O Στάθης Λιβαθινός ανήκει στην κατηγορία των καλλιτεχνών που δεν θεωρούν τίποτε εύκολο. Το δηλώνει με αφορμή την επικείμενη σκηνοθεσία της «Αΐντα» του Βέρντι στο θέατρο La Monnaie των Βρυξελλών, η οποία κάνει πρεμιέρα στις 16 Μαΐου και σηματοδοτεί το ντεμπούτο του καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου στην όπερα. Ο ίδιος έχει μεγαλώσει με πολλή μουσική. Μέσα από αυτό το πρίσμα το θεωρούσε φυσιολογικό να ασχοληθεί κάποια στιγμή με το είδος. Ισως και να το είχε επιχειρήσει νωρίτερα, προσθέτει, αν το είχε φροντίσει ή αν είχε βρει χρόνο μέσα στις υπόλοιπες ασχολίες του.

«Κάποια στιγμή ο Μύρων Μιχαηλίδης, ο τέως καλλιτεχνικός διευθυντής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, μου είχε προτείνει μια συνεργασία, αλλά εκείνο τον καιρό έκανα άλλα πράγματα και δεν προλάβαινα»
λέει χαρακτηριστικά. «Ηθελα να αφιερώσω χρόνο» συνεχίζει. «Οσο μπορεί να αφιερώσει κανείς χρόνο, βέβαια, αφού η όπερα είναι άσκηση αντοχής, καθώς πρέπει να γίνουν πολλά πράγματα σε λίγο χρόνο. Στο εξωτερικό υπάρχει τρομερή μεθοδολογία και προετοιμασία λεπτομερής, που είναι πολύ καλή άσκηση για έναν θεατρικό σκηνοθέτη».
Η ικανοποίησή του για τη συνεργασία με το La Monnaie είναι έκδηλη. Οχι άδικα, αφού πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα λυρικά θέατρα της Ευρώπης, μια σκηνή «φορτισμένη» από τον ριζοσπαστισμό του αείμνηστου ιμπρεσάριου Ζεράρ Μορτιέ. Ο Στάθης Λιβαθινός σχολιάζει πως πρόκειται για ένα θέατρο «που προσφέρεται για γενναία λάθη αφού δεν βάζει στοιχήματα για να εντυπωσιάσει το κοινό…».
Αρωμα Ελλάδας
Πώς προέκυψε, άραγε, η συνεργασία; «Είδαν μια – δυο δουλειές μου και με βρήκαν. Γενικά, μιλούν με θεατρικούς σκηνοθέτες, τους ενδιαφέρει η θεατρική διαδικασία» λέει ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου. Κάνει ειδική μνεία στους συνεργάτες του, ειδικά στον γάλλο, αρμενικής καταγωγής, αρχιμουσικό Αλέν Αλτίνογλου, τον οποίο χαρακτηρίζει «πολύ φωτεινό και ενδιαφέρον πρόσωπο». Πρόκειται, άλλωστε, για μια παραγωγή με έντονο ελληνικό χρώμα, αφού τον ρόλο του Αμονάσρο ερμηνεύει ο διεθνής έλληνας βαρύτονος Δημήτρης Τηλιακός, ενώ τους φωτισμούς υπογράφει ο Αλέκος Αναστασίου.
Ο Στάθης Λιβαθινός προαναγγέλλει μια ανάγνωση της «Αΐντα» κάπως διαφορετική από τη συνηθισμένη. «Οι περισσότερες παραστάσεις της συγκεκριμένης όπερας που είδα βασίζονται λίγο-πολύ σε ένα κλειδί μεγαλοπρέπειας και μιας πομπώδους εμφάνισης των πραγμάτων. Αυτό το στοιχείο δεν με ενδιαφέρει» ξεκαθαρίζει. «Αν μπορώ να μιλήσω ουσιαστικά», προσθέτει, «μια συνάντηση πολύ βαθιά για εμένα, η οποία έχει γίνει από τα μικρά μου χρόνια αλλά τώρα κατέκτησε πολύ μεγαλύτερο βάθος, είναι αυτή με τη μεγαλοφυΐα του Βέρντι. Με τον τρόπο που αντιλαμβάνεται ο συνθέτης την τραγικότητα της ζωής». Στο πλαίσιο αυτό, ο σκηνοθέτης λέει πως ο χρόνος έχει εντυπώσει ένα κλισέ επάνω στην «Αΐντα» το οποίο ενδεχομένως δεν έχει απόλυτη σχέση με τις προθέσεις του Βέρντι. «Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί ένας σκηνοθέτης να κάνει κάτι μεγαλοφυές, πρωτότυπο, θεαματικό και υπέροχο, γιατί πάνω απ’ όλα η όπερα είναι μουσική, αλλά για εμένα το στοίχημα στο συγκεκριμένο έργο παίζεται και σε άλλα επίπεδα…».
Τι εννοεί; Λέει πως το θέμα είναι το πώς κατανοεί ο Βέρντι την ανθρώπινη περιπέτεια επάνω στη γη. Μιλά στη θεατρική γλώσσα: «Για εμένα έργα όπως η «Αΐντα» είναι η συνάντηση του Σαίξπηρ με τον Μπέκετ στη μουσική» σχολιάζει και αποκαλύπτει πως και ο σκηνικός χώρος που θα δημιουργηθεί εν προκειμένω έχει να κάνει με μια τέτοιου είδους λιτότητα και αντίστοιχη σκληρότητα.

«Στην πραγματικότητα, η ιστορία αυτή χρησιμοποιεί μια μάσκα αιγυπτιακή αλλά αυτά τα οποία πραγματικά συμβαίνουν από μέσα είναι μια πολύ αδυσώπητη όψη της ανθρώπινης ζωής και μια συμφιλίωση με τον θάνατο που πραγματικά εντυπωσιάζει. Πολλές φορές όταν δουλεύεις σε μια δουλειά η οποία μόνο παίρνει και πολύ λίγα επιστρέφει –μιλώ γενικότερα για τη δουλειά μας στην Τέχνη σε αυτές τις εποχές που ζούμε –η προσπάθεια να συμφιλιωθείς με μια ιδιαίτερα σκληρή πραγματικότητα μόνο κέρδος μπορεί να είναι. Η Αΐντα είναι ένα πρόσωπο το οποίο από πολύ νωρίς στον τρόπο που εξελίσσεται και μουσικά το έργο έχει μια πολύ έντονη καταστροφική δυναμική. Οσο για την Αμνερι, είναι ιδιαίτερα δραματικό πρόσωπο. Πρόκειται για μια ιστορία γυναικείας αντιζηλίας με πολύ σκληρούς κανόνες και εξίσου πολλή βία».

Επικά συναισθήματα
Αναφερόμενος στην προσέγγισή του ο Στάθης Λιβαθινός κάνει λόγο για έμφαση στα επικά συναισθήματα του έργου και πολύ έντονα στα σώματα των τραγουδιστών. «Πάντα λέω ότι η σκηνοθεσία, πολλές φορές και λίγο περισσότερο από την υποκριτική, είναι μια πράξη θάρρους. Κατά καιρούς οι μεγαλύτεροι σκηνοθέτες του θεάτρου ασχολήθηκαν πολύ και με την όπερα. Η όπερα μεταφέρει κάτι από τον κόσμο της αρχαίας τραγωδίας. Σε μια πρώτη ματιά θεωρεί κανείς ότι οι άνθρωποι δεν μπορεί να συμπεριφέρονται φυσικά ενώ τραγουδούν τόσο αφύσικα. Αυτό ακριβώς όμως είναι και το μεγάλο ενδιαφέρον. Είναι μια τεράστια γλώσσα προς εξερεύνηση την οποία έχουν αγγίξει πολύ ταλαντούχοι άνθρωποι».

«Με ενδιαφέρει πολύ ο κόσμος του λυρικού θεάτρου»

Ενδιαφέρει άραγε τον Στάθη Λιβαθινό να έχει συνέχεια το εγχείρημά του στην όπερα; Απαντά καταφατικά. Δοκιμάζει, λέει, διαφορετικά υλικά. «Μ’ ενδιαφέρει πολύ ο κόσμος του λυρικού θεάτρου και το ποιο είδος αλήθειας του αναλογεί» συμπληρώνει. «Θα ‘λεγε κανείς ότι η όπερα είναι από τη φύση της πολύ εκτεθειμένη. Υποτίθεται ότι το θέατρο προσπαθεί να αποκωδικοποιήσει τις συμπεριφορές ανθρώπων έστω κι αν έχει εναλλαγές ύφους. Αναφορικά με την όπερα, όμως, δεν περπατάμε στον δρόμο τραγουδώντας άριες. Ο σκηνοθέτης προσπαθεί να βρει έναν άλλον βαθμό αλήθειας, ο οποίος να φαίνεται αφύσικος όσο και φυσικός. Και βέβαια, να φροντίσει να ακούγεται η μουσική, ειδικά όταν είναι τόσο ωραία όσο στην περίπτωση της «Αΐντα»».

Μέσα από αυτό το πρίσμα, ο Στάθης Λιβαθινός θεωρεί πως το επόμενο βήμα του στην όπερα αργά ή γρήγορα θα γίνει. «Είχα την τύχη να δουλέψω με πολύ καλούς μουσικούς στη διάρκεια της καριέρας μου» σχολιάζει ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου. «Στις παραστάσεις μου υπάρχει μουσική. Απλώς το ζητούμενο είναι πώς δένεται η μουσική με τη δραματουργία. Και η όπερα βοηθά πολύ να καθαρίσει το αφτί του σήμερα γιατί ακούμε πολλά σκουπίδια…».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ