Συζητήθηκε, δίχασε, προβλημάτισε, αμφισβητήθηκε, απαξιώθηκε. Το πλέον αναμφισβήτητο είναι ότι έφτασε στο τέλος της, τουλάχιστον όσον αφορά το αθηναϊκό κομμάτι της, αυτό που θα πρόσφερε στην επιμελητική ομάδα του καλλιτεχνικού διευθυντή, Ανταμ Σίμτσικ, πολύτιμα μαθήματα από τη διεξαγωγή της και στην πόλη μας.

Είναι μάλλον νωρίς για να αποτιμηθούν η αξία της και η παρακαταθήκη που αφήνει, αν αφήνει, στους ελληνικούς θεσμούς και τη σύγχρονη τέχνη της. Ηταν επιτυχημένη από απόψεως προσέλευσης; Τα στοιχεία λένε ότι, τουλάχιστον έως τις 10 Ιουλίου, είχε «περισσότερες από 315.000 επισκέψεις στις εκθέσεις, στις εκδηλώσεις, στις συναυλίες, στα έργα σε δημόσιους χώρους κ.λπ.» σύμφωνα με την επίσημη καταμέτρηση από τους συντονιστές των χώρων, και ότι το 47% των επισκεπτών ήταν Ελληνες, 25% Γερμανοί, ενώ οι υπόλοιποι προέρχονταν από 57 χώρες σε όλο τον κόσμο, βάσει της στατιστικής μελέτης που διεξήχθη από το Πανεπιστήμιο του Κάσελ σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Αθηνών όσον αφορά, για την ώρα, τους μήνες Απρίλιο και Μάιο.

«Είναι πολύ πιθανό ο πραγματικός αριθμός επισκεπτών να είναι μεγαλύτερος, αν λάβουμε υπόψη τις performances, τις δημόσιες δράσεις ή τα έργα που φιλοξενούνται σε δημόσιους χώρους. Ομως δημοσιοποιούμε στοιχεία βάσει γεγονότων, όχι εικασιών» ανακοίνωσε το Γραφείο Τύπου της documenta 14. Οι επισκέψεις δεν ισοδυναμούν απαραίτητα με τον ακριβή αριθμό επισκεπτών αλλά όποιος επισκέφθηκε πάνω από μία φορά τα μεγάλα venues (ΕΜΣΤ, Μπενάκη, Ωδείο, ΑΣΚΤ), τα είδε ζωντανά και παλλόμενα. Σίγουρα δεν έγινε το «έλα να δεις» του πρώτου τριημέρου, όταν χιλιάδες δημοσιογράφοι, καλλιτέχνες και επιμελητές από όλον τον κόσμο είχαν κατακλύσει την πόλη, ωστόσο η ροή τους ήταν στην πορεία, αν και πολύ πιο ήπια, σταθερή.

Η διοργάνωση μπήκε στο στόχαστρο επανειλημμένα: για το χαοτικό της πρόγραμμα, την κρυπτική της διάθεση, τις δυσανάγνωστες επιγραφές της, τον χρωματισμό των προβάτων εις το όνομα της τέχνης, αλλά και για την αποικιοκρατική προσέγγιση της επιμελητικής ομάδας στην πόλη φιλοξενίας, Αθήνα.

Ντένης Ζαχαρόπουλος,

καλλιτεχνικός διευθυντής των μουσείων και συλλογών του Δήμου Αθηναίων, συνδιευθυντής της documenta ΙΧ
«Ο ρόλος της είναι να δημιουργεί κρίση και κριτική»

«Θεωρώ απαράδεκτο μια χώρα που ζει σε μεγάλο βαθμό με ευρωπαϊκές επιχορηγήσεις εδώ και σαράντα χρόνια, χωρίς να επενδύσει ποτέ σοβαρά στον σύγχρονο πολιτισμό, να συζητάει ότι με την documenta ήρθαν οι Γερμανοί να μας καταλάβουν. Από την άλλη, οποιαδήποτε μεγάλη έκθεση σαν την documenta δημιουργεί κρίση και κριτική γιατί αυτός είναι ο ρόλος της. Ακόμη και αν λένε ότι στην Ελλάδα η documenta ξεβράκωσε τους θεσμούς, μάλλον το αντίθετο συνέβη. Αυτή τη φορά συνεργάστηκαν με μια διεθνή διοργάνωση, ενώ μέχρι τώρα η διεθνής πραγματικότητα στην Ελλάδα απασχολούσε κυρίως τα ιδιωτικά ιδρύματα. Η documenta λοιπόν δεν ξεβράκωσε τους θεσμούς αλλά ένα μέρος των ανθρώπων μέσα στους θεσμούς οι οποίοι δεν θέλουν να ανοίξει η διάσταση της σύγχρονης τέχνης στην Ελλάδα διεθνώς, και δεν θέλουν την ευρωπαϊκή διάσταση της Ελλάδας.

Τώρα, σε μια τέτοια διοργάνωση υπάρχουν πάρα πολλά πράγματα τα οποία μπορεί να μην αρέσουν ή να δημιουργούν ερωτηματικά ως προς τι σημαίνει τέχνη σήμερα. Αυτή τη φορά η documenta εστιάζει στη διαχείριση αρχείων και ντοκουμέντων, σε μνήμες παλαιότερων δεκαετιών. Ισως δεν συνάδει με τη γενική μου άποψη για την τέχνη, αλλά ξέρω πως δεν θα είχα άποψη για την τέχνη αν τα ιστορικά τεκμήρια και τα έργα στα οποία αναφέρεται η documenta σήμερα, ως μια μνήμη και ιστορία που έχω ζήσει σε μεγάλο βαθμό, δεν είχαν υπάρξει και χαίρομαι που τα θέτει πάλι επί τάπητος. Εκ των πραγμάτων, η Ιστορία δεν ξαναγράφεται, το να μπορούμε όμως να δίνουμε μια ιστορική διάσταση είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Το πέτυχε η documenta; Δεν το ξέρω, πρώτον, γιατί είναι πολύ νωρίς, άλλωστε η έκθεση τελειώνει τον Σεπτέμβριο, και διότι ως προς την Αθήνα, σίγουρα ένα πολύ μεγάλο μέρος της κοινωνίας μας δεν θέλει την Ιστορία, προτιμά τη στείρα νοσταλγία του παρελθόντος».

Εύα Στεφανή,
κινηματογραφίστρια, εικαστικός, συμμετείχε στη διοργάνωση με τα έργα «Χειρόγραφο» στην Αθήνα και «Virgin’ s Temple» στο Κάσελ
«Επισκέφθηκα χώρους όπου δεν είχα πάει»

«Τι σκέφτομαι εν γένει για την documenta; Οτι είμαι ευεργετηθείσα αφού συμμετείχα, και πολλοί άλλοι καλλιτέχνες, καλύτεροι από εμένα, δεν είχαν την ευκαιρία να δείξουν δουλειά τους. Εξαιτίας της documenta είχα την ευκαιρία να γνωρίσω και να επισκεφτώ χώρους στους οποίους ντρέπομαι αλλά δεν είχα πάει ποτέ. Για παράδειγμα, το υπέροχο Ισλαμικό Μουσείο με το εξαιρετικό έργο της Μουνίρα αλ Σολ, μιας καλλιτέχνιδας που θαυμάζω γιατί συνδυάζει τον βαθύ στοχασμό με το να κάνει την καρδιά σου να χτυπά σαν ταμπούρλο. Ιδιαίτερα ενοχλητικά μου φάνηκαν έργα που με την επίφαση του πολιτικού και με θέμα συνήθως το προσφυγικό ζήτημα καλλιεργούν αυτό που επεσήμανε ένας σύρος καλλιτέχνης ως compassionate voyeurism. Τόσο ο δημιουργός, όσο και ο θεατής που συμμετέχει στη θέαση ενός έργου για μια “μειονοτική ομάδα” αγιοποιούνται από αυτό καθεαυτό το γεγονός. Υπήρχε σωρεία τέτοιων έργων χωρίς σκέψη πάνω στη φόρμα, αλλά με την πρόθεση να μεταδώσουν ένα πολιτικό μήνυμα.

Ισως η πιο συγκλονιστική εμπειρία που είχα στη διάρκεια της documenta ήταν η επίσκεψή μου ένα βράδυ στο ημιφωτισμένο πάρκο της Ριζάρη με τον φίλο μου Δημήτρη Αθηρίδη. Ο Ντέιβιντ Χάρντινγκ δημιούργησε ένα νέο πλακόστρωτο μονοπάτι όπου οι πεζοί (συνήθως επιβάτες του τρένου του “Ευαγγελισμού” ή ζευγάρια που περπατούν χέρι-χέρι) λοξοδρομούν από το κεντρικό μονοπάτι και πατούν, χωρίς να το ξέρουν, πάνω σε πλάκες όπου είναι χαραγμένες δύο στροφές από ένα ποίημα του Μπέκετ για την αγάπη πάνω στο οποίο έχεις βηματίσει. Μπορεί να ακούγεται ολίγον μελό, σας βεβαιώ δεν είναι. Η βασική μου αντίρρηση με την documenta14 είναι ότι ευνοεί ένα κομμάτι της εννοιολογικής τέχνης που δεν κατανοώ. Πολλά από τα έργα αυτού του είδους απαιτούν τεράστιο όγκο πληροφορίας για να μπορέσεις να τα πλησιάσεις. Οταν ειδικά η πληροφορία αυτή είναι σε μορφή γραπτού λόγου, και επειδή είμαι και πρεσβύωπας, μου είναι εξαιρετικά δύσκολο να τα παρακολουθήσω. Προτιμώ τα έργα που διακινούν τον νου και την καρδιά μαζί. Οπως το “Χαίρετε” του Ζάφου Ξαγοράρη στο Κάσελ, που μιλά ακαριαία στην καρδιά όταν το αντικρίζεις, ακόμα και αν δεν γνωρίζεις την ενδιαφέρουσα ιστορία των Ελλήνων του Γκέρλιτς στην οποία αναφέρεται και για την οποία μπορείς να πληροφορηθείς αν διαβάσεις τη γραπτή λεζάντα δίπλα στο έργο. Εννοείται ότι είναι τρομερά σημαντικό γεγονός για την Αθήνα η documenta.

Πέρα από την επαφή με τα ίδια τα έργα και τους καλλιτέχνες, ξεκίνησε ένας ζωηρός δημόσιος διάλογος γύρω από ζητήματα τέχνης, πολιτικής, εθνικής ταυτότητας, αποικιοκρατίας μέσω τέχνης. Οσο για εμένα, νιώθω όλο και περισσότερο εκτός εποχής και ολίγων γέρος γιατί αυτά τα ζητήματα μου φαίνεται ότι μόνο τα μεγάλα έργα τα υπαινίσσονται, χωρίς να κραυγάζουν, ενώ η εποχή μας ζητά το αντίθετο. Αγαπά τα ζητήματα και αντιπαθεί το μυστήριο».

Νάντια Αργυροπούλου,

ιστορικός τέχνης και επιμελήτρια
«Σαν παραβολή του Θανάση Βέγγου»

«Η documenta14 υπήρξε τόσο πληθωρική και φιλόδοξα αλλο-θεσμική που θα ήταν άδικο να αξιολογήσει κανείς την παρουσία της στην Αθήνα με δυο-τρεις φράσεις, σε τόσο σύντομο μάλιστα χρόνο μετά το πέρας της.

Προτείνω προσωρινά μια εικόνα την οποία ανακάλεσα πρόσφατα ξεφυλλίζοντας το ημερολόγιο που έχει εκδώσει η documenta, και αφού ακολούθησα σε μεγάλο βαθμό την παρουσία της στην Αθήνα τα τελευταία δύο χρόνια, ανταποκρινόμενη στην παρότρυνση του καλλιτεχνικού διευθυντή της να μη μείνει κανείς μας “απαθής στο ενδιάμεσο”. Υπάρχει μια καταπληκτική στιγμή στη φιλμογραφία του Βέγγου, όπου ο καλός άνθρωπος Θανάσης ξεκινά με μια σχεδία για να φτάσει από την Αθήνα στη Νέα Υόρκη.

Σχεδία αλλόκοτη, με σημαία “Ναυτίλος 69”, φορτωμένη με μια κατσίκα, εκτός των άλλων ειδών επιβίωσης.
Το ημερολόγιο καταστρώματος που κρατά και εμφανίζεται στην ταινία ξεκινά με την πρώτη ημέρα, “Ολα βαίνουν καλώς. Ορατότης Αρίστη”. Τη 13η μέρα η ορατότης είναι μηδέν και την 21η ημέρα τρώγεται η κατσίκα.
Το ημερολόγιο τελειώνει όταν ο Θανάσης καταλαβαίνει ότι όλον αυτόν τον καιρό του θαλασσοδαρμένου αγώνα του να μάθει τον δρόμο η σχεδία του παρέμενε δεμένη στο λιμάνι. Η τελευταία καταχώριση στο ημερολόγιο γράφει: “Σφάλμα του καπετάνιου. Δεν έλυσε το παλαμάρι. Τέλος (άδοξον)”».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ