Ο Γρηγόρης Βαλτινός υποδύεται τον Μεγαλοδύναμο στο έργο της Ανάτ Γκοβ, «Θεέ μου», και μέσα από την παράσταση μεταφέρει τους προβληματισμούς του, σε ένα κοινό που τον ακολουθεί πιστά, εδώ και σχεδόν τρεις δεκαετίες.
Κύριε Βαλτινέ, υπάρχει μυστικό επιτυχίας στο θέατρο;
«Τα πράγματα είναι απλά. Το κοινό επιλέγει. Οταν επιλέξει μια παράσταση, γιατί έχει χαβαλέ, είναι κλασική ή είναι κουλτουριάρικη και δεν την καταλαβαίνει, θα πάει καλά. Στις μέρες μας το θέατρο έχει βοηθηθεί και από τις χαμηλότερες τιμές και τις προσφορές. Αν σκεφθεί κανείς τι μεροκάματα παίρνουν οι άνθρωποι που δουλεύουν στο θέατρο, όχι οι καλλιτέχνες, θα καταλάβει πόσο έχουν πέσει οι μισθοί. Οσο για τους καλλιτέχνες, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Μπορεί και να πάψουν να είναι, γιατί η δουλειά μας είναι βραχύβια».
Οχι και για εσάς;
«Ναι, αλήθεια είναι. Ξέρετε, αν ανοίξεις μια επιχείρηση και πάει καλά για μια πενταετία, μπορεί να βγάλεις λεφτά για μια δεκαετία. Στο θέατρο ελάχιστοι είναι εκείνοι που αμείβονται καλά, δέκα άτομα θα σας έλεγα. Αλλά αυτοί οι δέκα, κάπως το κέρδισαν αυτό. Δεν είναι τυχαίο. Αυτός που έχει γίνει πρώτο όνομα, έχει γίνει για κάποιους λόγους. Παίρνει λεφτά γιατί τα φέρνει. Αντιστοίχως υπάρχουν οι σταρ στις off Broadway σκηνές, στα μικρά θέατρα, στις ομάδες. Ο καθένας στον χώρο που επέλεξε».
Εσείς επιλέξατε να είστε mainstream. Μετανιώσατε;
«Καταρχήν πιστεύω ότι είναι λάθος να μεταπηδάς από χώρο σε χώρο, να τα θέλεις όλα. Προσωπικά δεν επέλεξα το off Broadway. Δεν χρειάστηκε».
Τι εννοείτε;
«Μπήκα στο θέατρο με τη φιλοδοξία να κάνω ποιοτικές παραστάσεις, προσιτές στο κοινό, κατανοητές. Να μην πάω να κάνω τον κουλτουριάρη για να κερδίσω περγαμηνές ποιότητας. Διάλεξα, κατά τη γνώμη μου, την πιο δύσκολη πορεία. Την πορεία στο ποιοτικό εμπορικό και στο ποιοτικά εμπορικό. Γιατί πολύ πιο εύκολα διαλέγεις έργα περίεργα σκηνοθετημένα, κάνεις την πλάκα σου, με έναν θίασο που έρχεται δωρεάν, και ανεβάζεις μια παράσταση που κοστίζει ως παραγωγή δέκα χιλιάδες ευρώ. Από εκεί και πέρα θα γίνει ο διαχωρισμός».
Μα, πιστεύετε στους διαχωρισμούς;
«Δεν κάνω αφορισμούς. Τον διαχωρισμό τον κάνει το κοινό. Το κοινό ξεχωρίζει την ήρα από το στάρι, είναι σύμμαχος, συμμέτοχος. Χρειάζεσαι τις αντιδράσεις του».
Κουλτουριάρικο ήταν το θέατρο του Λευτέρη Βογιατζή;
«Ηταν να δουλέψουμε μαζί στον «Θείο Βάνια» του Τσέχοφ. Είχα όμως κλείσει κάπου αλλού και δεν έγινε. Ο Λευτέρης έκανε mainstream πράγματα. Αλλά τα έκανε πολύ καλά. Είναι ένας από τους στόχους μου να κινούμαι με παραστάσεις που έχουν το δικό του επίπεδο. Μιλάω για τις άλλες παραγωγές. Δεν έχουμε δικτατορία, για να πρέπει να κάνουμε παραστάσεις με συμβολισμούς, και μάλιστα μαθητικού τύπου, όπως όταν ήμασταν στη σχολή. Εχουμε μια ξενομανία, μια υπερβολή. Μοντέρνος δεν γίνεσαι έτσι, με συμβολισμούς και υπονοούμενα. Οπως δεν γίνεσαι αριστερός με το να βγάλεις τη γραβάτα. Μοντέρνος γίνεσαι αν βάλεις φιλότιμο και ξεστραβωθείς. Αυτά τα παιδιά κάνουν σήμερα φροντιστήριο στις πλάτες μας. Εκτος κι αν είναι βαλτοί».
Για την αριστερή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ λέτε…
«Το αποτέλεσμα είναι χειρότερο από ό,τι θα ήταν με την πιο δεξιά κυβέρνηση. Ο αγώνας και οι περγαμηνές δεν προέρχονται από μια φοιτητική επαναστατικότητα. Εχω αρχίσει να υποψιάζομαι ότι κάποιος έβαλε αυτή την «Αριστερά» στην εξουσία για να ξεδοντιάσει το σύνολο της Αριστεράς. Θα βάλουμε, είπαν, μια τραβεστί Αριστερά για να ξεμπερδεύουμε μια και καλή».
Ποιο είναι το πρόβλημα της εποχής μας;
«Το πρόβλημα της εποχής μας είναι τα εισαγωγικά. Ολα τα βάζουμε σε εισαγωγικά. Γιατί εννοούμε κάτι άλλο από αυτό που λέμε. Βάζουμε σε εισαγωγικά την Αριστερά, την αλήθεια, την ανάπτυξη, τις υποσχέσεις, τις καταργήσεις, όλα».
Στο ζήτημα της Παιδείας το ίδιο ισχύει;
«Λείπει η Παιδεία. Γι’ αυτό και εμείς οι Ελληνες πάμε σαν τα τραγιά. Τείνουμε στην ευκολία, στον χαβαλέ της ευκολίας. Δεν ξέρω αν φταίει ο ήλιος ή το ένδοξο παρελθόν μας. Αλλά δεν είμαστε παρά οι τρίχες οι κατσαρές από τα μαλλιά των αρχαίων».
Πώς αποφασίσατε να ερμηνεύσετε τον Θεό;
«Το έργο μού το σύστησαν. Ο μεταφραστής το έδωσε στη σκηνοθέτρια, εκείνη στην Κατερίνα Διδασκάλου και με τη σειρά της η Κατερίνα σε εμένα. Ηταν ευεργέτες μου. Βρήκα στο «Θεέ μου» το ιδανικό μου στο θέατρο ποιοτικού εμπορικού. Είναι εύληπτο, εύπεπτο, έχει πολλά επίπεδα ανάγνωσης. Ο κόσμος διασκεδάζει, γελάει. Παράλληλα θέτει ερωτήματα, προκαλεί συζητήσεις, λέει αλήθειες».
Αναφέρεται κυρίως στη θρησκεία και είναι γραμμένο από μια εβραία.
«Επειδή, ως γνωστόν, η θρησκεία είναι το όπιο του λαού, στην εποχή μας, που τα πράγματα απομυθοποιήθηκαν, πολλοί χρησιμοποιούν ακόμη τη θρησκεία για πονηρούς λόγους. Λένε «ο δικός μου Θεός είναι καλύτερος». Πόσο ακόμα η θρησκεία θα είναι εκμετάλλευση; Πόσοι θεοί υπάρχουν; Ενας είναι ο Θεός, ο άνθρωπος. Αρκεί να το πιστέψουμε. Οταν ο καλός αποκαρδιωθεί και απογοητευτεί, δεν απομένει η ελπίδα στον κόσμο. Δεν μας χρειάζεται καμιά θρησκεία, καμιά μετάνοια, κανένα τάμα. Τάμα στον απέναντί μας χρειάζεται να κάνουμε».
Το καλοκαίρι θα ερμηνεύσετε τον Ζορμπά. Είναι πάντα επίκαιρος;
«Δεν είναι πρόσφατη έμπνευση, το συζητάμε χρόνια με τον Σταμάτη Φασουλή. Ηταν να γίνει προ πενταετίας στο Παλλάς. Πιστεύω ότι πρέπει να ξανακοιτάξουμε τον Ζορμπά, να ξεκαθαρίσουμε τους λογαριασμούς μας μαζί του, γιατί έχει ταυτιστεί με τον Ελληνα. Ισως είναι η κατάλληλη ώρα».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ