Αν είστε λάτρεις του δεν το συζητάμε, θα ενθουσιαστείτε και θα συγκινηθείτε, όμως ακόμη κι αν δεν αγαπάτε τον Νίκο Εγγονόπουλο, αν βρίσκετε τη ζωγραφική του μονότονη και υπερβολικά επηρεασμένη από τις ιδέες του Τζόρτζιο ντε Κίρικο ή αν θεωρείτε την ποίησή του ακαταλαβίστικη αξίζει να επισκεφθείτε την Ανδρο για να δείτε την έκθεση «Με τα χρώματα του λόγου και τον λόγο των χρωμάτων».
Οχι μόνο διότι μπορεί να αντικρούσει ή να επιβεβαιώσει τις απόψεις σας (και ο διαπραγματευτικός διάλογος σε αυτά τα θέματα είναι πάντα χρήσιμος) αλλά γιατί –χάρη, κυρίως, στον σχεδιασμό του εικαστικού Ανδρέα Γεωργιάδη –το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή προσφέρει εφέτος ένα πλήρες, εντυπωσιακό ταξίδι μύησης στο πολύπλευρο έργο του Εγγονόπουλου, ενθαρρύνοντας τον διάλογο με τις ιδιαιτερότητες, τις εμμονές και τις ευαισθησίες του.
Εκατόν δέκα ζωγραφικά έργα και 15 επιλεγμένα ποιήματα υπογραμμίζουν τα στοιχεία που τον ανέδειξαν σε κυρίαρχο πρωτοπόρο του ελληνικού υπερρεαλιστικού κινήματος. Η ξενάγηση αρχίζει σε μαύρο φόντο. Μια φωτογραφία από το ατελιέ του στην οποία φαίνεται, ελαφρώς κομμένη, μια αυτοπροσωπογραφία του 1935 είναι αναρτημένη δίπλα σε ένα καβαλέτο με το ίδιο το έργο (inception!) και συνομιλούν πλαγίως με «Το πνεύμα της μοναξιάς», έναν αρκετά γνωστό πίνακα του 1939, με πολλά από τα σύμβολα που απασχόλησαν στη συνέχεια τον καλλιτέχνη αποτυπωμένα στον καμβά.
Στον τοίχο είναι γραμμένη η φράση του ζωγράφου και ποιητή: «Το έργο τέχνης είναι μια σιγοψιθυριστή εξομολόγηση προς ανθρώπους ευγενικούς». Τη διαβάζεις και δεν γίνεται να μη σκεφθείς τις λοιδορίες, τους χλευασμούς και τις απορρίψεις που συνάντησε στο ξεκίνημά του ο Εγγονόπουλος, γοητευμένος από τον σουρεαλισμό, ένα κίνημα που δεν ήταν μόνο καλλιτεχνικό αλλά και κάτι παραπάνω: μια στάση ανατροπής της ζωής και της τέχνης.
Επτά ενότητες
Η έκθεση αποτελείται από επτά θεματικές ενότητες που δεν ακολουθούν χρονολογική σειρά. Η πρώτη ενότητα είναι αφιερωμένη στις βυζαντινές του επιρροές: πορτρέτα τύπου φαγιούμ και προσωπογραφίες αγίων. Προτού άλλωστε ξεκινήσει τις σπουδές του στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, το 1932, ο Εγγονόπουλος είχε δείξει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη θρησκευτική ζωγραφική και μυήθηκε στην τέχνη της αγιογραφίας από τον Φώτη Κόντογλου. Ηταν τυχερός καθώς, όπως εξηγεί η επιστημονική σύμβουλος της έκθεσης Κατερίνα Περπινιώτη-Αγκαζίρ: «Ο Κόντογλου και ο Παρθένης, ενώ είχαν μια δική τους τεχνοτροπία, προέτρεπαν τους μαθητές τους να ανοίξουν τα φτερά τους και να βρουν τη δική τους γλώσσα. Ηταν μεγάλοι δάσκαλοι που δεν δίδασκαν την τέχνη τους αλλά δίδασκαν την τέχνη». Αξίζει να σημειωθεί πως ο Κόντογλου ζήτησε μόνο από δύο μαθητές του, τον Εγγονόπουλο και τον Γιάννη Τσαρούχη, να τον βοηθήσουν να φιλοτεχνήσει τις τοιχογραφίες του σπιτιού του.
Η επόμενη ενότητα εστιάζει στη μορφή της γυναίκας, μια μορφή που διατρέχει το σύνολο του έργου του Νίκου Εγγονόπουλου. Γυναίκες απρόσωπες, με βαριά στήθη, πεταχτές ρώγες και φαρδιά λεκάνη, γυναίκες αινιγματικές και όμως τόσο αναγνωρίσιμες. Στη συνέχεια αναδεικνύεται μία από τις βασικές θεματικές στο έργο, το δίπολο άνδρα-γυναίκας δηλαδή. Αγνωστα ή γνωστά ζευγάρια, προερχόμενα από τη μυθολογία ή τη λογοτεχνία, η Μήδεια και ο Ιάσων, για παράδειγμα, τα σώματα των οποίων εκφράζουν και φέρνουν στην επιφάνεια τον πόθο ή την αδιαφορία, τη φλόγα ή την κούραση, την έλξη ή την άπωση.
Η έκθεση συνεχίζεται με τις ενότητες Μυθολογία και Ηρωες. Ηδη από το 1938 ο Νίκος Εγγονόπουλος, ακολουθώντας το παράδειγμα πολλών μεγάλων καλλιτεχνών της μοντέρνας τέχνης, καταπιάνεται με την ελληνική μυθολογία. Πολύ σημαντική θέση στο προσωπικό πάνθεον του Νίκου Εγγονόπουλου, εκτός από τους μυθικούς και λογοτεχνικούς ήρωες, κατέχουν και ορισμένα ιστορικά πρόσωπα. Επιλέγει να φιλοτεχνήσει εξέχουσες μορφές της Ιστορίας, άλλες λιγότερο, άλλες περισσότερο δημοφιλείς, που όμως τον επηρεάζουν και τον εμπνέουν. Σε αυτή την ενότητα μια βιτρίνα φιλοξενεί δακτυλόγραφα από την εμβληματική ποιητική σύνθεση «Μπολιβάρ» ενώ από κρυμμένα ηχεία ακούγεται η φωνή του Εγγονόπουλου που απαγγέλλει τους στίχους του.

Ψυχογραφίες σπιτιών
Ο αρχιτέκτονας Δημήτρης Πικιώνης έχει γράψει πολύ εύστοχα: «Τα σπίτια του Εγγονόπουλου είναι «ψυχογραφίες» σπιτιών». Στην έκτη ενότητα βλέπουμε το ενδιαφέρον του καλλιτέχνη για την αρχιτεκτονική και την ικανότητά του να αποδίδει τη γοητεία πολλών κατοικιών με το βλέμμα ενός ζωγράφου γνώστη των λεπτομερειών της προοπτικής. Ο Νίκος Εγγονόπουλος ξεκινά να δημιουργεί τις πρώτες του αρχιτεκτονικές μελέτες ήδη από το 1934, όταν διορίζεται ημερομίσθιος υπάλληλος στην Τοπογραφική Υπηρεσία του υπουργείου Δημοσίων Εγων. Τον Ιανουάριο του 1938 παρουσιάζει στην έκθεση «Τέχνη της νεοελληνικής παράδοσης» στην γκαλερί Στρατηγοπούλου, τοπογραφικές μελέτες σπιτιών της Δυτικής Μακεδονίας. Συνεργάζεται με τον Πικιώνη και τον βοηθάει να κατασκευάσει μακέτες αρχοντικών σπιτιών για το υφυπουργείο Τουρισμού ενώ αργότερα, μετά το πέρας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ταξιδεύουν μαζί σε όλη την Ελλάδα, σχεδιάζοντας κτίρια σε περιοχές που έχουν καταστραφεί από τις μάχες, αυτή τη φορά για λογαριασμό του υπουργείου Οικισμού και Ανοικοδόμησης.
Για το τέλος μένει ο «θεατρικός» Εγγονόπουλος, ο οποίος από το 1938 έως το 1965 ανέλαβε τη σκηνογραφική και ενδυματολογική επιμέλεια για δεκαέξι συνολικά παραστάσεις, μεταξύ των οποίων αρχαίες τραγωδίες, παραστάσεις σύγχρονου θεάτρου και μπαλέτα. Τον Μάιο και τον Ιούνιο του 1959 σχεδίασε τα κοστούμια των παραστάσεων «Ιων» του Ευριπίδη και «Προμηθεύς δεσμώτης» του Αισχύλου που ανέβηκαν στο Ηρώδειο σε σκηνοθεσία του Λίνου Καρζή. Τα πρωτότυπα σχέδια των κοστουμιών αυτών, με δείγματα υφασμάτων καρφιτσωμένα επάνω τους, παρουσιάζονται για πρώτη φορά στο κοινό στο πλαίσιο της έκθεσης, την οποία συνοδεύει ένας εξόχως ενδιαφέρων δίγλωσσος κατάλογος με κείμενα του διευθυντή του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης Κυριάκου Κουτσομάλλη, της επιμελήτριας Μαρίας Κουτσομάλλη-Μορώ, του ομότιμου καθηγητή στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο Σωτήρη Σόρογκα, του ποιητή Θανάση Χατζόπουλου και της ιστορικού τέχνης Κατερίνας Περπινιώτη-Αγκαζίρ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ