Μετά τις σπουδές ηλεκτρολόγου μηχανικού στο ΕΜΠ, σκηνοθεσίας στη Σχολή Σταυράκου και θεάτρου στο Stella Adler Studio of Acting στη Νέα Υόρκη, η Σοφία Εξάρχου συνέχισε τις μεταπτυχιακές της σπουδές στη σχολή ESAV στην Τουλούζη και βρήκε τον δρόμο της στον κινηματογράφο ως βοηθός σκηνοθέτη ταινιών μεγάλου μήκους και διαφημιστικών. Αφού έγραψε και σκηνοθέτησε δύο μικρού μήκους ταινίες («Απόσταση», «Mesecina») εμφάνισε πέρυσι την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της, το «Park», που από την περασμένη Πέμπτη προβάλλεται στον «Μικρόκοσμο» της λεωφόρου Συγγρού. Με κεντρικά πρόσωπα δύο εφήβους, τον Δημήτρη (Δημήτρης Κίτσος) και την Αννα (Δήμητρα Βλαγκοπούλου), μια πρώην αθλήτρια, το «Park» «σκιαγραφεί το πορτρέτο μιας χαμένης γενιάς» η οποία περιφέρεται στο ερημωμένο Ολυμπιακό Χωριό που δέκα χρόνια μετά τους Αγώνες του 2004 έχει καταλήξει κρανίου τόπος. Τα παιδιά περιφέρονται άσκοπα ανάμεσα στα ερείπια, στήνοντας παιχνίδια –βίαιες απομιμήσεις των ολυμπιακών αθλημάτων –και οργανώνοντας ζευγαρώματα σκύλων για να βγάζουν χρήματα. Αλλά ο Δημήτρης και η Αννα προσπαθούν να ξεφύγουν. Θα τα καταφέρουν;
Η σκηνοθέτρια μίλησε στο «Βήμα» για αυτήν την πρώτη της προσπάθεια που μέχρι σήμερα έχει περάσει από αρκετά φεστιβάλ όπως το Διεθνές του Τορόντο (τμήμα Discovery), το Σαν Σεμπαστιάν (Διαγωνιστικό Νέων Σκηνοθετών) και το Φεστιβάλ του Λονδίνου.

n Αντιμετωπίσατε το «Park» ως ακόμη μια ταινία για την οικονομική κρίση ήκαιως αυτό μαζί με κάτι άλλο;
«Η προσπάθεια ερμηνείας των περισσότερων ελληνικών ταινιών με άξονα την κρίση αποτελεί συχνό φαινόμενο. Η δική μου πρόθεση όμως δεν ήταν να μιλήσω για την κρίση. Προφανώς, από τη στιγμή που ζω στην Ελλάδα οι σκέψεις μου και οι ιδέες μου επηρεάζονται από όλα αυτά που βιώνουμε καθημερινά. Αλλά γράφοντας αυτό το σενάριο δεν ήθελα να περιορίσω την ιστορία μου στην ελληνική κρίση των τελευταίων χρόνων. Και χαίρομαι πολύ που οι συζητήσεις με το κοινό και οι κριτικές που έχουν γραφτεί μέχρι τώρα για την ταινία στις χώρες όπου έχει προβληθεί δεν περιορίζονται στο ελληνικό φαινόμενο αλλά εντάσσουν την ιστορία του «Park» σε ένα ευρύτερο πλαίσιο».
n Μιλήστε μου λίγο για τον ρόλο του Ολυμπιακού Χωριού όπου έγιναν τα γυρίσματα.
«Το Ολυμπιακό Χωριό, έτσι όπως παρουσιάζεται στην ταινία, θα μπορούσε να είναι οπουδήποτε, όπως και η παρέα των παιδιών που βλέπουμε στο «Park». Αυτό νομίζω φαίνεται τόσο από τον τρόπο που κινηματογραφείται το Ολυμπιακό Χωριό όσο και από τις επιλογές των χαρακτήρων και των ιστοριών τους. Αυτή την πρόθεση την καταλαβαίνουν οι θεατές. Η πηγή έμπνευσης άλλωστε δεν ήταν το Ολυμπιακό Χωριό. Αρχικά ήθελα να αφηγηθώ την ιστορία μιας παρέας έφηβων αγοριών που ζουν σε ένα απομονωμένο μέρος, όπου δεν υπάρχει καμία διέξοδος και καμία ελπίδα. Να τους τοποθετήσω σε έναν τέτοιο χώρο και να τους παρατηρήσω. Να αφηγηθώ την καθημερινότητά τους, την απόγνωση, την πλήξη τους, τη βία που κρύβεται στα παιχνίδια τους. Μια βία αναπόφευκτη όταν ενώνεις δύο τόσο αντιφατικά στοιχεία, μια παρέα νεαρών παιδιών με όλη την ενέργεια που έχουν και ένα στοιχειωμένο μέρος».

n Πώς προέκυψε η ιδέα της αξιοποίησης των ερημωμένων χώρων του Ολυμπιακού Χωριού; Ηταν δική σας; Και αν ναι, ποιο είναι το ιστορικό πίσω της;
«Εψαχνα καιρό να βρω αυτό το μέρος μέσα στο οποίο θα τοποθετούσα τις ιστορίες των παιδιών. Δυσκολευόμουν να το βρω γιατί δεν ήθελα να είναι μια αναγνωρίσιμη συνοικία της Αθήνας, αλλά ένα μέρος που να έχει έναν χαρακτήρα πιο «αφηρημένο».
Την ιστορία του Ολυμπιακού Χωριού την έμαθα μέσα από τη σειρά ντοκιμαντέρ «Μικροπόλεις» που είχαν κάνει πριν από μερικά χρόνια οι σκηνοθέτες Γιάννης Γαϊτανίδης, Περσεφόνη Μηλιού και Θωμάς Κιάος. Ενα από τα επεισόδια της σειράς που σκηνοθέτησε η Περσεφόνη ήταν για το Ολυμπιακό Χωριό. Οταν το επισκέφτηκα, αμέσως κατάλαβα ότι ήταν το μέρος που έψαχνα, γιατί η παρουσία του «αφηγείται» σίγουρα πολλά για την ιστορία της Ελλάδας τα τελευταία χρόνια αλλά παράλληλα λέει πολλά και για τον δυτικό κόσμο γενικότερα. Με έμπνευση το Ολυμπιακό Χωριό αποφάσισα να «κατασκευάσω έναν κόσμο». Εχοντας δηλαδή το Χωριό ως βάση, πρόσθεσα και άλλα εγκαταλελειμμένα αθλητικά κτίρια και ολυμπιακές εγκαταστάσεις. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004, το Ολυμπιακό Χωριό και η ιστορία του μετά τους Αγώνες είναι αληθινά αλλά το «Park» δεν είναι ντοκιμαντέρ. Μου άρεσε πολύ η ιδέα να «κατασκευάσω» έναν κόσμο με αφορμή την ιστορία του Ολυμπιακού Χωριού. Το Park είναι ένα έρημο μέρος, που όμως δεν δημιουργήθηκε εξαιτίας ενός πολέμου ή κάποιας άλλης καταστροφής αλλά δημιουργήθηκε από τους Ολυμπιακούς Αγώνες».

n Αν κάτι προσωπικά μου προκάλεσε θλίψη βλέποντας το «Park» δεν ήταν τόσο η ζωή αυτών των «χαμένων» παιδιών που κάποια στιγμή μερικά από αυτά ενδέχεται να βρουν τον δρόμο τους όσο ο βίαιος θάνατος αυτού του ένδοξου μόλις πριν από μερικά χρόνια χώρου που μάλλον δεν θα αναστηθεί ποτέ. Πώς αισθανόσασταν εσείς στα γυρίσματα εκεί;
«Δεν έβρισκα και δεν βρίσκω τίποτα ένδοξο στο εγχείρημα των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 στην Αθήνα. Τη ματαιότητά τους αναγνωρίζω. Αυτή τη ματαιότητα έβλεπα γύρω μου κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων. Η όψη αυτών των κτιρίων που στέκουν εγκαταλελειμμένα αυτό αποκαλύπτει με τον πιο θλιβερό τρόπο. Το «Park» προσπαθεί να εκφράσει αυτό τον προβληματισμό. Να στρέψει το βλέμμα στις ιστορίες αυτών των παιδιών και όχι σε ένδοξα εγχειρήματα. Πιο σημαντικές και συγκινητικές μού φαίνονται οι ιστορίες αυτών των παιδιών από το έρημο τοπίο που στέκει πίσω τους. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες ήταν πριν από λίγα χρόνια η σπουδαιότερη πηγή ελπίδας και περηφάνιας για τους Ελληνες. Για να καταλήξουν πολύ γρήγορα ένα ενθύμιο της πτώσης που ακολούθησε. Το «Park» προσπαθεί να δει τι κρύβεται πίσω από αυτό τον «ένδοξο» χώρο. Και εκεί κρύβεται μια παρέα παιδιών που μοιάζει να έχει φορτωθεί τη συλλογική νοσταλγία μιας χώρας για το «ένδοξο παρελθόν» της. Εγκλωβισμένη ανάμεσα στα ερείπια, αυτή η ομάδα των παιδιών προσπαθεί να ελευθερωθεί από αυτό το παρελθόν και να ανακαλύψει την ταυτότητά της».
n Αναφέροντας συγκεκριμένα παραδείγματα πώς θα λέγατε ότι σας βοήθησαν το πρόγραμμα ανάπτυξης σεναρίου στο Crossroads του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και η συμμετοχή σας στα Screenwriters και Director’s Labs του Sundance.
«Στο Crossroads του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης συμμετείχαμε όταν το «Park» ήταν ακόμα σε πολύ αρχικό στάδιο. Οι συζητήσεις που κάναμε εκεί με παραγωγούς από διάφορες χώρες μάς βοήθησαν να συνειδητοποιήσουμε γρήγορα πώς λειτουργεί η ιδέα του σεναρίου μας, πώς την αντιλαμβάνονται άνθρωποι από διαφορετικές χώρες και πώς σχετίζονται με αυτή. Το γενικότερο ενδιαφέρον που νιώσαμε καθώς και το βραβείο που πήραμε μας έδωσε πολύ κουράγιο για να προχωρήσουμε στο επόμενο στάδιο.
Η συμμετοχή στα Sundance Labs, που ήρθε αρκετά αργότερα, ήταν ένα τεράστιο σχολείο για μένα. Η διαδικασία στο Directors’Lab είναι συλλογική, πολύ έντονη και κουραστική. Διαρκεί έναν ολόκληρο μήνα και στόχος είναι να γυριστούν κάποιες από τις πιο δύσκολες και απαιτητικές σκηνές της κάθε ταινίας που συμμετέχει στο πρόγραμμα. Για αρκετούς μήνες πριν από την έναρξη του προγράμματος γίνεται μια τεράστια προεργασία για να επιτευχθεί αυτό. Γίνεται συζήτηση με τους διοργανωτές του Lab για τις σκηνές που θα επιλεχθούν και για τους χώρους που θα πρέπει να στηθούν για να γυριστούν αυτές οι σκηνές. Γίνεται κάστινγκ με casting directors από την Αμερική για να βρεθούν οι ηθοποιοί που θα συμμετάσχουν στα γυρίσματα, γιατί συνήθως οι σκηνοθέτες δεν έχουν κλείσει το κάστινγκ της ταινίας τους όταν επιλέγονται για να συμμετάσχουν στο πρόγραμμα. Εγώ ήμουν τυχερή γιατί είχα ήδη επιλέξει τον πρωταγωνιστή μου και έτσι είχα τη δυνατότητα να ταξιδέψω μαζί του στη Γιούτα και να δουλέψουμε μαζί εκεί τις σκηνές που θα γυρνάγαμε μερικούς μήνες αργότερα στην Ελλάδα.
Για κάθε σκηνή είχαμε μια μέρα πρόβα, μια μέρα γύρισμα και μια μέρα μοντάζ. Μετά προχωράγαμε στην επόμενη σκηνή. Στο τέλος της βδομάδας βλέπαμε όλες τις σκηνές που είχαμε γυρίσει μαζί με το συνεργείο, τους ηθοποιούς και τους advisors του Lab. Είχαμε τη δυνατότητα να δοκιμάσουμε ιδέες και να πειραματιστούμε σε κάθε σκηνή, και στη συνέχεια να δούμε αυτό το υλικό και να το συζητήσουμε με τους advisors και τους συνεργάτες μας. Να δούμε πώς λειτουργεί η κάθε σκηνή και να έρθουμε αντιμέτωποι με τις αδυναμίες και τις δυσκολίες που έκρυβε η καθεμία.
Προτού προχωρήσουμε στα «αληθινά» γυρίσματα της ταινίας δηλαδή, είχαμε τη δημιουργική πολυτέλεια να συμμετάσχουμε σε αυτή την «προσομοίωση» γυρίσματος και να ανακαλύψουμε προβλήματα και προκλήσεις που διαφορετικά πιθανόν δεν θα είχαμε φανταστεί».

HeliosPlus