Στα τέλη του περασμένου Ιανουαρίου, ο ιταλός σκηνοθέτης Τζιανφράνκο Ρόσι κατέφθασε στο Λος Αντζελες για την προώθηση της ταινίας «Φωτιά στη θάλασσα», υποψήφια εφέτος για το Οσκαρ καλύτερου ντοκιμαντέρ. Η «Φωτιά στη θάλασσα» αφορά το νησί της Μεσογείου Λαμπεντούζα, εκεί όπου καταλήγουν πολλοί μετανάστες από την Αφρική.
Φθάνοντας στο αεροδρόμιο LAX ο Ρόσι εντυπωσιάστηκε από τα πλήθη των αμερικανών πολιτών που διαμαρτύρονταν για την πρόσφατη απόφαση της κυβέρνησης Τραμπ να απαγορέψει προσωρινά την είσοδο στις Ηνωμένες Πολιτείες σε ανθρώπους προερχόμενους από επτά μουσουλμανικές χώρες. Αφού έκανε τσεκ ιν στο ξενοδοχείο του, ο 53χρονος σκηνοθέτης ζήτησε να επιστρέψει στο αεροδρόμιο για να συμμετάσχει στη διαμαρτυρία. «Η διαφορά είναι μεγάλη όταν σε τέτοιου είδους εκδηλώσεις ο κόσμος είναι πολύς» είπε ο Ρόσι, που εντυπωσιάστηκε από την παρουσία νεαρών δικηγόρων στη συγκέντρωση διαμαρτυρίας. «Βρισκόμαστε σε ένα σημείο της ιστορίας όπου η πλειοψηφία δεν μπορεί να παραμένει πια σιωπηλή».
Τα βραβεία Οσκαρ, που την Κυριακή το βράδυ δίδονται στο Λος Αντζελες (για την Ελλάδα τις πρώτες πρωινές ώρες της Δευτέρας 27 Φεβρουαρίου), είναι ένα έμβλημα του Χόλιγουντ και το Χόλιγουντ, ως γνωστόν, είναι ένα μέρος που κυριολεκτικά χτίστηκε από αλλοδαπούς. Εβραίους ως επί το πλείστον, μετανάστες από την Ανατολική Ευρώπη στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του επόμενου. Ολα αυτά τα χρόνια πλήθος καλλιτεχνών από όλον τον κόσμο –ηθοποιοί, σκηνοθέτες, μουσικοί και τεχνικοί –έχουν θριαμβεύσει στο Χόλιγουντ· άλλοι παρέμειναν εκεί, άλλοι επέστρεψαν κάποια στιγμή στην πατρίδα τους.
Επομένως μπορεί κανείς να αντιληφθεί τη δύσκολη θέση στην οποία αυτή τη στιγμή βρίσκεται η κινηματογραφική βιομηχανία του Χόλιγουντ, η οποία πρέπει να «παλέψει» με τον απόηχο του προεδρικού διατάγματος σχετικά με την προσωρινή απαγόρευση της εισόδου στις Ηνωμένες Πολιτείες μεταναστών ή επισκεπτών προερχόμενων από το Ιράν, το Ιράκ, τη Λιβύη, τη Σομαλία, το Σουδάν, τη Συρία και την Υεμένη.
Αξίζει δε να σημειωθεί ότι η βιομηχανία πλήττεται και οικονομικά. Η απαγόρευση έγινε στο πικ της περιόδου προετοιμασίας τηλεοπτικών «πιλότων» για σειρές που πρόκειται να γυριστούν. Μέχρι σήμερα, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, εκατοντάδες ξένοι ηθοποιοί ταξιδεύουν στο Λος Αντζελες για συναντήσεις και συνεδρίες για κάστινγκ. Παρότι τόσο τα στούντιο όσο και τα πρακτορεία ταλέντων δεν προέβησαν σε ανακοινώσεις, δημοσιεύματα αναφέρουν ότι το διάταγμα θα επηρεάσει τον προγραμματισμό και τις αποφάσεις που πρέπει να παρθούν σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα για τις νέες σειρές.
Είναι βέβαιο λοιπόν ότι η εφετινή τελετή απονομής των Οσκαρ, η 89η κατά σειρά, θα έχει έντονο πολιτικό χαρακτήρα, ο οποίος θα ακολουθήσει καλλιτεχνικές εκδηλώσεις απονομής βραβείων που έχουν προηγηθεί, όπως των Χρυσών Σφαιρών όπου η Μέριλ Στριπ άφησε να εννοηθεί ότι ο Ντόναλντ Τραμπ χρησιμοποιεί μεθόδους εκφοβισμού στην πολιτική του. Οι καλλιτέχνες δεν μένουν πλέον βωβοί απέναντι στα γεγονότα.
Οταν ο Μαχερσάλα Αλι, υποψήφιος για το Οσκαρ β’ ανδρικού ρόλου για την ταινία «Moonlight», κέρδισε το βραβείο της Ενωσης Ηθοποιών Κινηματογράφου (SAG), ο λόγος που έβγαλε ήταν άκρως συναισθηματικός. Ανάμεσα στα λόγια του Αλι «Είμαι ένας μουσουλμάνος». Δεν ήταν ο μόνος που εξέφρασε την αντίθεσή του σε αυτή την τόσο δυσάρεστη κατάσταση, καθώς ηθοποιοί όπως η Τζούλια Λούις Ντρέιφους και ο Ντέβιντ Χάρμπουρ μίλησαν επίσης.
Σημαίνοντα ρόλο σε όλη αυτή την κατάσταση έπαιξε η απόφαση του ιρανού σκηνοθέτη Ασγκάρ Φαραντί να μην παραστεί στην τελετή απονομής των Οσκαρ, όπου η ταινία του, «Ο εμποράκος», είναι υποψήφια στις ξενόγλωσσες. Η κίνηση Φαραντί (αλλά και της πρωταγωνίστριας της ταινίας του Ταρανέχ Αλιντουστί) ήταν μια ένδειξη διαμαρτυρίας της απαγόρευσης εισόδου που επέβαλε το διάταγμα Τραμπ. Ο Φαραντί είναι «αγαπημένο παιδί» των Οσκαρ. Αυτή δε είναι η δεύτερη φορά στην καριέρα του που ο Φαραντί διεκδικεί το Οσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας μετά το «Ενας χωρισμός» που το είχε κερδίσει (ήταν υποψήφιος και ο ίδιος για το σενάριο). Ενας άλλος λιγότερο γνωστός καλλιτέχνης, ο Γερμανός Μαρσέλ Μετελσίφεν, του οποίου η ταινία «Watani: My homeland» διεκδικεί το Οσκαρ καλύτερου ντοκιμαντέρ μικρού μήκους (το θέμα της αφορά μια κατατρεγμένη οικογένεια Σύρων), δήλωσε ότι θα παραστεί στην απονομή αλλά χαρακτήρισε «πολύ επικίνδυνο» το διάταγμα Τραμπ για την απαγόρευση εισόδου.
Εύλογα λοιπόν αυτό που τελικά έχει προκύψει στην κοινότητα του Χόλιγουντ είναι ο διχασμός. Από τη μια μεριά η πρέσβειρα της Υπάτης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες Αντζελίνα Τζολί γράφει άρθρο στους «Τάιμς της Νέας Υόρκης» υποστηρίζοντας ότι οι θρησκευτικές διακρίσεις είναι παιχνίδι με τη φωτιά, από την άλλη, η υποψήφια για το Οσκαρ β’ ρόλου («Lion») Νικόλ Κίντμαν ζητεί να γίνει αποδεκτό από τον αμερικανικό λαό το αποτέλεσμα των τελευταίων προεδρικών εκλογών.
Ακόμα και οι πιο φανατικοί «αντι-Τραμπ», όπως ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο, δείχνουν να έχουν βάλει νερό στο κρασί τους. Σε βίντεό του πριν από τις εκλογές, αφού «έλουζε» τον Ντόναλντ Τραμπ με έναν σωρό κοσμητικά επίθετα, ο Ντε Νίρο έλεγε επίσης «θέλω να ρίξω γροθιά στη μούρη του Τραμπ». Σήμερα λέει «ας περιμένουμε να δούμε τι θα κάνει».
Ηθοποιοί όπως ο Τζον Βόιτ και ο Κλιντ Ιστγουντ υπήρξαν από την αρχή υπέρ του Τραμπ, όμως ο Μάθιου Μακ Κόναχι φάνηκε ότι μάλλον ρισκάρει τη δημοτικότητά του μετά την έκκλησή του προς το Χόλιγουντ «να αγκαλιάσει και να σφίξει το χέρι του νέου προέδρου».
Νηφάλιος πάντως σε σχέση με την τελετή απονομής των Οσκαρ, δείχνει να είναι ο παρουσιαστής κωμικός και κονφερασιέ Τζίμι Κίμελ. Σε δήλωσή του στο «The Hollywood Reporter» είπε ότι δεν θα δουλέψει τον μονόλογό του στην αρχή της τελετής αν δεν δει πρώτα πώς θα περάσει την τρέχουσα εβδομάδα ο Ντόναλντ Τραμπ. «Δεν μπορώ να γνωρίζω πού θα βρίσκεται το μυαλό μας στις 26 Φεβρουαρίου. Δεν ξέρω αν θα έχουμε ξεπεράσει όλα αυτά ή θα μιλάμε για καμιά καινούργια τρέλα. Φαντάζομαι ότι αυτό θα συμβεί».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ