Ο Δημήτρης Λιγνάδης ήθελε να συμμετάσχει στην επόμενη δουλειά του Γιώργου Νανούρη. Κι έτσι, όταν ήρθε και του μίλησε για τη νουβέλα του Τολστόι, τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους. «Προερχόμουν από τον «Ριχάρδο», την «Αντιγόνη», το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», οπότε ο Τολστόι ήρθε σαν δώρο εξ ουρανού για εμένα. Εχει μια εξυπνάδα στη γραφή, μια πραότητα. Με συγκίνησε πολύ, δάκρυσα. Κίνησε μέσα μου μηχανισμούς. Μου αρέσει πολύ ότι ο Γιώργος με έναν τρόπο ξανασυστήνει το χαμένο αυτονόητο. Το κανονικό θέατρο. Ενα θέατρο που δεν απευθύνεται μόνον στην αισθητική αλλά και στις αισθήσεις, στα αισθήματα».
Το διήγημα του Λέοντος Τολστόι μοιάζει με σύγχρονη παραβολή, μια παραβολή που αναζητεί το νόημα της ζωής. Γραμμένη πριν από 125 χρόνια, σε μια οικονομικά δύσκολη περίοδο της Ρωσίας, φαντάζει, όπως όλα τα μεγάλα έργα, εξαιρετικά σύγχρονη. Η ιστορία, απλή, φέρνει στη σκηνή ένα δίδυμο: Αφέντης και δούλος. Ο πλούσιος έμπορος, αγνοώντας την κακοκαιρία, ξεκινά μαζί με τον υπηρέτη του για να προλάβει πρώτος μια προσφορά. Η χιονοθύελλα θα αλλάξει τα σχέδιά του και χαμένος, πάντα μαζί με τον υπηρέτη του, στις παγωμένες εκτάσεις της ρωσικής επαρχίας, θα αναμετρηθεί με τον εαυτό του, τη ζωή και τα συναισθήματά του.

«Ο Τολστόι παίρνει αξία μέσα από το momentum»
λέει ο Δημήτρης Λιγνάδης που ερμηνεύει τον αφέντη, πλάι στον «δούλο» Γιώργο Νανούρη. «Κι έχει ανάγκη να ακούσει το απλό και το ουσιαστικό. Αλλωστε η αλήθεια ποτέ δεν απευθύνεται στην αισθητική. Η αισθητική είναι το μέσον. Δεν με ενδιαφέρει να είναι ενδιαφέρουσα η παράσταση –δεν θέλω να ακούω αυτούς τους χαρακτηρισμούς. Με ενδιαφέρει ο τρόπος να είναι απόλυτος. Μεταξύ μας, όταν τρώμε, δεν λέμε «ενδιαφέρον το παστίτσιο». Λέμε μ’ αρέσει ή δεν μ’ αρέσει» εξηγεί. Ο απλός καμβάς, πάνω στον οποίο βασίζεται η νουβέλα «Αφέντης και δούλος» μόνον απλοϊκός δεν είναι. «Ο αφέντης κουβαλά την έπαρση του αυτοδημιούργητου. Ο Τολστόι δεν τους χωρίζει σε καλό και πλούσιο, κακό και φτωχό. Ο αφέντης ωστόσο είναι ο αυτοδημιούργητος πλούσιος και ο υπηρέτης ο ταπεινός» λέει και παραπέμπει σε έναν στίχο που ξεχωρίζει: «Παράξενο πράγμα η καρδιά –Οσο τη σπαταλάς τόσο περισσότερη έχεις».

«Δεν χωρίζονται οι άνθρωποι. Μέσα μας χωριζόμαστε. Ολα μέσα μας είναι παιχνίδια υποταγής. Ολοι κρύβουμε μέσα μας έναν αφέντη και έναν δούλο. Το δίπολο υπάρχει παντού. Στη ζωή, στην κοινωνία, στο σεξ. Δεν είναι ταξικό»
λέει. «Υπάρχει μια ιδιότυπη αφέλεια, μια οιονεί αθεΐα ανάμεσα σε αυτούς του δύο. Πότε τους δένει η συνύπαρξη, πότε η αντιπαλότητα. Το παλεύουν πολύ μέσα τους. Αλλωστε σκέφτομαι κι έναν ακόμη στίχο, «Αφεντικά και δούλοι –σκατά γινήκαν ούλοι», όταν κάτω από το απέραντο άσπρο, όλοι είναι τελικά ίδιοι. Οι άνθρωποι αισθάνονται δούλοι και με την πρώτη ευκαιρία καταφέρονται κατά των υποτιθέμενων αφεντικών τους. Γι’ αυτό αγανακτούμε. Γι’ αυτό φωνάζουμε. Γιατί νιώθουμε δούλοι. Αλλιώς θα είχαμε αλλάξει κάτι, θα είχαμε επαναστατήσει και θα είχαμε προτείνει κάτι. Ολο αυτό μου θυμίζει την εθελοδουλία» καταλήγει.
Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
Διασκευή – Σκηνοθεσία – Εικαστική σύλληψη: Γιώργος Νανούρης
Μουσική: Λόλεκ
Σκηνικά – κοστούμια: Μαίρη Τσαγκάρη
Φωτισμοί: Χρήστος Τζιόγκας
Παίζουν: Δημήτρης Λιγνάδης και Γιώργος Νανούρης

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ