν μια καινούργια, φρέσκια ματιά πάνω στα πράγματα. Και ο Αρης Μπινιάρης ανήκει σε αυτή την κατηγορία. Ως θεατής, βλέποντας το «1821», με καθήλωσε με την ένταση και την αλήθεια του. Οταν μου έγινε η πρόταση θέλησα να γίνω κι εγώ κοινωνός του ποιητικού σύμπαντος και να δω πώς δουλεύει μέσα σ’ αυτό το μουσικό, ηχητικό τοπίο»
λέει για τη συνεργασία της αυτή, σε μια παράσταση που αποτελεί «πολιτιστική γέφυρα ανάμεσα στις δύο αδελφές χώρες» καθώς επαναφέρει τον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου στην Επίδαυρο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ