Ο Σταμάτης Φασουλής συναντά τον «Αλέξη Ζορμπά» του Νίκου Καζαντζάκη και μαζί με τη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη σκηνοθετεί μια παράσταση που θα περιοδεύσει όλο το καλοκαίρι.

«Δεν αντιμετώπισα μεγάλα προβλήματα, εκτός από το να μην καταδεχθώ να γίνω λαϊκιστής, γραφικός»
μου λέει ξεκινώντας τη συζήτηση ενώ οι ήχοι από τη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη μάς συνοδεύουν. «Είναι αξεπέραστη. Είναι όπως του Χατζιδάκι στους «Ορνιθες». Πρόκειται για μια μεγάλη στιγμή του Μίκη, αυτό το συρτάκι που ξεκινάει πολύ αργά και διονυσιάζεται και τρελαίνεται χωρίς να ξέρεις πού θα καταλήξει κι αν θα καταλήξει κάπου στο τέλος».

Κύριε Φασουλή, φοβάστε το φολκλόρ στον «Αλέξη Ζορμπά»;
«Ισως είμαι από τους λίγους που δεν έχει πέσει στη λούμπα του φολκλόρ. Ισως γιατί το διάβασα τρίτη ή τετάρτη Δημοτικού, μέσα στο καΐκι του πατέρα μου που μετέφερε ξύλα στο Αγιον Ορος. Ηταν μια δουλειά που κληρονόμησε από τον παππού μου, ο οποίος είχε την αποκλειστικότητα του Αγίου Ορους από το 1893. Κι εγώ καθόμουν στο καΐκι, πάνω στα ξύλα. Εκεί ξάπλα διάβασα τον Ζορμπά. Και ενθουσιάστηκα. Μου φάνηκε σαν ένα περιβόλι πραγμάτων και αισθημάτων».


Σας επηρέασε το Αγιον Ορος;
«Δεν ξέρω, γιατί εγώ δεν το είδα ποτέ ως Αγιον Ορος. Από παιδί έβλεπα τον πατέρα μου που μιλούσε με τους καλόγερους οικονομικά. Τους φανταζόμουν αγίους –μπορεί και να υπήρχαν. Ακούγοντάς τον όμως να μιλάει για ναύλους και φορτία δεν είχε πια για μένα καμιά γοητεία. Εκτός από το τοπίο που κόντρα στο Αγιον Ορος ήταν τόσο παγανιστικό. Από τη μια, η αυστηρή μορφή των μοναχών που μίλαγαν οικονομικά και από την άλλη μια φύση που εκπυρσοκροτούσε».

Ετσι διαμορφώσατε και την εικόνα του Ζορμπά;
«Ναι. Δεν τον συνέδεσα με έναν ιδιαίτερο τύπο Ελληνα, αλλά με κάτι άγριο και διονυσιακό. Μετά είδα ότι έτσι είναι. Διάβασα μια ανάλυση του Μπίτον –μου την έφερε ένας ηθοποιός –που λέει ότι ο Ζορμπάς δεν είναι η σύγκρουση της λογικής με το παράλογο αλλά το απολλώνιο φως με το χθόνιο του Διονύσου, το διονυσιακό. Και παρατηρεί ο Μπίτον ότι ενώ στην αρχή ο Καζαντζάκης γράφει το «Συναξάρι του Αλέξη Ζορμπά», μετά το κάνει «Ο βίος και η πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά»».


Γιατί;
«Το έργο αρχίζει με τη φράση ότι «Εγώ εδώ τον γνώρισα που κατέβηκα στον Πειραιά». Κι έτσι αρχίζει η «Πολιτεία» του Πλάτωνα: «Κατέβηκα στον Πειραιά». Σαν πλατωνικός διάλογος. Προσπάθησα για πρώτη φορά να σχηματοποιήσω όλες τις ιδέες και να μην τις κάνω απλοϊκές. Βάζω το κοινό να βλέπει με τα μάτια του Ζορμπά. Σαν απλά μαθήματα πολιτικής».

Εχουμε ταυτίσει τον Ζορμπά με την ψυχή ενός Ελληνα…
«Είναι η ψυχή ενός Ελληνα απέναντι στην ψυχή ενός διανοούμενου Ελληνα. Είναι δύο Ελλάδες που συγκρούονται μέχρι τώρα και σε όλα τα επίπεδα. Υπάρχει ένα εμφύλιο αίμα μέσα μας. Από τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη έχουμε τον διχασμό της οικογένειας. Για μας το αίμα είναι πάνω από το κράτος. Εχει μια ιερότητα. Μας έχει σχεδόν καταστρέψει».

Ποιος ευθύνεται για αυτόν τον διχασμό;
«Πολλές φορές τον υποδαυλίζουν οι κυβερνήσεις. Αν υπάρχει εν σπέρματι το κάνουν πρωταγωνιστικό στοιχείο για το συμφέρον μιας παράταξης, μιας ιδεολογίας. Ποντάρουν σ’ αυτό. Ελπίζω να καταργηθεί. Δεν αντέχεται άλλο».

Σαν συνολική νοοτροπία εννοείτε;
«Ναι. Ισως είναι αργά για ήρωες και για ηγέτες. Ισως πάλι, κάποια στιγμή, κάτι να εμπνεύσει αυτόν τον λαό ώστε να κάνει ένα άλμα. Είχε όλα τα στοιχεία. Μην κοιτάς τώρα… Ολος ο κόσμος είναι εν ύπνω, περπατά σαν υπνοβάτης. Δεν είμαστε εμείς ακριβώς. Αλλοι είναι απογοητευμένοι, άλλοι είναι σίγουροι για την καταστροφή, άλλοι έχουν ενοχές γι’ αυτό που ψήφισαν, άλλοι έχουν υπερηφάνεια για την ήττα τους».


Πώς βλέπετε το φαινόμενο των μετανοημένων;
«Εμένα η κρίση αντί να με κάνει έξαλλο με έχει κάνει πιο ήπιο με τους ανθρώπους και πιο έξαλλο με τους εκάστοτε κυβερνώντες. Τους καταλαβαίνω και σχεδόν στέκομαι τρυφερά απέναντί τους, ακόμα και στην έπαρση της επιβεβαίωσης της ήττας. Γιατί είμαστε σαν τυφλοπόντικες. Εχουμε όλα τα δικαιολογητικά και να μετανιώνουμε και να οικτίρουμε. Κάποιος πρέπει να τον χαϊδέψει αυτόν τον λαό».

Μα δεν τον έχουν όλοι παραχαϊδέψει;
«Οχι έτσι. Εγώ δεν ζητάω ούτε καρέκλα ούτε ψήφο. Εχω κουραστεί να τον βρίζουμε, να τον βρίζω. Εχω πια παραδεχθεί ότι δεν υπάρχει λύση. Να τελειώσει τουλάχιστον εν τιμή όλο αυτό, να απέλθεις από τη σκηνή σεμνός, χωρίς γκράντε φινάλε. Οχι αυτοκτονίες, όχι φωνές. Ας πουν ότι δεν έπαιξα».


Απογοητευμένος;
«Ουσιαστικά απογοητευμένος. Οχι οργισμένος. Πέρασα τη φάση της οργής πριν δύο χρόνια όταν έβλεπα την καταστροφή με τη βαρουφάκεια έκφραση του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι τόσος ο κίνδυνος από τους κυβερνώντες, που από κάτω τι να κάνουν; Αυτοί που αντιδρούσαν τώρα είναι κυβερνώντες. Αυτοί που μούντζωναν και φώναζαν «να καεί η Βουλή» είναι τώρα μέσα. Οι άνθρωποι που σέβονται το μεροκάματά τους, που τους νοιάζει η πρόοδος των παιδιών τους, δεν κατεβαίνουν κάτω».

Γιατί;
«Γιατί εμείς νομίζαμε ότι η εφηβεία μας τελειώνει στα 18 ενώ οι άλλοι ήθελαν να είναι αιώνιοι φοιτητές. Είναι δύο κόσμοι, χωρίς σημείο επαφής ή αναφοράς. Η γλώσσα του αμφιθεάτρου έγινε γλώσσα της Βουλής. Το ακούς από ανθρώπους που βρίσκονται στην έβδομη δεκαετία της ζωής τους. Τα λόγια του κ. Γαβρόγλου για το ρωμαλέο κίνημα που θα μαζεύει τις σύριγγες και θα αστυνομεύει τους μπράβους των καρτέλ σε κάνουν να καταλάβεις ότι δεν μπορείς να συνεννοηθείς. Και είναι τόσο συμπαθητική φυσιογνωμία. Θα μπορούσα να τον είχα θείο, και θα τον αγαπούσα…».


Πιστέψατε κι εσείς στην Αριστερά;
«Ολοι πιστέψαμε κάποτε ότι Αριστερά σημαίνει πρόοδος. Τώρα λένε ότι ο Τσίπρας πρόδωσε την Αριστερά. Οχι. Αυτή είναι η Αριστερά. Δεν την πρόδωσε. Ο Τσίπρας είναι αριστερός και κάνει ό,τι έκανε η Αριστερά χρόνια, να γίνει καθεστώς. Να γίνει η Ελλάδα ένα απέραντο Δημόσιο. Δεν υπάρχει τίποτε χειρότερο από αυτό. Αριστερότατος είναι. Και να λείπουν αυτές οι δικαιολογίες».

Ο Ζορμπάς τι θα ήταν;
«Ούτε αριστερός, ούτε δεξιός, ούτε κεντρώος. Οπως λέει υπάρχει ο Ζορμπάς, υπάρχει και ο ζορμπαδόκοσμος, ένας κόσμος δικής του επινοήσεως».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ