«Την Μπατερφλάι κάνει εφέτος η Λυρική στο Ηρώδειο; Πολύ ωραία!..» μου λέει η Ζανέτ Πηλού από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής. Με αφορμή την επικείμενη αναβίωση της αγαπημένης όπερας του Πουτσίνι στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, ζητώ από τη σπουδαία υψίφωνο –από τις κορυφαίες, διεθνώς, λυρικές τραγουδίστριες της γενιάς της –να θυμηθεί τις δικές της εμπειρίες από την εύθραυστη Τσο Τσο Σαν. Εναν ρόλο που έχει ερμηνεύσει πολλές φορές με μεγάλη επιτυχία σε ολόκληρο, σχεδόν, τον κόσμο: από το Κόβεντ Γκάρντεν του Λονδίνου και τη Μετροπόλιταν της Νέας Υόρκης ως το θέατρό «της», όπως αποκαλεί την Κρατική Οπερα της Βιέννης, το Βερολίνο, το Αμβούργο, το Βέλγιο, τη Νάπολη αλλά και την Αθήνα, αφού η «Μαντάμα Μπατερφλάι» της Ζανέτ Πηλού εγκαινίασε τη σεζόν 1976-1977 της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.
Δέχεται πρόθυμα να μιλήσει και δύο ημέρες αργότερα χτυπώ το κουδούνι του διαμερίσματός της, κάπου στα νότια προάστια της Αθήνας. Με υποδέχεται ευδιάθετη, με εμφάνιση φροντισμένη ως την τελευταία λεπτομέρεια και καθόμαστε στο σαλόνι όπου οι φωτογραφίες-ενθύμια της λαμπρής καριέρας της τραβούν αμέσως το μάτι. Μιλάμε για διάφορα. Δεν έχει ακόμη προλάβει να επισκεφθεί το νέο θέατρο της ΕΛΣ στο Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος αλλά θέλει να το κάνει. Καθώς την ακούω, έρχεται στον νου μου η φράση του Γκέρχαρντ Μπρίνερ, του αυστριακού κριτικού και μετέπειτα διευθυντή του μπαλέτου της Κρατικής Οπερας της Βιέννης. «Η Πηλού αναπνέει τραγουδιστά» είχε πει κάποτε εύστοχα!

Πρώτη φορά στην Αρένα
Τραγούδησε την «Μπατερφλάι» αρκετά νωρίς, πρώτη φορά στην Αρένα της Βερόνας. «Η δασκάλα μου μού έλεγε πάντα να τον προσέχω αυτόν τον ρόλο. Ευτυχώς, δεν κατέστρεψα τη φωνή μου. Η Μπατερφλάι είναι βαριά, επικίνδυνη. Δεν σε αφήνει μια στιγμή να ξεκουραστείς. Είναι συνέχεια τραγούδι». Θυμάται, άραγε, κάποια ιστορία, ένα περιστατικό από τον ρόλο αυτό; «Α, ναι» λέει και χαμογελά πλατιά. « Η Μπατερφλάι, όπως ξέρουμε, έχει ένα μικρό παιδί, τριών χρόνων περίπου. Σε κάποια παραγωγή, λοιπόν, μου έδωσαν ένα μικρό παιδάκι το οποίο στις πρόβες τα πήγε μια χαρά. Στην πρεμιέρα, όμως, φαίνεται πως τρόμαξε με τον κόσμο και άρχισε να φωνάζει και να τρέχει προς την ορχήστρα. Ε, την επόμενη ημέρα μου έδωσαν έναν… 12χρονο! Πώς να του τραγουδήσω dormi amor mio; Ηταν ολόκληρος έφηβος». Δηλώνει ευτυχής, πάντως, που το περιστατικό αυτό δεν της συνέβη στο ντεμπούτο της στον ρόλο γιατί, όπως λέει με χιούμορ, σε αυτή την περίπτωση δεν θα τον είχε ξανατραγουδήσει ποτέ.
Της αναφέρω δυο-τρεις εντυπωσιακές κριτικές που είχα ψάξει τις προηγούμενες ημέρες. Μία από την πρεμιέρα της σεζόν της Μετροπόλιταν τον Οκτώβριο του 1970 όπου τραγούδησε την Τσο Τσο Σαν και άλλη μία τον Ιούνιο του 1971 στο περιοδικό «Opera» όπου ερμήνευσε τον ίδιο ρόλο στο Κόβεντ Γκάρντεν. «Είχαν γράψει καλά;» με ρωτά. Με τη σειρά μου τη ρωτώ τι ρόλο έπαιξαν για την ίδια οι κριτικές. «Συνήθως έγραφαν καλά» μου λέει. «Μια φορά, μόνο, θυμάμαι είχαν γράψει άσχημα και μου κακοφάνηκε πολύ, κυρίως γιατί το θεώρησα άδικο. Εχω στον νου μου την εικόνα: περπατούσα στον δρόμο και η καρδιά μου ήταν σφιγμένη. Την επομένη, ένας συνάδελφος μου είπε: «Ζανέτ, τις κριτικές δεν πρέπει να τις διαβάζεις την ίδια ημέρα. Βάλ’ τες κάπου στην άκρη και διάβασέ τις μετά από έναν μήνα. Ετσι, θα πονάς λιγότερο». Την άκουσα τη συμβουλή του».

Μεικτή ευλογία
Η Ζανέτ Πηλού ομολογεί ότι αγαπά ιδιαίτερα τον Πουτσίνι καθώς οι ρόλοι του ταίριαζαν ιδιαίτερα στη φωνή της. Ξεχωρίζει τη Μιμί από τη «La Boheme» με την οποία έδωσε και τη «μοιραία» οντισιόν στην Κρατική Οπερα της Βιέννης το 1964. «Τραγούδησα, και στο τέλος άκουσα ένα «grazie» από το βάθος της αίθουσας. Είπα κι εγώ «grazie», πήρα το παλτό μου και έκανα να φύγω. Με πρόλαβε τρέχοντας η γραμματέας του διευθυντή. «Κυρία Πηλού, πού πάτε;» μου είπε. «Θέλει να σας δει ο διευθυντής». Γυρίζω πίσω, τον συναντώ και μου λέει: «Θα μπορούσατε να τραγουδήσετε τη Μιμί στο θέατρο την Παρασκευή γιατί η πρωταγωνίστριά μας αρρώστησε;». Τραγούδησα, και από τότε η Βιέννη έκανε την τύχη μου. Εγινε το δικό μου θέατρο. Εκεί που έκανα τη μεγάλη καριέρα. Γιατί υπάρχουν πολλών ειδών καριέρες». Την επόμενη στιγμή, θυμάται μια τρυφερή ιστορία: «Εκείνη την εποχή είχα ένα φλερτ με έναν νεαρό. Το βράδυ εκείνο ήμουν τόσο χαρούμενη με την επιτυχία μου που τον κάλεσα στο περίφημο ξενοδοχείο Sacher, κοντά στην Οπερα, και τον κέρασα βραδινό στην κόκκινη σάλα που ήταν μόνο για λίγους».
Μιλώντας γενικότερα, λέει πως η «Μανόν» του Μασνέ είναι ο ρόλος που την έκανε «κάτι διαφορετικό, κάτι παραπάνω». Στην επίτομη ιστορία του Ελληνικού Μελοδράματος και της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (1888-1998) του Μ. Α. Ράπτη διαβάζουμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Γιώργου Κουσουρή «Ελληνες Αρχιτραγουδιστές του Μελοδράματος» όπου συγκεκριμένα λέει: «Στις 2 Ιουλίου 1974 ανέβηκε στη Μεγάλη Οπερα του Παρισιού η Μανόν σε μια παραγωγή στην οποία κάθε ρόλος είχε δύο ερμηνευτές που τραγουδούσαν εναλλάξ. Για τον κύριο γυναικείο ρόλο είχαν επιλεγεί η ρουμάνα σοπράνο Ιλεάνα Κοτρουμπάς και η Ζανέτ Πηλού. Το να τραγουδήσει μια καλλιτέχνις τη Μανόν στο Παρίσι είναι μεγάλο πρόβλημα γιατί κινδυνεύει να συγκριθεί με τη Ninon Vallin –1886-1961 –που με βεβαιότητα υπήρξε η καλύτερη Μανόν του παρελθόντος. Τόσο η Κοτρουμπάς όσο και η Πηλού τα κατάφεραν, αν και με διαφορετικά ερμηνευτικά μέσα, να δώσουν μια πολύ πετυχημένη Μανόν, και το μόνο ψεγάδι που βρήκαν να γράψουν οι κριτικοί ήταν ότι η θεατρική περίοδος βρισκόταν προς το τέλος».
Εχει εμφανιστεί στα μεγαλύτερα λυρικά θέατρα με αρχιμουσικούς όπως ο Καρλ Μπεμ, ο Χέρμπερτ φον Κάραγιαν και ο Κάρλο Μαρία Τζουλίνι «ένας πραγματικός αριστοκράτης, μια προσωπικότητα μυθική» όπως λέει χαμογελώντας η Ζανέτ Πηλού. Και η Ελλάδα; Τι ρόλο έπαιξε στην καριέρα της; «Στην Ελλάδα δεν τραγούδησα πολύ. Σεμινάρια, ναι έκανα αλλά δεν τραγούδησα πολύ…». Ωστόσο, οι εμφανίσεις της έχουν μείνει στην ιστορία: το εγχώριο ντεμπούτο της με την «Τουραντότ» στο Φεστιβάλ Αθηνών το 1969, η Ντόνα Ελβίρα της στον «Ντον Τζιοβάνι» του Μότσαρτ και πάλι στο Ηρώδειο το 1976 και αργότερα η εμφάνισή της στους «Γάμους του Φίγκαρο» στο «Ολύμπια». Και φυσικά, η «Μπατερφλάι» αλλά και οι τελευταίες εμφανίσεις της στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. «Η ζωή του τραγουδιστή δεν είναι εύκολη» καταλήγει η Ζανέτ Πηλού. «Είναι μεικτή ευλογία: βάσανα και ευχαρίστηση. Η αγωνία λίγο προτού βγεις στη σκηνή να ερμηνεύσεις έναν δύσκολο ρόλο είναι τρομερή. Και όλοι οι ρόλοι είναι δύσκολοι».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ