Η ζωγραφική του Νίκου Στεφάνου είναι χειροπιαστή, κατασκευασμένη από στέρεα υλικά. Για αυτό και το εργαστήριό του, κοντά στην πλατεία Υμηττού, δεν είναι ατελιέ, αλλά συνεργείο όπου τα εργαλεία είναι πολύ περισσότερα από τα πινέλα. Ενα συνεργείο όπου συναρμολογείται ένας θαυμαστός κόσμος ο οποίος πάλλεται μέσα στην ψυχή και στον νου, αποτραβηγμένος, σχεδόν, από τα εγκόσμια. Την αίσθηση αυτή επιτείνει η φωτογραφία του ζωγράφου, στη μεσόπορτα μεταξύ ατελιέ ζωγραφικής και εργαστηρίου καλλιτεχνικών κατασκευών, ενδεδυμένου τη ρασοευχή στις Καρυές του Αγίου Ορους, όπου έκανε τα πρώτα, πολύ νεανικά, βήματα στην τέχνη.
Το πιο παλιό έργο που κρέμεται στον τοίχο της παλιάς μονοκατοικίας που έκτισαν πρόσφυγες από τη Ρωσία το 1922 έλκει την καταγωγή του από το μακρινό 1950. Ο Αλέξανδρος Ιόλας επισκέφθηκε τον Γιάννη Τσαρούχη κρατώντας μια γαλλική σαμπάνια και ο νεαρός Νίκος Στεφάνου που μαθήτευε δίπλα στον δάσκαλο του ζήτησε να κρατήσει την άδεια φιάλη για να τη ζωγραφίσει. Πριν, το 1949, εξέφρασε την επιθυμία να αντιγράψει βυζαντινά ψηφιδωτά και εκείνος τον σύστησε στον βυζαντινολόγο Μανόλη Χατζηδάκη και εκείνος στον έστειλε στο Δαφνί, επάνω στις σκαλωσιές που είχε στήσει ο Φώτης Ζαχαρίου για να τα συντηρήσει. Παιδευόταν στον περικαλλή ναό –μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς –όταν μπήκε ένας γερμανός βυζαντινολόγος, είδε ολόκληρη τη Βαϊοφόρο αντιγραμμένη κομμάτι-κομμάτι και εντυπωσιάστηκε. Εσύ μικρό παιδί –ήταν 16 ετών τότε –κάνεις αυτά; του είπε και τον προέτρεψε να πάει στο Αγιον
Ορος και να κάνει την ίδια δουλειά για λογαριασμό του. Ετσι έμεινε εκεί κοντά οκτώ μήνες, αντιγράφοντας σε ξεχωριστά χαρτιά όλα τα στάδια δημιουργίας της τοιχογραφίας της κοίμησης του Εφραίμ του Σύρου στη μονή Παντοκράτορος, τα οποία ο καθηγητής χρησιμοποιούσε στο μάθημά του στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου.
Ο άνεμος της νεανικής ορμής δεν έπαψε ποτέ να πνέει στο εργαστήριο του πολύ ώριμου πια ζωγράφου. Φαίνεται αυτό καθώς δοκιμάζει να κάνει πατίνι με ένα έργο τέχνης. Ναι, αυτό το πατίνι λειτουργεί κανονικά αλλά είναι φορτωμένο καλλιτεχνικές επεμβάσεις και έχει εκτεθεί στη μεγάλη, αναδρομική έκθεση του δημιουργού το 2009 στο Μουσείο Μπενάκη. Οι καλλιτεχνικές κατασκευές που τις ακουμπάς με τα χέρια σου και ενδεχομένως τις χρησιμοποιείς κιόλας είναι η κεντρική ιδέα που διαπερνά το έργο του. Ακόμα και η ζωγραφική του περικλείει αυτή την ιδεολογία στις δύο διαστάσεις του τελάρου. Από τα χαρακτικά που χαράζει και τυπώνει στη δική του πρέσα μέχρι τον ζωγραφισμένο «αετό», από τα χειροπλασμένα κεραμικά μέχρι τα μοντέλα καραβιών για τις χαρτοκοπτικές του, από το δακτυλίδι με «πολύτιμο» λίθο γυαλί από φιάλη μπίρας μέχρι τον «βαρύτιμο» πολυέλαιο που κρέμεται από την οροφή, από την πλήρως λειτουργική μηχανή που μεταφέρει τον Σωκράτη στη σκηνή στις «Νεφέλες» του Αριστοφάνη μέχρι τις πάμπολλες μακέτες σκηνικών για το θέατρο, όλα, είναι έργα των χειρών και της ευαισθησίας του ζωγράφου.
Ειδικά οι μακέτες των σκηνικών θεατρικών έργων είναι από μόνες τους συναρπαστικές εικαστικές κατασκευές. «Μπέρδευα τη ζωγραφική με τη σκηνογραφία» λέει. «Ηταν μια εναλλαγή ιδεών και σκέψεων. Αλλά κάπου συναντιόντουσαν. Δεν τα ξεχώρισα ποτέ. Απλώς η ζωγραφική είναι μοναχική αλλά για το θέατρο έχω να αφηγηθώ. Είχε γοητεία το θέατρο. Δεν γνώρισα διακοπές. Πάσχα, Χριστούγεννα έκανα μέσα στο θέατρο. Ημουν ευτυχής εκεί».

Εκτός από τις δικές του σκηνογραφίες εκτελούσε και των άλλων τα σκηνικά. Μόνο στη Λυρική ζωγράφισε σκηνικά για 180 όπερες και οπερέτες. Σκηνικό εννέα μέτρα επί δεκατρία σε ένα βράδυ. «Πώς γίνεται;» αναρωτιέται.

Δίνει ο ίδιος της απάντηση. «Δεν έχω καθίσει ποτέ μου» λέει. «Παλιά ερχόμουν εδώ στο ατελιέ κάθε μέρα, από τις οκτώ το πρωί και έφευγα στις δέκα». Ξεκουραζόταν χαράζοντας τον χαλκό και τυπώνοντας χαρακτικά στη δική του πρέσα. Ετσι γέμιζε τον χρόνο ανάμεσα στη ζωγραφική και στη σκηνογραφία. Με κατασκευές. Και τώρα που μεγάλωσε και σοβαρεύτηκε, όπως λέει, πάλι χαράσσει το εύκαμπτο πλαστικό και το τυπώνει. Δεν μπορεί να καθίσει χωρίς να κάνει κάτι, ούτε αυτή τη μία, μιάμιση ώρα που έρχεται τώρα στο ατελιέ, έστω κι αν λέει ότι βαριέται και δεν κάνει τίποτε: «Ερχομαι εδώ, μελαγχολώ και φεύγω. Φθάνει πια. Εχω την εντύπωση ότι έκανα όλα όσα ήθελα να κάνω». Εμείς, όμως, δεν τον πιστεύουμε…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ