«Πολιτικό. Ναι, είναι πολιτικό φιλμ. Και κοινωνικό. Νομίζω ότι όσοι δουν την ταινία, θα δουν ότι είναι κάτι σαν μια χαρτογράφηση της Γαλλίας, όπου όλοι προσπαθούν να βρουν ένα μονοπάτι στη ζωή τους. Την αντιμετωπίζω σαν ένα ταξίδι στον κόσμο του προλεταριάτου. Η ελίτ δεν εμφανίζεται πουθενά, ο απλός λαός μιλάει για τον κόσμο».
Ο 43χρονος γαλλοαλγερινής καταγωγής σκηνοθέτης Ρασίντ Νταϊτζανί αναφέρεται στη δεύτερη κινηματογραφική δημιουργία του, ονόματι «Μια βόλτα στη Γαλλία» («Tour de France»). Καθόμαστε στο δωμάτιο 2136 του ξενοδοχείου InterContinetal Le Grand Hotel του Παρισιού, είναι Ιανουάριος και το φεστιβάλ γαλλικού κινηματογράφου της Unifrance βρίσκεται σε εξέλιξη. Μιλώντας μαζί του αντιλαμβάνεσαι ότι με έναν σεμνό, ευγενικό τρόπο ο Νταϊτζανί νιώθει υπερήφανος για την ταινία του. Αν κάτι τέτοιο ισχύει όντως, τότε δικαίως ισχύει.
Ταινία περιπλάνησης με κοινωνικοπολιτικό προσανατολισμό, η «Βόλτα στη Γαλλία» έχει κεντρικά πρόσωπα τον Φαρούκ, έναν εικοσάχρονο ράπερ προερχόμενο από τα «βρώμικα» προάστια του Παρισιού, και τον Σερζ, έναν συνταξιούχο εργάτη, πατέρα ενός φίλου του πρώτου. Για λογαριασμό του φίλου του, ο Φαρούκ έχει δεχθεί να συνοδεύσει τον Σερζ σε ένα ταξίδι στη Γαλλία, κατά τη διάρκεια του οποίου ο Σερζ στοχεύει να ζωγραφίσει όλα τα λιμάνια που είχε ζωγραφίσει ο κλασικός ζωγράφος Ζοζέφ Βερνέ. Πώς τώρα το χάσμα που χωρίζει αυτόν τον υπέρβαρο, συντηρητικό εθνικιστή (και ρατσιστή) από έναν φλογερό αντικομφορμιστή και πολλά υποσχόμενο νεαρό στιχουργό γεφυρώνεται, άλλο να το λέμε και άλλο να το βλέπετε…
Πάντως το ταξίδι αυτού του ανορθόδοξου ντουέτου, που από την Πέμπτη 20 Απριλίου θα προβάλλεται και στις ελληνικές αίθουσες, αποκτά την εικόνα μιας διεισδυτικής ματιάς πάνω στη σύγχρονη Γαλλία (ή αν θέλετε ακόμα και στην Ευρώπη). Παρακολουθούμε τους εκπροσώπους μιας κοινωνίας διχασμένης. Στη μια πλευρά η νοσταλγία για ένα παρελθόν που ποτέ ξανά δεν θα γίνει παρόν. Από την άλλη ένα φρέσκο παρόν, του οποίου όμως το μέλλον είναι θολό και αβέβαιο.
Βιωματική εμπειρία
Και όλα αυτά καταλήγουν σε μια πραγματικά δυνατή, έξυπνη και πολύ επίκαιρη ταινία. Εύλογα λοιπόν, ρωτώ τον Νταϊτζανί αλλά και τον Σαντέκ που βρίσκονται μπροστά μου στο ξενοδοχείο πώς ένα τέτοιο δύσκολο σχέδιο πήρε μπροστά. «Ολα ξεκίνησαν πριν από πολλά, πολλά χρόνια» μου απαντά ο σκηνοθέτης. Μου εξηγεί ότι το 1999 γύρισε ο ίδιος όλη τη Γαλλία μαζί με μια παρέα μουσικών που του το ζήτησαν. Ηχογραφούσαν ραπ μουσική σε όλη τη γαλλική επικράτεια. Κάνοντας την τουρνέ μαζί με την παρέα, ο Νταϊτζανί σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να βγει κάτι ενδιαφέρον αν κάποιος αφηγούνταν μια παρόμοια ιστορία, μόνο που κεντρικός ήρωας θα ήταν ένας νεαρός ποιητής προερχόμενος από «δύσκολες» γειτονιές της Γαλλίας.
Και πράγματι, καμιά 15αριά χρόνια αργότερα, ο ήρωας γεννήθηκε με το όνομα Φαρούκ και το πρόσωπο του ράπερ Σαντέκ. Μόνο που προστέθηκε ένας ακόμη ήρωας, εκείνος του Σερζ, που μετά από πολλά χρόνια έδωσε την ευκαιρία στον Ζεράρ Ντεπαρντιέ να επανέλθει με έναν πραγματικά μεστό ρόλο. Η χημεία των δύο ηθοποιών είναι με μια λέξη απολαυστική!
Ο Σαντέκ δεν είχε δει ποτέ στη ζωή του από κοντά τον Ζεράρ Ντεπαρντιέ πριν από την πρώτη ημέρα γυρισμάτων αυτής της ταινίας. «Κοιτάξαμε ο ένας τον άλλον για ένα περίπου λεπτό χωρίς να πούμε λέξη» είπε. «Και αμέσως μετά, ο Ζεράρ στράφηκε προς τον Ρασίντ και του είπε «Μου αρέσει αυτός ο νεαρός τύπος»». Ο Σαντέκ κολακεύτηκε, δεν ήταν λίγο εξάλλου καθότι το «Μια βόλτα στη Γαλλία» ήταν η πρώτη ταινία του. Μια ταινία που τελικά γυρίστηκε ελεύθερα και με αυθορμητισμό από τους ηθοποιούς, οι οποίοι δεν έκαναν καμία προετοιμασία και δεν πρόβαραν καθόλου τους ρόλους τους. «Η αλήθεια είναι ότι δεν ήθελα να «παίξω» και τόσο» είπε ο Σαντέκ. «Ηθελα να είμαι απλώς ο φυσικός εαυτός μου». Ο Νταϊτζανί συμφώνησε με την ιδέα και το μόνο που ο Σαντέκ χρειάστηκε να κάνει ήταν να μάθει τους διαλόγους του.
Μετάλλαξη και εξέλιξη
Θα μπορούσες να πεις ότι οι δύο ήρωες της ταινίας μεταλλάσσονται μετά το ταξίδι, γίνονται διαφορετικοί, ή τουλάχιστον αντιμετωπίζουν με διαφορετικό μάτι τον κόσμο. Ο Σαντέκ προτιμά το ρήμα «εξελίσσονται». «Το ταξίδι τους ανοίγει τα μάτια, τους κάνει καλύτερους, αντιλαμβάνονται καλύτερα ο ένας τον άλλον».
Ο σκηνοθέτης το θέτει διαφορετικά. «Η ομορφιά για μένα είναι ότι ο θεατής θα είναι εκείνος που στο τέλος θα δει διαφορετικά τον Σερζ και τον Φαρούκ συγκριτικά με την αρχή. Οσο γι’ αυτό που είπατε προηγουμένως για τον Σερζ, δεν νομίζω ότι είναι ρατσιστής. Ο Σερζ ανήκει σε εκείνη την κατηγορία των φτωχών ανθρώπων που όταν κάθε τέσσερα χρόνια καλούνται να ψηφίσουν, βγάζουν στην κάλπη μια ακρότητα χωρίς απαραιτήτως να την πιστεύουν στ’ αλήθεια. Το κάνουν γιατί θέλουν να αποδείξουν ότι υπάρχουν. Ο Φαρούκ είναι νέος και έχει τη μουσική ραπ ως όπλο αντίστασης. Ο Ζερζ δεν έχει απολύτως τίποτε».
Το πρόβλημα εξάλλου για τον Νταϊτζανί είναι ότι πολύς κόσμος σήμερα αντιπαρατίθεται στον λαό των προαστίων ή της επαρχίας που υποφέρουν το ίδιο και δέχονται την αποστροφή της ελίτ. «Και αυτό συμβαίνει σε όλα τα επίπεδα, το πολιτικό, το καλλιτεχνικό, των media. Οι ευκαιρίες να ακουστούν αυτοί οι άνθρωποι είναι περιορισμένες και το γεγονός ότι υποφέρουν καταλήγει στην άνοδο των ακραίων πολιτικών κομμάτων αλλά και των ακραίων θρησκευτικών εκφράσεων».
Εχοντας κερδίσει εξαιρετικές κριτικές από το περασμένο Φεστιβάλ των Καννών, όπου έκανε την παγκόσμια πρώτη της στο Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών, η ταινία «Μια βόλτα στη Γαλλία» παίχτηκε στη λήξη του τελευταίου Φεστιβάλ του Σαράγεβο, κέρδισε το βραβείο κοινού στο Φεστιβάλ Μεσογειακού Κινηματογράφου Βρυξελλών και ακούστηκε επίσης στα Φεστιβάλ του Αμβούργου, της Αντάλια, της Ροσέλ, του Ντουμπάι και στο Cinemed του Μονπελιέ, στο οποίο ήταν η ταινία έναρξης. Στην Ελλάδα η ταινία προβλήθηκε για πρώτη φορά στο πλαίσιο του τελευταίου Φεστιβάλ Γαλλοφωνίας κερδίζοντας το βραβείο της Κριτικής Επιτροπής. «Παρά το γεγονός ότι σήμερα η γαλλική κοινωνία φαίνεται διχασμένη και μερικές φορές ακόμη και με αγεφύρωτες διαφορές, η ταινία αυτή δείχνει ότι υπάρχει ακόμα δυνατότητα για διάλογο» αναφέρεται στο σκεπτικό της επιτροπής.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ