Ο Τζίμης Πανούσης δεν χρειάζεται ερωτήσεις. Είναι έτοιμος να τα πει όλα από μόνος του. Καθισμένος πάνω στη σκηνή του Εθνικού, στο Τσίλλερ, πλάτη στο κοινό, μόλις έχει τελειώσει την πρόβα και είναι έτοιμος για την κουβέντα μας. Η «Ειρήνη» του Αριστοφάνη και ο ρόλος του Τρυγαίου είναι η αφορμή. Αλλωστε, είναι γνωστό ότι ο Πανούσης δεν μπαίνει σε καλούπια, ούτε χωράει σε μια συνέντευξη.
Με το ύφος του ανθρώπου που έχει κάνει τη σάτιρα δεύτερη φύση του, μιλάει για όλους και όλα με μια σοβαρότητα που μπερδεύεται με την ειρωνεία και το χιούμορ. Πίσω από τη γνωστή όψη του, ο Τζίμης Πανούσης βράζει με ηρεμία.
«Την άκουσα γενικότερα» λέει για την πρόταση του Εθνικού, πρώτα από τον συνθέτη Νίκο Κυπουργό. Μετά τη συζήτησε με τον σκηνοθέτη Κωνσταντίνο Αρβανιτάκη και τον Δημοσθένη Παπαμάρκο που έγραψε το λιμπρέτο. «Εγώ είμαι λίγο υπερβολικός, όχι ακραίος. Πιστεύω ότι ο Αριστοφάνης είναι ο πιο δύσκολος και γι’ αυτό δεν έχει επιτυχία έξω. Εδώ εμείς και δεν τον καταλαβαίνουμε, πώς να τον καταλάβουν οι ξένοι;». Το ζήτημα όμως ήταν να συμφωνήσουν «ιδεολογικά».
Αρουραίος με φτερά

«Κυρίως σε ό,τι αφορά στην ειρήνη»
εξηγεί. «Πίστευα και πιστεύω ότι δεν υπάρχει ειρήνη. Είναι κάποια διαλείμματα μεταξύ δύο πολέμων. Ακόμα και το σήμα της, τι είναι; Το περιστέρι. Ενας αρουραίος με φτερά. Ενα από τα πιο σιχαμερά ζώα, με αυτόν τον απαίσιο ήχο, από τα ελάχιστα είδη που είναι μονογαμικά. Εχουν τρομερά ελαττώματα. Η ειρήνη είναι μια μούχλα». Ο ίδιος πάντως δεν είναι κατά: «»Ειρήνη σε φέραμε και θα σε κρατήσουμε εδώ αλλά όποιος σε πειράξει θα φτύσει το γάλα της μάνας του» λέω ως Τρυγαίος. Πολεμική δηλαδή». Και συνεχίζει, ρίχνοντας την ευθύνη στους άντρες: «Είναι φαλλοκρατικός ο πολιτισμός. Οι άντρες είναι του πολέμου, στρατόκαυλοι. Αν επικρατούσαν οι γυναίκες θα ήμασταν περισσότερο υπέρ της ειρήνης, το βλέπουμε και στην παράσταση. Μπορεί να υπάρχει ειρήνη στη γειτονιά σου αλλά παρά πέρα σφάζονται γυναικόπαιδα. Δεν αρέσει η ειρήνη, γιατί ο άντρας βαριέται. Family life is too boring. Και θέλει να πάει για κυνήγι».
Σαν ο πόλεμος να είναι μια υπόθεση αδρεναλίνης; «Δεν χρειάζεται να γίνει πόλεμος για να αναμετρηθείς με τον θάνατο. Και στο σεξ το ίδιο συμβαίνει. Αν απατάς τη σύντροφό σου, ας πούμε, ανεβαίνει η αδρεναλίνη καθώς περιμένεις να μπει ο σύζυγος και να σε πιάσει... Αλλά, δυστυχώς, ακόμα δεν έχει βγει ο κροκόδειλος από μέσα μας. Η εξέλιξη στο είδος μας αργεί. Μετά από 100.000 χρόνια θα είμαστε καλύτερα. Ετσι λέμε και για τους Αραβες και για τη θέση της γυναίκας. Ρώτησα μια κοπέλα γιατί φοράει μπούρκα και μου είπε για τις αμμοθύελλες. Αυτή είναι η αλήθεια» λέει με ένα υποχθόνιο μειδίαμα.
Toν θεωρεί όμως αμυντικό, όπως και την τρομοκρατία, άμυνα των μουσουλμάνων: «Οταν ξυπνάει ο βέλγος ή ο γερμανός πιλότος φιλάει τα παιδιά του και πάει με το αεροπλάνο εκ του μακρόθεν και ισοπεδώνει ορφανοτροφεία και σχολεία, για μένα είναι πιο σχιζοφρενής από τον τύπο που πιστεύει ότι είναι σε άμυνα γιατί του έχουν φάει όλη τη ζωή του… Ετσι θα αντιδρούσα κι εγώ» ξεκαθαρίζει και ζητά συγγνώμη γιατί «εμείς οι Ελληνες κάναμε το πρώτο self-bomb με τον Σαμουήλ στο Κούγκι. Σιχαίνομαι την προπαγάνδα που υπάρχει γι’ αυτά τα μέσα της μαζικής εξημέρωσης τα οποία είναι μονοδιάστατα και λένε όλοι το ίδιο παραμύθι, ότι είναι κάτι θρησκόληπτοι… Βρες μου έναν τέτοιο θρησκόληπτο που πιστεύει μπαρούφες, που πιστεύει στα πιλάφια ή στον Αλλάχ, δεν τον στέλνεις ούτε στο σουπερμάρκετ να σου φέρει κάτι. Δεν τον κινεί κανένα μίσος. Είναι σε άμυνα. Στο Ζάλογγο έπεφταν με τα παιδιά τους».
Με όπλο τη σάτιρα και την ελευθεροστομία του και έχοντας επιλέξει την πρόκληση ως μέσο επικοινωνίας, στέκεται φανατικά απέναντι στην εξουσία και τη στηλιτεύει. Με τον δικό του τρόπο. Είναι όμως πράγματι έτσι; Η μήπως έχει υιοθετήσει μια περσόνα, γιατί… πουλάει;

«Από μόνο του βγαίνει όλο αυτό. Με την κόρη μου, με τη γυναίκα μου είμαι πολύ φιλήσυχος. Αλλά δεν μπορώ να αυτολογοκριθώ. Δεν υπάρχει μια περσόνα. Αν ήμουν καλός ηθοποιός, ίσως. Ψυχαναλύομαι πάνω στη σκηνή, έχω εμμονή με την πολιτική και τα σεξουαλικά».

Οι Γερμανοί και οι Ελληνες

«Τώρα, εμείς οι Ελληνες είμαστε οι νέοι Εβραίοι της εποχής. Οπως τότε διάλεξαν οι Ναζί τους Εβραίους για θύματα, τώρα οι νεοναζί, το μπλε σόι του Σόιμπλε, έχει διαλέξει εμάς τους Ελληνες. Είναι πολύ άγρια τα πράγματα. Στην επαρχία υπάρχει μια διάλυση τρομακτική, ένα πλιάτσικο. Αυτό που λέμε για τα ολυμπιακά ακίνητα γίνεται σε όλη την επικράτεια».
Και εντοπίζει το πρόβλημα στα «κομματόσκυλα». «Κομματόσκυλα πρώτης διαλογής είναι αυτά που μπαίνουν στη Βουλή, μαζί με τους παρατρεχάμενους. Δεύτερη κατηγορία είναι οι αποτυχημένοι των εκλογών, που μπαίνουν σε ΔΕΚΟ και η τρίτη, και η πιο άγρια, είναι στην τοπική αυτοδιοίκηση. Αυτοί ξεπουλάνε τα πάντα. Δεν γίνεται τίποτα καλό όσο ανεχόμαστε τους δωσίλογους, εκείνους δηλαδή που δίνουν λόγο στους ξένους, που μας έχουν φέρει σε αυτό το σημείο και δεν αφήνουν τίποτα να γίνει».
Σε όλο αυτό το πολιτικό σκηνικό ο Τζίμης Πανούσης έχει να αντιπροτείνει την εφαρμογή της αρχαίας άμεσης δημοκρατίας. «Πιστεύω σε έναν λαό πατέρα παντοκράτορα» τονίζει. Και σίγουρα όχι στην Αριστερά που κυβερνά τη χώρα. «Αυτοί που μας κυβερνούν δεν έχουν καμία σχέση με την Αριστερά. Η λεγόμενη ανανεωτική Αριστερά ήταν πάντα αυτή που μας πλησίαζε και μας έλεγε «ό,τι θέλετε» και ήταν η ίδια που μας την έφερνε μετά. Το βαθύ κράτος. Τους θεωρώ χειρότερους από τους κνίτες, παρά το γεγονός ότι τώρα γίνονται τέρατα και κανείς δεν αντιδρά».
Οταν η κουβέντα έρθει στα πρόσωπα, ο Πρωθυπουργός και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης μπαίνουν στο στόχαστρο:

«Ο Τσίπρας νομίζω έχει ξεφτιλιστεί πια τελείως. Το να αντέχεις, λέγοντας ότι είσαι αριστερός και κυρίως λέγοντας ότι είσαι άνθρωπος, να κόβεις από συνταξιούχο και να μην μπορεί μετά να πάρει τα φάρμακά του και να πεθαίνει… Είναι απαράδεκτο να αφήνεις έναν άνθρωπο με 300 ευρώ να ζήσει και μαζί την οικογένειά του, γιατί υπάρχει τόση ανεργία».
Και επισημαίνει: «Με τρομερό προσωπικό κόστος, ο Τσίπρας έχει καταφέρει έτσι ώστε κάποια στιγμή με μια μικρή αφορμή τα πράγματα θα γίνουν βίαια και θα αλλάξουν με αίμα. Δεν γίνεται αλλιώς. Εχουμε φτάσει σε τέτοιο σημείο, τέτοια θλίψη. Το βλέπω παντού. Το 2006 ο Γιώργος Παπανδρέου έβαλε τον ΦΠΑ στην οικοδομή και τη διέλυσε. Η οικοδομή για την Ελλάδα ήταν όλη η οικονομία. Κι εγώ ό,τι είχα και δεν είχα ντουβάρια τα έκανα. Και τώρα έχω γονατίσει. Προσπαθώ να πουλήσω, αλλά τίποτα. Γραφειοκρατία.

Εκανε κι άλλο καλό ο Τσίπρας, κατάργησε την ιδιοκτησία. Ως αναρχο-αυτόφωτος, δεν περίμενα ότι θα ζήσω την κατάργηση της ιδιοκτησίας, της εργασίας. Δουλεύουμε τζάμπα. Ο γιος μου ψάχνει για δουλειά, εθελοντής. Παλιά σε φεσώνανε. Τώρα σου λένε στα μούτρα ότι δεν θα πληρωθείς. Η ψαλίδα θα είναι τεράστια. Θα έχει πολύ πλούσιους και πολύ φτωχούς. Αλλά δεν ζεις έτσι. Είναι τρομερή αυτή η θλίψη που υπάρχει, τέτοιο αδιέξοδο».

Τα όρια και ο Λάκης
Το έχει αποδείξει με τη στάση του ο Τζίμης Πανούσης, μιας που έχει καταδικαστεί για τον τρόπο που κάνει τη δουλειά του αλλά γνώμη δεν αλλάζει: «Δεν υπάρχουν όρια στη σάτιρα. Ή μάλλον υπάρχουν αυστηρότατα όρια και τα βάζει το κοινό. Πιστεύω ότι πρέπει να τους αντιμετωπίζουμε όλους με τον ίδιο τρόπο –είτε είναι η μάνα μου είτε όχι. Το γέλιο είναι κάθαρση, το έχει ανάγκη ο κόσμος» λέει ο Τζίμης Πανούσης που εντοπίζει το «λάθος» του Λάκη Λαζόπουλου στο γεγονός ότι «ταυτίστηκε με την εξουσία»:

«Η σάτιρα είναι ενάντια στην εξουσία. Με την εξουσία είμαστε απέναντι. Από τη στιγμή που δεν είσαι απέναντι, ο κόσμος δεν το δέχεται. Δεν επιτρέπεται με καμία Παναγιά να είσαι με την εξουσία, ειδικά με μια τέτοια εξουσία. Μια εξουσία που μας κορόιδεψε κατάμουτρα, μας έφτυσε κατάμουτρα. Οχι, δεν την πίστεψα ποτέ. Η καρέκλα σε κάνει, δεν κάνεις εσύ την καρέκλα. Αν μπεις μέσα στον βόθρο θα γίνεις κι εσύ σκατά. Τριαντάφυλλο μέσα στον βόθρο δεν υπάρχει. Ξέρω, ο καθένας έχει την τιμή του. Εγώ είμαι πολύ ακριβός αλλά εδώ στο Εθνικό δουλεύω για 1.000 ευρώ τον μήνα…».
Με τον Νταλάρα μιλάτε; τον ρωτάω: «Κάθε μέρα» απαντά αμέσως. «Γιατί αγαπάμε πολύ και οι δύο τις αποταμιεύσεις. Μαζεύουμε λεφτά. Και τι να τα κάνεις τόσο πολλά χρήματα; Είναι δύσκολοι οι καιροί για να επενδύσεις. Με τον Νταλάρα, τον Ρέμο, τη Βανδή συζητάμε πού θα επενδύσουμε. Γιατί την πατήσαν μια φορά με την Κύπρο, μη την ξαναπατήσουνε».
Η παράσταση της «Ειρήνης» πάντως δεν θα έχει αναφορές στο σήμερα, γιατί είναι κάτι που ο ίδιος «σιχαίνεται». Στην Επίδαυρο όμως θα δούμε τον Τρυγαίο ή τον ίδιο; Γιατί, ως τώρα, όσους ρόλους και να παίξει, ο εαυτός του είναι πάντα από πάνω.

«Το θέμα είναι»
λέει «να μην μπλέξεις ποτέ αυτό που είσαι στο πάλκο με τη ζωή σου –τέλειωσες. Στη ζωή μου δεν λέω όλη την ώρα αστεία, είμαι χαμηλών τόνων. Με την κόρη μου όμως παίζουμε… Αυτή η δουλειά είναι πολύ δύσκολη, ψυχοφθόρα. Κουβαλάω όλη τη θλίψη σαν σφουγγάρι, δεν μπορείς να είσαι χαρούμενος μόνος σου». Και ξεκαθαρίζει: «Δεν είμαι ηθοποιός. Θα παίξω μέσα από τον εαυτό μου, ως Τζίμης Πανούσης. Και ο Βέγγος ως Βέγγος είχε παίξει τον Τρυγαίο. Προσπαθώ να μπω στον ρόλο αλλά μάλλον θα μπαίνω και θα βγαίνω, ένας αγρότης με την πατέντα uber alles. Βέβαια να πούμε ότι η «Ειρήνη» δεν είναι «Ορνιθες»: Εκεί ευχαριστιόσουν πουλιά εδώ είναι ένα το πουλί».

«Από παιδί είχα κοινό»
«Το σπίτι μου στον Χολαργό συνόρευε με ένα Ιδρυμα Αυτιστικών Παιδιών και παιδιών με προβλήματα. Πήγαινα και τους έπαιζα Καραγκιόζη, έκανα διάφορες φωνές, αντρικές και γυναικείες, έπαιζα όργανα. Το πρώτο μου κοινό ήταν παιδιά με προβλήματα.

Αυτή η δουλειά σε διαλέγει, δεν τη διαλέγεις. Επρεπε να δουλέψω. Ο πατέρας μου πούλαγε με δόσεις, σεντόνια και τέτοια, και με έπαιρνε μαζί του, κι εγώ τρελαινόμουν να κυνηγάμε αυτούς που χρωστούσανε. Μετά έγινα φωτογράφος. Μια μέρα άνοιξα τις αγγελίες και βρήκα ότι ο μουσικός θίασος Κρήτης ζητούσε τραγουδιστές και ηθοποιούς. Πήγα. Επαιξα τρεις μήνες βοηθός καράτε, βοηθός ταχυδακτυλουργού, κομπέρ, ατακαδόρος και άλλα. Ηταν μπουλούκι. Ελεγα και δικά μου τραγούδια, τολμηρά. Ηταν σαν να πήγα σε δέκα δραματικές μαζί.

Είμαι κατά του γάμου αλλά υπέρ του δικού μου. Ο γιος μου είναι 27 και η κόρη μου οκτώ. Και οι δύο γάμοι μου ήταν θρησκευτικοί. Σιχαίνομαι τον πολιτικό γάμο, κι ας μην τα πάω πολύ καλά με την εκκλησία. Την ίδια δουλειά κάνω κι εγώ, αλλά λίγο καλύτερα».
Αλήθεια κύριε Πανούση, τον ρωτάω κλείνοντας, υπάρχει ένας κανονικός ρόλος για εσάς; «Ναι» μου απαντά: «Μόλις ξεκουραστώ για πάντα».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ