Διασχίζεις το καμίνι της οδού Αμαλίας, στο κέντρο της Αθήνας, και εισέρχεσαι σε μια όαση χρωμάτων και αρωμάτων της ζωγραφικής. Στο εργαστήριο του Γιάννη Αδαμάκου εξελίσσεται η προτελευταία φάση της αλχημείας της Τέχνης. Η επιλογή των έργων που θα συνθέσουν την έκθεση «Re-emergence» στην γκαλερί Citronne στον Πόρο.

Και όπως συμβαίνει πάντα στις πιο πρόσφατες φάσεις της λειτουργίας της ζωγραφικής του δημιουργού, τα σχήματα και τα χρώματα αναδύονται ή και καταδύονται μέσα από την αχλή του ίδιου του μύθου τους, του αμνιακού υγρού τους, που συνήθως είναι η θάλασσα που μπερδεύεται με τον παχύρρευστο ουρανό και σε μπερδεύουν πού αρχίζει η μία και πού τελειώνει ο άλλος. Η διάθλαση του φωτός φτιάχνει μια δημιουργική ρευστότητα.

Ετσι αντιλαμβάνεται και ο ζωγράφος τον χώρο της δημιουργίας των έργων του. Χαρακτηρίζει μήτρα το εργαστήριό του, όπου ανασταίνονται καινούργιες ζωές. «Το εργαστήρι είναι το κέλυφός μου, μέσα στο οποίο υπάρχουν μόνο εγώ και τα έργα. Αν γενικώς η μοναξιά θεωρείται κατάρα, τη στιγμή της δημιουργίας της τέχνης η μοναχικότητα είναι ευλογία. Μπαίνεις στο κέλυφός σου με τη μουσική σου, το φως σου, για να ξεκινήσει ένας διάλογος που θα οδηγήσει σε ένα έργο. Ως εκ τούτου είναι ιερός χώρος για τον δημιουργό, άδυτο, μια μήτρα που γεννιούνται πράγματα».
Και γιατί όλα αυτά; «Από πολύ νέος με είχε επηρεάσει πολύ η καλλιτεχνική γεωμετρία του Γιάννη Σπυρόπουλου. Με ενδιέφερε πολύ το τυχαίο. Μετά είχα έναν απίστευτο διάλογο με τον Γιάννη Μόραλη. Κάποια έργα του είναι το «σκονάκι» μου. Μέσα στη φούρια της ζωγραφικής δεν προλαβαίνεις να συνειδητοποιήσεις τι ακριβώς κάνεις. Οταν είσαι νέος βγαίνει από τα έργα σου κραυγή. Τώρα αναδύεται ηρεμία. Σε ενδιαφέρει το ήπιο άκουσμα της μουσικής της ζωγραφικής. Για αυτό όλο και περισσότερο με συναρπάζει η ποίηση. Διαβάζεις, σκέφτεσαι, ευτυχείς. Η αφηρημένη ζωγραφική είναι πολύ κοντά στην ποίηση, γιατί και οι δύο αφήνουν άνετο χώρο σε σένα, με λίγες λέξεις, να δημιουργήσεις μια ολόκληρη κατάσταση. Μπορεί σήμερα με την ταχύτητα της σύγχρονης ζωής και τον πληθωρισμό των πληροφοριών και των εικόνων αυτό να φαντάζει πολυτέλεια, αλλά είναι ζωτική ανάγκη».
Πάντα η μνήμη είναι βασικό συστατικό της δουλειάς του ζωγράφου. Το κάθε έργο έχει ενσωματωμένη τη μνήμη επάνω του. Το ένα έργο γεννάει το άλλο. Και αυτή η ενότητα είναι συνέχεια της προηγούμενης «The Space Between Us», η οποία επίσης είχε παρουσιαστεί στη Citronne στον Πόρο το 2011. «Σε αυτή τη δουλειά» λέει ο ζωγράφος «τα φώτα, η οργάνωση, ο χώρος, η αρχιτεκτονική του έργου, η γεωμετρία του, είναι καθοριστικά. Εκτός από τίτλος της έκθεσης, η «Ανάδυση» είναι πραγματική. Μέσα από τη μνήμη αναδύονται διάφορες εικόνες. Αλλά υπάρχει και η κατάδυση. Οταν κατεβαίνεις βλέπεις τα πάντα στον βυθό και όταν αναδύεσαι βλέπεις τα πάντα από πάνω σου. Και στις δυο περιπτώσεις μεσολαβεί κάτι. Αυτή τη φορά, το ενδιάμεσο υλικό, είναι πιο διάφανο και αυτό κάνει τα σχήματα και τα χρώματα του πίνακα πιο έντονα».
Σε κάθε ενότητα έργων του Γιάννη Αδαμάκου υπάρχουν και τα συμπληρωματικά τους. Αυτά που ξεστρατίζουν την ιδέα και τη θεματογραφία και την βγάζουν έξω από το τελάρο. Είναι συμπληρωματικά αλλά και πολύ διαφορετικά. Και φωτίζουν από άλλη γωνία την ίδια κεντρική ιδέα της έκθεσης. Η άλλη όψη της έκθεσης στο Μουσείο Μπενάκη «9 Lumen» (2013) ήταν τα σχέδια με γραφίτη. Πριν, απαραίτητο συμπλήρωμα της έκθεσης «Handle with Care» (2003) ήταν οι κόκκινες φιγούρες που έγιναν στη Νέα Υόρκη την προηγούμενη χρονιά, που κατά κάποιον τρόπο προέβλεπαν τα αιωρούμενα στο κενό σώματα που έπεφταν από τους Δίδυμους Πύργους. Τώρα υπάρχουν οι ακουαρέλες, στις οποίες συμβαίνει πιο παραστατικά η «Ανάδυση» της ζωγραφικής.

«Αυτό που έψαχνα βγήκε καλύτερα στην ακουαρέλα. Το χαρτί είναι το κάτι άλλο. Είναι ζωντανό υλικό. Μετά από πολλά χρόνια έψαξα το ίδιο θέμα μέσα από ένα άλλο υλικό με άλλες δυνατότητες. Ο καμβάς γίνεται χαρτί, το παχύρρευστο και καλυπτικό λάδι γίνεται ελαφριά και διάφανη ακουαρέλα, η οποία όμως πυκνώνει περισσότερο το μυστήριο του έργου. Πολλές φορές έχουμε ανάγκη να ακολουθήσουμε τις ιδιοτροπίες του υλικού για να μας οδηγήσουν αλλού. Συνειδητοποίησα ότι το φως που ψάχνω και προσπαθώ να πετύχω βγαίνει καλύτερα μέσα από το χαρτί που είναι πρωτογενές υλικό. Στο τελάρο παστώνεις τα χρώματα για να βγει το φως. Εδώ συμβαίνει το ανάποδο. Το ίδιο το χαρτί φωτίζει το χρώμα και το φως είναι μοναδικό. Αυτό που έχει σημασία για έναν δημιουργό είναι να παρακολουθεί εκεί που τον πηγαίνει το υλικό του και να το αξιοποιεί. Να μην το καπελώνει.
Ετσι δεν βαριέσαι και έχεις κάθε λόγο να ψηλαφήσεις τα υλικά σου και να εκμεταλλευτείς τις διαφορετικές δυνατότητές τους για να φτάσεις κάπου αλλού. Κι αυτό είναι το ενδιαφέρον».
Η επιμελήτρια της «Ανάδυσης» Τατιάνα Σπινάρη-Πολλάλη γράφει ότι «η α-λήθεια του Γιάννη Αδαμάκου μάς παραπέμπει στην αρχική της έννοια, δηλαδή στον εξοστρακισμό της λήθης, στον θρίαμβο της μνήμης».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ