Μια παλιά ρήση λέει ότι αν επιμένεις να κάνεις μορφασμούς μπροστά στον καθρέφτη, υπάρχει κίνδυνος να μείνεις έτσι σε όλη τη ζωή σου. Μπορεί και να ισχύει, μπορεί και όχι. Το σίγουρο πάντως είναι ότι ο Λουί ντε Φινές, τον οποίο από την περασμένη Πέμπτη βλέπουμε ξανά σε αίθουσα με την επαναπροβολή της ταινίας «Οι ασύλληπτες διακοπές του Λουί ντε Φινές» σε ανακαινισμένη κόπια, εξακολούθησε να κάνει μορφασμούς μπροστά στον καθρέφτη. Και πράγματι, μέχρι το τέλος της ζωής του, στις 27 Ιανουαρίου του 1983, ο Ντε Φινές παρέμεινε έτσι.
Ο καθρέφτης του, βέβαια, ήταν η μεγάλη οθόνη του κινηματογράφου, εκεί όπου με τιτάνια υπομονή και επιμονή ωρίμασε για να επηρεάσει εν συνεχεία αμέτρητους μεταγενέστερους κωμικούς. Ο Λουί Ζερμάν Νταντ ντε Φινές Ντε Γκαλάρζα υπήρξε ένας γνήσιος παλιάτσος, με την παραδοσιακή έννοια του όρου, ένας από τους πιο ακριβοπληρωμένους παλιάτσους του γαλλικού σινεμά. Στο απόγειο της δόξας του, το 1967, την ίδια χρονιά παραγωγής της ταινίας που βλέπουμε τώρα, ως και πύργο είχε καταφέρει να αγοράσει, έναν πύργο της εποχής του Λουδοβίκου του ΙΓ’ κοντά στον Λίγηρα. Ο πύργος ανήκε κάποτε στην οικογένεια Μοπασάν (η σύζυγος του Ντε Φινές ήταν μακρινή απόγονος του Γκι ντε Μοπασάν).
Και γιατί όχι; Ο Ντε Φινές, που γεννήθηκε την 31η Ιουλίου του 1914 στο Κορμπεβουά, γιος ενός πρώην δικηγόρου από τη Σεβίλλη που αργότερα έγινε αδαμαντοτεχνίτης και μιας μητέρας με πορτογαλικές και ισπανικές ρίζες, κατάφερε να ξεφύγει από την αγωνία του μεροδούλι-μεροφάι και για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα να γίνει ένας από τους δημοφιλέστερους Ευρωπαίους.

Περισσότερες από 100 είναι οι ταινίες στις οποίες ο Ντε Φινές είχε παίξει –τις πιο πολλές φορές ανώνυμα –προτού γίνει «κανονικός» δευτεραγωνιστής και εν συνεχεία μεγάλος σταρ. Οταν ξεκίνησε σε αυτή τη δουλειά κάνοντας περάσματα (συνήθως ως υπηρέτης) από θεατρικά έργα του Σασά Γκιτρί, ο Ντε Φινές ίσα που άνοιγε το στόμα του. Το σκηνικό επαναλήφθηκε και στο σινεμά.

Γιατί ο Λουί ντε Φινές, αυτός ο βραχύσωμος, συμπαγής, νευρικός ανθρωπάκος, με τη χαρακτηριστική, κλασικού γαλλικού τύπου φαλάκρα, το όλο αιχμές πρόσωπο στο οποίο δέσποζε μια λατινική μύτη και ένα χαμόγελο στην άκρη των ματιών και του στόματος, ήταν κατ’ αρχάς μεροκαματιάρης. Είχε μια γυναίκα και δύο παιδιά να θρέψει, έμενε σε ένα φτωχό δυάρι σε φτωχική συνοικία του Παρισιού, αναγκαζόταν ακόμα και τον πιανίστα στα μπαρ να κάνει για να ζήσει. Αργότερα έλεγε ότι θύμωνε όταν αναγκαζόταν να παίζει πιάνο σε μπαρ της πλατείας Πιγκάλ διότι εκεί έπρεπε να παίζει με το ένα χέρι.

Με το άλλο προστάτευε τον εαυτό του από τις μπουκάλες που «κυκλοφορούσαν» στον αέρα –στην Πιγκάλ οι συμπλοκές του υποκόσμου ήταν ψωμοτύρι. Από όλη αυτή τη δύσκολη περίοδο του έμεινε μια απίστευτη ευκινησία στα πόδια και μάλιστα, αργότερα, στα χρόνια της μεγάλης φήμης, έκανε αστεία για αυτήν: μιμούνταν πώς καθισμένος στο πιάνο μπορούσε με το ένα πόδι να καλύψει κάποιο χαρτονόμισμα πεσμένο στο πάτωμα και μετά να το ξαφρίσει χωρίς κανείς να τον πάρει χαμπάρι.

«Με κάθε ταινία» είχε πει σε μια συνέντευξή του ο Ντε Φινές «προσπαθούσα να προχωρήσω ένα βήμα παραπέρα, ώσπου ύστερα από 10 χρόνια περίπου βρέθηκα στο σημείο να μπορώ να ελέγχω αυτό που κάνω. Ποτέ μου δεν θέλησα να γίνω σταρ. Ποτέ δεν μου άρεσε. Υποχρεώθηκα όμως να γίνω».
Κι αν έγινε λέει… Η σειρά ταινιών «Χωροφύλακας» και «Φαντομάς», καθώς και η κωμωδία «Οι περιπέτειες του Ραβίνου Ζακόμπ» είχαν τρομερή πέραση, όχι μόνον στη Γαλλία αλλά σε όλη την Ευρώπη, ενώ η «Ασύλληπτη απόδραση», στην οποία ο Ντε Φινές συμπρωταγωνίστησε δίπλα στον καλό φίλο του, τον Μπουρβίλ, εξακολουθεί να ανήκει στις πιο επιτυχημένες γαλλικές ταινίες όλων των εποχών. Η ελίτ της νουβέλ βαγκ τον σνόμπαρε, όμως ο κόσμος τον αγαπούσε. Μας θυμίζει κάτι αυτό;

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ