Η Μυρτώ Παπαθανασίου στη μέχρι σήμερα πορεία της κατάφερε κάτι που δεν είναι εύκολο: «έχτισε» αξιοζήλευτη διεθνή καριέρα και παράλληλα, την ίδια περίοδο, δημιούργησε οικογένεια. Ενώ ταξίδευε από θέατρο σε θέατρο, μελετούσε καθημερινά νέους ρόλους και περνούσε ατελείωτες ώρες κάνοντας πρόβες, έφερε στον κόσμο το παιδί της: ένα χαριτωμένο κορίτσι που βαφτίστηκε Ιφιγένεια επειδή η μαμά όταν ήταν έγκυος τραγούδησε την «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» του Γκλουκ και που μεγαλώνει ακολουθώντας τους γονείς του (και ο μπαμπάς του είναι μουσικός) σε όλα τα ταξίδια τους. «Είμαστε κάπως σαν οικογένεια Ρομά» λέει χαριτολογώντας η διάσημη υψίφωνος, υποστηρίζοντας πως όταν έχεις πρόγραμμα όλα μπορούν να γίνουν εύκολα. Δηλαδή σχετικά εύκολα. Εστω, δεν είναι ακατόρθωτα! «Είναι θέμα επιλογών και έπειτα ιεράρχησης των προτεραιοτήτων, με το παιδί βεβαίως να παραμένει η νούμερο ένα προτεραιότητα» λέει. Και συνεχίζει τα ταξίδια κάνοντας μια μικρή στάση στην ιδιαίτερη πατρίδα της, τη Λάρισα, και πάλι για δουλειές και όχι για ξεκούραση, αφού την ερχόμενη εβδομάδα θα πρωταγωνιστήσει σε μια παράσταση των «Γάμων του Φίγκαρο» του Μότσαρτ. Αποδεικνύοντας και εμπράκτως –με μια εμφάνιση τρυφερά αφιερωμένη στον πατέρα της που πρόσφατα έφυγε από τη ζωή –κάτι το οποίο τόνισε επανειλημμένως κατά τη συνάντησή μας: «Θέλω όποτε μπορώ να τραγουδώ στη Λάρισα, να στηρίζω με τον τρόπο μου τις έντιμες καλλιτεχνικές προσπάθειες που γίνονται στην πόλη που με μεγάλωσε, γιατί με αγαπάει και την αγαπώ».
Χωράνε πολλά «αγαπώ» ως φαίνεται στην αγκαλιά της Μυρτώς Παπαθανασίου, τα οποία όμως πρέπει να τροφοδοτεί και να συνδυάζει αρμονικά, σε μια καθημερινότητα που μπορεί εύκολα να σε τρελάνει. Σύντροφος, μητέρα και επαγγελματίας μουσικός με εμφανίσεις στα μεγάλα θέατρα και με ηχογραφήσεις με δισκογραφικούς κολοσσούς (ανάμεσά τους ο πρόσφατος «Ντον Τζιοβάνι» σε διεύθυνση του Θεόδωρου Κουρεντζή, από τη Sony), η λαρισαία σοπράνο προσπαθεί να τα προφταίνει όλα, αλλά και να απολαμβάνει τις στιγμές «με την οικογένειά μου όταν ξεκουράζομαι και όταν διαβάζω παραμύθια με την Ιφιγένεια ή με τους συναδέλφους μου την ώρα της δουλειάς, τότε που κάτι μαγικό συμβαίνει και που συνειδητοποιείς πως αξίζει ο κόπος».

Επικίνδυνες ισορροπίες
Δεν είχε ποτέ την αμφιβολία αν άξιζε ο κόπος, το γνώριζε ανέκαθεν. Παιδί μουσικών, βρέθηκε να τραγουδάει σε χορωδία από τεσσάρων χρονών, «για την ακρίβεια, περισσότερο τραγουδούσα παρά μιλούσα». Μεγαλώνοντας κατάλαβε πως αυτό που τόσο της άρεσε, να κάνει δηλαδή μουσική, θα ήθελε να το κάνει για πάντα. «Δεν φανταζόμουν βεβαίως μέχρι πού μπορώ να φτάσω, οι εμφανίσεις στη Μετροπόλιταν της Νέας Υόρκης ή στο Παρίσι έμοιαζαν όνειρα απραγματοποίητα, ήξερα όμως μέσα μου βαθιά τι επιθυμούσα, γνώριζα πόσο δύσκολο ήταν και είχα πίστη στον εαυτό μου». Ακόμα και κατά την περίοδο της εφηβείας που όλα μπορεί να αλλάξουν, «το τραγούδι συνέχισε να είναι η εκτόνωσή μου. Είχα και άλλα χόμπι, έκανα, π.χ., ενόργανη γυμναστική. Την αγαπούσα αλλά και τη φοβόμουν. Πήγαινα καλά, όταν όμως ανέβηκα στη δοκό είπα «ως εδώ!». Ηξερα τα όριά μου. Στο τραγούδι πάλι ήξερα πως τα όριά μου μπορούν να διευρυνθούν, πως μπορώ να γίνομαι όλο και καλύτερη».
Μαθήματα («είχα την τύχη να πέσω σε καλούς δασκάλους»), υποτροφίες, ακροάσεις… Το καλλίφωνο κορίτσι άρεσε και άρχισε να κλείνει δουλειές και να εμφανίζεται στις σημαντικότερες σκηνές, σε ρόλους απαιτήσεων: Μετροπόλιταν Οπερα της Νέας Υόρκης, Κρατική Οπερα του Βερολίνου, του Μονάχου και της Βιέννης, Οπερα Γκαρνιέ του Παρισιού, Κοντσερτγκεμπάου του Αμστερνταμ, Οπερα του Τόκιο, Οπερα του Σίνδεϊ… Με την Ντόνα Αννα από τον «Ντον Τζιοβάνι» του Μότσαρτ να είναι ο χαρακτήρας που μέχρι σήμερα έχει κληθεί να ερμηνεύσει περισσότερες φορές και με την «Τραβιάτα» του Βέρντι να ακολουθεί, έχτισε ένα ρεπερτόριο γεμάτο προκλήσεις που ξεκινάει από ρόλους κολορατούρας όπως η Κοντσάντσε στην «Απαγωγή από το σεράι» του Μότσαρτ και φτάνει, εσχάτως, στη λυρικοδραματική Αμέλια-Μαρία από τον «Σιμόν Μποκανέγκρα» του Βέρντι, όπερα που ερμήνευσε σε Αμβέρσα, Γάνδη και Λουξεμβρούργο και θα ξαναβρεί τον ερχόμενο Οκτώβριο στο Σαν Κάρλο της Νάπολι. «Η Αμέλια είναι ένα καινούργιο «κανάλι» στο ρεπερτόριό μου» λέει, «ένας αμιγώς λυρικοδραματικός ρόλος, χωρίς αυτό να σημαίνει πως εγκαταλείπω το ρεπερτόριο της κολορατούρας ή το μπαρόκ… Εκανα «Αλτσίνα» του Χέντελ στη Βιέννη, με τον Μαρκ Μινκοφσκί τον περασμένο Οκτώβριο, έπειτα έκανα Ντόνα Αννα στον «Ντον Τζιοβάνι» του Μότσαρτ στο Παρίσι, και ελπίζω να εξακολουθήσω να τραγουδάω αυτούς τους ρόλους. Δεν θέλω να τους αφήσω». Επιζητά όμως τις νέες προκλήσεις, θεωρώντας πως «η διεύρυνση του ρεπερτορίου είναι απαραίτητη. Με την προϋπόθεση να προστατεύεις τη φωνή σου. Αυτό επιβάλλεται. Δεν είναι ωραίο να φοράς ένα παπούτσι, ένα ρούχο σε μεγαλύτερο νούμερο από εκείνο που σου ταιριάζει. Ετσι και τη φωνή, πρέπει να τη «φοράς» και να την περιφέρεις σαν καλοφορεμένο ρούχο».
Η ανεκτίμητη αξία του «όχι»
Πώς τα καταφέρνεις αυτά; Κατά τη Μυρτώ Παπαθανασίου μελετώντας σκληρά, επιλέγοντας ρόλους με σοβαρότητα και αυστηρότητα, και απορρίπτοντας προτάσεις που θεωρείς πως δεν θα σε ωφελήσουν ακόμα και αν έρχονται από μεγάλα θέατρα. «Στη δουλειά μου είναι εξυπνάδα να λες «όχι»». Είναι όμως και εύκολο; «Ναι! Φυσικά και είναι εύκολο! Μπορεί να σου στοιχίσει κάτι εκείνη τη στιγμή, μέσα στον χρόνο όμως θα σου βγει σε καλό. Θα κερδίσεις». Ετσι λειτουργεί, προσπαθώντας να δει ποιο θα είναι μακροπρόθεσμα το όφελός της: «Υπολογίζω τα πάντα. Ζυγίζω τα πάντα. Και σκηνοθέτη, και μαέστρο, και θέατρο, και ρόλο. Ετσι έμαθα να κινούμαι επαγγελματικά. Ο τρόπος που θα συμπεριφερθείς έχει βεβαίως να κάνει και με το πόσες προτάσεις θα δεχτείς. Εννοώ πως ένας καλλιτέχνης που δεν έχει πολλές προτάσεις θα αναγκαστεί να βάλει νερό στο κρασί του. Ευτυχώς η καριέρα μου έχει πάει έτσι ώστε να μη χρειάζεται μέχρι σήμερα να το κάνω κι εγώ».
Αυτό οφείλεται και στις επιλογές της, επιλογές ρόλων και συνεργασιών που έγιναν από ένστικτο –«είναι και αυτό ένας σημαντικός παράγοντας, ας μην το παραβλέπουμε» –αλλά και βάσει σχεδίου: «Δεν έχω μετανιώσει ούτε για τα «ναι» ούτε για τα «όχι» μου. Εντάξει, αλάθητη δεν είμαι, κάποια φορά, π.χ., είχα δύο παραγωγές, επέλεξα την πρώτη ενώ για πολλούς και διάφορους λόγους θα ήταν καλύτερα αν είχα επιλέξει τη δεύτερη… Σε γενικές γραμμές όμως δεν τα έχω πάει άσχημα. Ακούω το ένστικτό μου, σκέφτομαι, παίρνω τη γνώμη μερικών ανθρώπων –του πιανίστα μου, ενός μαέστρου…».

Ιδιοσυγκρασία δραματική
Οταν καλείται να επιλέξει έναν ρόλο, διαβάζει τα πάντα γύρω από την όπερα, τον χαρακτήρα, τον συνθέτη και την εποχή του. Εκείνο που κυρίως την ενδιαφέρει είναι η δραματική προσέγγιση του χαρακτήρα. «Ετσι προσπαθώ να τον δω, σαν ηθοποιός. Η ιδιοσυγκρασία μου είναι αρκετά δραματική. Μου αρέσουν οι δύσκολοι, πολύπλοκοι, μυστηριώδεις χαρακτήρες όπως η «Σεμίραμις» του Ροσίνι και η «Ντόνα Αννα». Ακόμα και όταν ηχογραφώ στο στούντιο προσπαθώ να σκέφτομαι θεατρικά, σαν να παίζω στη σκηνή». Μαθαίνει εύκολα, «τη «Ρουσάλκα» του Ντβόρζακ την έμαθα στα τσεχικά μέσα σε έναν μήνα. Αυτό το ταλέντο με βοηθά στην προσπάθεια να διευρύνω το ρεπερτόριο μου». Θεωρεί πως «η φωνή έχει μια τεχνική, ο σωστός τρόπος τραγουδιού είναι ένας, από εκεί και πέρα κάθε εποχή, κάθε συνθέτης έχει τη γραμμή του, την οποία οφείλεις να μελετήσεις και να σεβαστείς» και δηλώνει «ασφαλής με τη δική μου τεχνική. Μπορώ να αντιμετωπίσω προκλήσεις, έχω τον έλεγχο της κατάστασης. Δεν είμαι από εκείνους που αναζητούν διαρκώς νέους δασκάλους. Βρήκα δύο καλούς, και πορεύομαι μαζί τους, πορεύομαι και διορθώνομαι. Είναι, ξέρετε, σημαντικό να ακούς τη φωνή σου, να την ηχογραφείς και να την ακροάζεσαι προσεκτικά. Μόνο έτσι μπορείς να την ελέγχεις, να αντιλαμβάνεσαι τα λάθη και να τα διορθώσεις». Είναι, εμφανώς, αυστηρή με τον εαυτό της, «δεν φαντάζεστε πόσο, ενίοτε σε σημείο τυραννίας. Πάντα όταν με ακούω εντοπίζω σημεία που δεν μου αρέσουν, και αυτό είναι βασανιστικό».

Η οικογένεια; Πάνω απ’ όλα!
Υπάρχει όμως –ευτυχώς! –ο παράγοντας οικογένεια, δίπλα στο επάγγελμα, ο οποίος έρχεται για να τα ισορροπήσει όλα. «Ξέρω πως σε ορισμένους φαίνεται πολύ, όμως είχα από νέα αποφασίσει να παίξω… όλο το έργο! Ηθελα να κάνω καριέρα αλλά και να ερωτευτώ βαθιά έναν άνθρωπο, να κάνω ένα παιδί μαζί του και να έχουμε οι τρεις μας καλή σχέση. Δεν θα προσπαθήσω να ωραιοποιήσω την κατάσταση, πρέπει να είσαι στρατιώτης για να λειτουργήσει το σύστημα. Ομως, δεν είναι ούτε ριψοκίνδυνο ούτε αδύνατο (γιατί το έχω ακούσει και αυτό) να κάνεις οικογένεια παράλληλα με καριέρα. Το λέω και σε συναδέλφισσές μου που φοβούνται να τολμήσουν, δεν είναι φοβερό. Θα περιορίσεις τις εμφανίσεις σου, πιθανώς θα πεις ένα-δύο «όχι» όταν θα είσαι σε προχωρημένη εγκυμοσύνη, και μετά θα έχεις κάτι που θα αξίζει όσο όλα τα συμβόλαια του κόσμου. Που δεν συγκρίνεται με καμία καριέρα». Και τα καλύτερα έρχονται: νέες εμφανίσεις, ανάμεσά τους άλλος ένας «Ντον Τζιοβάνι» το καλοκαίρι στη Βαρκελώνη, αλλά και το ντεμπούτο της στη νέα στέγη της Εθνικής Λυρικής Σκηνής («είχα μια σειρά πολύ καλών επαφών με τον Γιώργο Κουμεντάκη») με έργο που θα ανακοινωθεί σύντομα. «Στο μέλλον θα ήθελα πολύ να κάνω «Αννα Μπολένα» του Ντονιτσέτι, «Λουίζα Μίλερ» και «Οθέλλo» του Βέρντι, «Μανόν» του Μασνέ και γενικότερα γαλλικό ρεπερτόριο… Γίνονται συζητήσεις. Θα ήθελα να τραγουδήσω και στο νέο θέατρο στη Λάρισα –εύχομαι να βρεθεί το ποσό που λείπει και να ολοκληρωθεί επιτέλους! Κατά τα άλλα, είμαι ευτυχισμένη. Εχω μια γεμάτη ζωή και εντός και εκτός σκηνής. Τίποτα δεν είναι τέλειο, στη δουλειά υπάρχουν εντάσεις, είναι δύσκολο να ταξιδεύεις συνέχεια, δεν έχεις το κρεβάτι σου, δεν έχεις τον χώρο σου, πρέπει να συναναστρέφεσαι κάθε λίγο και λιγάκι με άλλους ανθρώπους… Προσπαθώ όμως να περνώ όσο πιο καλά μπορώ και να απολαμβάνω αυτά που με θρέφουν, απλά, καθημερινά πράγματα, όπως η βόλτα σε μια λίμνη, ένα δείπνο σε ένα καλό εστιατόριο, μια μικρή απόδραση με τον άντρα μου και με το παιδί μου… Προσπαθώ, την ίδια στιγμή, να αποβάλλω από το περιβάλλον μου τους τοξικούς ανθρώπους. Επιλέγω να έχω λίγους φίλους, αλλά καλούς. Τα περιττά πράγματα δεν έχουν πλέον χώρο στη ζωή μου. Δεν υπάρχει χρόνος για αυτά».

Η ταυτότητα της παράστασης

«Οι γάμοι του Φίγκαρο» ανεβαίνουν στη Λάρισα από το Δημοτικό Ωδείο και τη Συμφωνική Ορχήστρα της πόλης σε μουσική διεύθυνση του Χρήστου Κτιστάκη. Με τους: Μυρτώ Παπαθανασίου (Contessa), Μυρσίνη Μαργαρίτη (Susanna), Δώρα Μπάκα (Cherubino), Μάριο Σαραντίδη (Figaro), Αρκάδιο Ρακόπουλο (Conte), Κατερίνα Οικονόμου (Marcellina), Γιάννη Κουκουτάρα (Bartolo), Αστέριο Τσέτσιλα (Bassilio, Don Curzio), Δέσποινα Πούρικα (Barbarina), Απόλλωνα Δέλλιο (Antonio). Τη σκηνοθεσία υπογράφει ο Κώστας Λαμπρούλης, τη σκηνογραφία η Δήμητρα Εξάρχου, τα κοστούμια η Ελένη Ψύρρα, τις χορογραφίες η Ελλη Νταϊλιάνη, τον φωτισμό ο Γιάννης Χατζηαντωνίου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ