Ο Χάρης Φραγκούλης είναι ποταμός. Ο ρόλος του Ιάσονα στη «Μήδεια» του Ευριπίδη, που σκηνοθετεί η Μαριάννα Κάλμπαρη, μοιάζει να τον έχει συνεπάρει με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Ισως γιατί ο ήρωας που κλήθηκε να ερμηνεύσει τον ξεπερνά. Στέκεται απέναντί του, προσπαθεί να τον καταλάβει, κάνει άλματα με το μυαλό και την ψυχή του, βάζει τα δυνατά του. Αυτός ο ταλαντούχος ηθοποιός που ξεχώρισε νωρίς, που εξελίσσεται και προχωρά, λίγο προτού κατέβει στην Επίδαυρο, μοιράζεται τις σκέψεις του για τον ήρωά του, το θέατρο και τη ζωή.

«Ο Ιάσων είναι ένας αποτυχημένος ήρωας. Πήγε να πάρει το Χρυσόμαλλο δέρας και δεν τα κατάφερε. Γύρισε αλλά βασιλιάς δεν έγινε. Εξορίστηκε. Κατέληξε στην Κόρινθο και παντρεύτηκε τη Γλαύκη. Το πιο ενδιαφέρον στην περίπτωσή του είναι η ιστορία. Τι παθαίνει ο ήρωας. Πόσο πόνο μπορεί να χωρέσει ένας άνθρωπος. Γιατί τα παθαίνει όλα. Αυτό είναι ενδιαφέρον και θα ήταν αν συνέβαινε και τώρα. Δεν μπορώ να φανταστώ πόσο πόνο μπορεί να χωρέσει ένας άνθρωπος. Δεν μπορώ να το προσεγγίσω. Εχει κάτι το ατελείωτο. Δεν μπορώ να πω ότι το έκανα, ότι το κατάφερα».
Κι αυτό, όπως εξηγεί, γιατί «όσο ασχολείσαι ξεδιπλώνονται κι άλλα σημαντικά στοιχεία. Καταλαβαίνω ότι αυτοί οι άνθρωποι θέλανε να ενωθούν με κάτι απόλυτο, κάτι που εγώ δεν μπορούσα να καταλάβω, σαν ποτάμι κάτω από το έργο. Μόνο με τη φαντασία σιγά-σιγά κατάλαβα ότι αυτοί οι άνθρωποι μιλάνε αλλιώς. Υπάρχει ένα άλλο θρησκευτικό σύστημα. Μιλάνε επί ίσοις όροις με τους θεούς, είναι ημίθεοι, σκοτώνουν θεούς. Δεν είναι κατώτεροι αυτοί οι άνθρωποι. Ενώ εγώ δεν μπορώ να γίνω θεός, είμαι θνητός. Ε, λοιπόν, αυτή η μάχη υπάρχει στο έργο. Αυτή η ένωση με το απόλυτο ξεδίπλωσε».
Η πρώτη προσπάθεια προσέγγισης έγινε μέσα από τη συμπεριφορά του Ιάσονα: «Διάβαζα τον ρόλο και σκεφτόμουν τι τσογλάνι είναι ο Ιάσων. Γιατί τα κάνει τα πράγματα έτσι, αφού μπορεί να τα κάνει αλλιώς, γιατί τόση εμπάθεια, γιατί της μιλάει έτσι, γιατί τη διαλύει. Κατά βάθος βρίσκεται κάτι άλλο από το τσογλάνι, τον αλαζόνα ή την εξουσία. Μια πληγή ενός ανθρώπου που δεν έγινε ήρωας, που δεν έγινε θεός. Δεν πάει από τη συμπεριφορά, δεν είναι αυτός ο τρόπος προσέγγισης, είναι μισός, λειψός. Το θέμα δεν είναι αν πρόκειται για καλό ή κακό παιδί. Το θέμα είναι αντίστροφο, ότι αυτός μιλάει από την αδυναμία, όχι από τη δύναμή του. Από την έλλειψή του, όχι από εξουσία. Είναι ένας αποτυχημένος ήρωας, ένας μη θεός. Και από αποτυχημένος γίνεται ο αποτυχημένος. Εφόσον δεν μπορεί να είναι ο επιτυχημένος, θα γίνει το ανάποδο».
Μέσα σε αυτή τη διαδρομή του ρόλου του πόσο κατανοητή τού είναι η πράξη της Μήδειας; «Ποτέ δεν μπορώ να κατανοήσω την πράξη της Μήδειας, με την έννοια να τη χωρέσω. Δεν μπορώ να τη δικαιολογήσω. Εγώ, ένας δυτικός, με τη νοοτροπία του «προχωράω μπροστά», δεν μπορώ να το καταλάβω αυτό στ’ αλήθεια. Μόνο με την επιθυμία της ένωσης με το απόλυτο, και πάλι με τη φαντασία. Γιατί δεν μπορώ να έχω τέτοιες αναφορές». Και συνεχίζει: «Νομίζω ότι αυτά τα πρόσωπα εμπεριέχουν όλα όσα τους συμβαίνουν. Είναι άτομα που μεταβάλλουν την ιστορία, που γίνονται ιστορία και είναι πια η ιστορία. Δεν τους επιβάλλεται η ιστορία. Δεν είναι ένας πρόσφυγας που καταπιέζεται και αντιδρά έτσι. Για εμένα αυτό είναι κάτι που το μειώνει». Και προσθέτει: «Ο Ιάσων πονάει, αλλά ένα κομμάτι του τουλάχιστον θέλει να πονέσει έτσι κι εκείνη».
Η «Μήδεια» δεν είναι ούτε ιστορία έρωτα ούτε πολιτισμού. Είναι κάτι το απόλυτο.
Ο
Χάρης Φραγκούλης ανέλαβε τον Ιάσονα έπειτα από εξαιρετικά γεμάτη σεζόν, που ξεκίνησε στο Θέατρο Τέχνης με την «Επανένωση της Βόρειας με τη Νότια Κορέα» του Ζοέλ Πομερά, σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη, συνέχισε με τον «Δον Ζουάν» του Μολιέρου στη Στέγη από τον Μιχαήλ Μαρμαρινό. Πριν από την «Οπερέτα» του Γκομπρόβιτς που ανέβασε ο Νίκος Καραθάνος στο Εθνικό (Rex), σκηνοθέτησε με την ομάδα Kursk το «Λεντς» του Γκέοργκ Μπίχνερ ενώ παιζόταν στους κινηματογράφους η ταινία «Αφτερλωβ» του Στέργιου Πάσχου… Μήπως το θέατρο αντικαθιστά τελικά την αληθινή ζωή;

«Το πώς λειτουργεί κάποιος στο θέατρο και στην τέχνη είναι κάτι πολύ προσωπικό. Για εμένα δεν είναι διαχωρισμένο. Δεν είναι κοινές οι εμπειρίες. Δεν διαχωρίζω τόσο πολύ και λέω τώρα θέατρο, τώρα ζωή, είναι πολύ πιο «μαζί» γιατί το ένα πλουτίζει το άλλο»
λέει ο Χάρης Φραγκούλης και εξηγεί ότι «όποιος τα βλέπει τα πράγματα απ’ έξω, καταλαβαίνει τον χρόνο γραμμικά. Αλλά ευτυχώς ο χρόνος δεν είναι τόσο γραμμικός. Πράγματι, έκανα πολλά, κουράστηκα, αλλά δεν έγιναν γραμμικά. Αντικειμενικά ήταν μια πολύ κουραστική χρονιά για εμένα. Απλώς δεν μετριέται έτσι ο χρόνος. Το πότε έχεις δύναμη έχει σημασία, πότε έχει μαζευτεί αυτή η ενέργεια. Μπορεί να αντλείς από τα παιδικά σου χρόνια.
Το ότι κάποιοι άνθρωποι θέλουν να συνεργαστούν μαζί σου είναι ένα δώρο. Από την άλλη, κουβαλάμε ιδέες δεκαετιών. Υπάρχει μια εξωτερική και μια εσωτερική ζωή. Είναι μια πόρτα, η ευκαιρία, το δώρο για να τα κάνεις όλα αυτά. Μπορεί να μην την έχεις αυτή την πόρτα. Ακόμα κι αν χρειαστεί να αρνηθείς το δώρο για να προστατευθείς και να μην αδειάσεις. Ομως το γεγονός ότι συνεργάζεσαι με σπουδαίους ανθρώπους, όπως ο Μιχαήλ, ο Μαστοράκης, σε πλουτίζει, εσωτερικά. Και με αυτή την έννοια θεωρώ ότι έχω πάρει πολλά. Μαθαίνω ακόμα. Ξέρω τι δεν μου αρέσει. Μπορώ να διαχειριστώ πράγματα που δεν μου αρέσουν. Προστατεύω τον εαυτό μου για του χρόνου… Αλλά η ομάδα είναι ο πυρήνας, ο διάλογος, το σημείο αναφοράς κι εγώ θέλω να προστατεύσω αυτόν τον διάλογο με την ομάδα, κι αυτό πρέπει να το προσέξω ως σκηνοθέτης».
Και καταλήγει: «Η Επίδαυρος θέλει δύναμη, πολλή δύναμη. Τα αρχαία θέατρα θέλουν δύναμη, προετοιμασία –όλα θέλουν προετοιμασία. Εκεί ο χώρος επιβάλλει πράγματα. Στην Επίδαυρο είσαι ο ενδιάμεσος, πιο πολύ από παντού, να ανοίξει το σώμα, η φωνή. Η Επίδαυρος σε μετατρέπει σε όργανο».

«Εγώ και ο φόβος μου»
«Φοβάμαι πολλά πράγματα. Είμαι μαζί με τον φόβο. Με φοβίζει ο ίδιος ο φόβος. Με φοβίζει σίγουρα κάτι σε σχέση με τους ανθρώπους. Οταν βγαίνω και βλέπω τα πρόσωπα… Με φοβίζει ένα μέλλον που δεν ακουμπάει σε κανέναν. Δεν βλεπόμαστε πια. Θα πρέπει να γίνουν ακραία πράγματα. Οπως η εικόνα ενός ανθρώπου που ξεκοιλιάζεται μπροστά στα μάτια μας και δεν γίνεται τίποτα. Ναι, αυτή η εικόνα με φοβίζει».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ