Με κοινή αφετηρία και διαφορετική κατάληξη παρακολουθούμε τη ζωή δέκα συμμαθητών στο σύγχρονο πολωνέζικο έργο «Η τάξη μας» του Ταντέους Σλομποτζιάνεκ, που σκηνοθετεί ο Tάκης Τζαμαργιάς για το Εθνικό Θέατρο. Γραμμένο το 2006, το θεατρικό καταπιάνεται με την ιστορία του καιρού μας.
Οι ήρωες, πρόσωπα πραγματικά, έχουν προκύψει μέσα από έρευνες και ντοκιμαντέρ που έχουν προηγηθεί, ενώ μετά το άνοιγμα των αρχείων της Πολωνίας, το 2000, έπεσε νέο φως στα γεγονότα. Και έτσι αποκαλύφθηκε ότι το μικρό χωριό με τους εβραίους κατοίκους, εκατό χιλιόμετρα από τη Βαρσοβία, δεν κάηκε από τους ναζί το 1941, αλλά από τους γείτονες και «συμμαθητές» τους, που ήταν καθολικοί. Ο σκηνοθέτης της παράστασης μοιράζεται τις σκέψεις του.
«Πρόκειται για ένα μεγάλο έργο. Προέκυψε από εργαστήρι γραφής. Ο συγγραφέας το δούλεψε με άλλους σκηνοθέτες, συγγραφείς και ηθοποιούς. Εμπεριέχει αρχειακό υλικό.
Εχει εξαιρετική δομή, είναι πάρα πολύ σύγχρονο, με μοντέρνα γραφή και στηρίζεται στην αφήγηση. Απλώς πρέπει να βρεις ποιοι είναι αυτοί οι δέκα άνθρωποι, που γεννήθηκαν όλοι το 1919 ή το 1920.
Το ενδιαφέρον είναι ότι στον θίασο οι ηθοποιοί επελέγησαν ανάλογα με την ηλικία θανάτου των ηρώων που ερμηνεύουν. Σαν να ανεβαίνουν στη σκηνή δέκα νεκροί για να πουν, εκ των υστέρων, την ιστορία τους. Σαν να τους καλούμε εμείς σήμερα, σαν να τους καλούν οι συνθήκες και η ίδια η Ιστορία. Και ένα χρεωμένο στους ναζί γεγονός αποκαλύφθηκε ότι είχε γίνει από Πολωνούς. Ηταν πολύ δύσκολο να ειπωθεί όλο αυτό, να παρουσιαστεί. Προηγήθηκε ένα αναλόγιο. Εκτοτε παίζεται σε όλον τον κόσμο –ακόμη και στην Ιαπωνία.
Ολα αρχίζουν μέσα από την τάξη, μια τάξη χωρίς δάσκαλο, που σιγά-σιγά, κατά τη διάρκεια του έργου, αποσυντίθεται, διαλύεται. Φυσικά ο συγγραφέας έχει προσθέσει στοιχεία μυθοπλασίας. Χρήζει πολλών αναγνώσεων το κείμενο και εγώ χρειάστηκα χρόνο για να το αποδώσω. Στην «Τάξη μας», που αποτελείται από πέντε εβραίους και πέντε καθολικούς Πολωνούς, όλοι είναι θύτες και θύματα. Η ζωή τους ήταν ανελέητη. Και έχουν όλοι τεράστιο μερίδιο ευθύνης, ατομικής και συλλογικής. Οι μεν έκαψαν τους δε. Στο πραγματικό γεγονός όλο το χωριό κάηκε. Οι Εβραίοι δεν ήταν πρόσφυγες εκεί, είχαν εγκατασταθεί από τον 14ο αιώνα.
Η εξέλιξη της ιστορίας είναι δομημένη σε δεκατέσσερα μαθήματα. Καθώς απουσιάζει ο δάσκαλος, το μάθημα κάνει κάθε φορά ένας από τους συμμαθητές, φορέας της ιστορίας που μιλάει σε εμάς, τους θεατές. Γι’ αυτό και ο μαυροπίνακας είναι απέναντι από το κοινό. Οι ήρωες που υπήρξαν κάποτε μαθητές, τώρα έρχονται να μας πουν την ιστορία, είναι δάσκαλοι. Γι’ αυτό και σε κάθε μάθημα την ευθύνη έχει ένας από τους δέκα.
Το έργο ξεκινάει το 1925, όταν οι συμμαθητές ήταν πέντε-έξι χρόνων. Μετά τους συναντάμε το 1926, ύστερα γίνεται ένα άλμα και πάμε στο 1935, μετά στο ’36 και φτάνουμε στο 1939 με την είσοδο των Σοβιετικών. Τότε, οι Εβραίοι είχαν μια ευνοϊκή μεταχείριση. Οι συγκυρίες, οι σπίθες του εθνικισμού χτίστηκαν κομμάτι-κομμάτι. Το μίσος μεταξύ τους, ο διχασμός βρήκε χώρο σιγά-σιγά. Ολα τα σημάδια προϋπήρχαν μέσα στην τάξη, αλλά κανείς δεν τους έδινε σημασία. Ολο το έργο είναι μια συνομιλία με την Ιστορία και κυρίως με την ατομική και τη συλλογική ευθύνη, ακόμα και όταν είμαστε μάρτυρες.
Οχι, δεν υπάρχουν καλοί και κακοί. Και αυτή είναι η σημαντική διάσταση του έργου. Συνυπάρχουν. Το 1939 είναι όλοι τους γύρω στα είκοσι. Στις 10 Ιουλίου του 1941 γίνεται η επίθεση. Αλλοι είναι ιδεολόγοι, ασπάζονται νέες ιδέες. Σε κάθε σημείο η γραφή του αναδεικνύει και κάτι σημαντικό, κάτι διαρκώς αποκαλύπτεται. Κάθε μάθημα τελειώνει με ένα τραγούδι. Παράλληλα ανάμεσα σε αυτούς τους συμμαθητές περνούν προσωπικές σχέσεις. Στα πρώτα μαθήματα όλα ρέουν σαν τη ζωή. Και σιγά-σιγά μπαίνουν οι σπόροι, μέχρι να φτάσουμε στην πυρκαγιά, στο μάθημα εννέα, που εγώ το λέω μάθημα μηδέν. Γιατί αυτό και τους στοιχειώνει όλους.
Κατάλαβα ότι ενώ ο συγγραφέας ξεκίνησε να γράψει ένα πολιτικό έργο, κατέληξε αλλιώς. Είτε ως ιδεολόγος είτε ως θύμα, είτε ως άνθρωπος που κοίταξες να βολευτείς, είτε από εδώ είτε από εκεί, τίποτα δεν μένει τελικά. Μόνον οι ευτυχισμένες ημέρες των παιδικών μας χρόνων. Αυτό που ήταν μεταξύ τους ως συμμαθητές. Γι’ αυτό και στο τέλος αναζητούν τον πολικό αστέρα.
Στο έργο υπάρχει διαρκώς η αίσθηση μιας υποκειμενικής γραφής. Τι μπορούσα να κάνω; Τι έπρεπε να είχα κάνει; Αυτό είναι το ερώτημα στο οποίο καταλήγουν όλοι. Και δεν το θέτουν για τους εαυτούς τους, αλλά για εμάς. Στο τέλος το έργο τα αφήνει όλα ανοιχτά για την ευθύνη του καθενός μας. Ολα συμβαίνουν στην τάξη ως σκηνικό, αλλά μας μεταφέρουν και αλλού. Και διαλύονται όλα όπως οι ζωές τους. Είναι μια πορεία αυτογνωσίας για τους ήρωες αλλά και για εμάς.
Είναι ένα φιλοσοφικό έργο τελικά. Δείχνει το τέλος των ιδεολογιών, τον κατακερματισμό της Ευρώπης. Οι άνθρωποι στοιχειώνονται. Τελικά ένα τραύμα δεν επουλώνεται. Η επιβίωση δεν ταυτίζεται με τη θεραπεία. Το ότι επιβίωσα δεν σημαίνει ότι θεραπεύτηκα. Κάποιοι λένε ότι το έργο είναι θρησκευτικό. Εγώ αυτό δεν το βλέπω. Βλέπω μια πορεία αυτογνωσίας. Ενα έργο που καταλύει κάθε θρησκεία και αναζητεί την ατομική συνείδηση.
Αυτές οι δέκα ανάγλυφες προσωπικότητες, αυτοί οι δέκα χαρακτήρες που σκιαγραφούνται, είναι μεγάλη πρόκληση για τους ηθοποιούς. Εχουν τη δυνατότητα να χτίσουν. Σπάνιο για έργο να έχει δέκα ισότιμους χαρακτήρες, που συνυπάρχουν επί σκηνής».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ