Ο Γιάννης Κουνέλλης (1936-2017) αυτοεξορίστηκε στην Ιταλία το 1956 –όταν δεν έγινε δεκτός στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών –κυνηγώντας τις νέες προκλήσεις. Αυτό έκανε πάντα με την τέχνη και τη ζωή του, και έφτασε να γίνει ένας από τους ακριβότερους καλλιτέχνες στην Ευρώπη. Ο ίδιος έλεγε ότι αυτό έχει να κάνει με το εμπόριο και όχι με την τέχνη. Η τέχνη του είχε να κάνει με ένα σινεμασκόπ, μέσα από το οποίο μπορούσες να παρατηρήσεις τις αλλαγές που συνέβαιναν στον κόσμο, παράλληλα με τις θεαματικές επαναστάσεις στην εικαστική έκφραση. Το 1972 στην Documenta 5 ο καλλιτέχνης επεδίωξε να προκαλέσει συγκινησιακά εφέ με έναν πίνακα σε συνδυασμό με έναν βιολονίστα και μια μπαλαρίνα. Τα περιβάλλοντά του ενσωμάτωναν ζωγραφιές, πράγματα, κατασκευές, γλυπτά, αλλά και ζωντανά στοιχεία, ανθρώπους, ζώα ή πουλιά.
Το 1994 παρουσίασε στο αμπάρι του φορτηγού πλοίου «Ιόνιον», που ήταν αραγμένο στον Πειραιά, τον γενέθλιο τόπο του, την παρθενική του στην Ελλάδα αναδρομική έκθεση, στην οποία συμμετείχαν και άλογα. Η επιμελήτρια της έκθεσης Κατερίνα Κοσκινά, σήμερα επικεφαλής του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, έλεγε τότε: «Αν μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε κάπως τον Κουνέλλη, θα έλεγα ότι είναι ευρωπαϊκός καλλιτέχνης και, αν θέλαμε να τον προσδιορίσουμε ακόμη περισσότερο, ότι είναι ελληνοϊταλός καλλιτέχνης, με την έννοια ότι τα θέματά του αφορούν ευρύτερα τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, παλαιότερο και σύγχρονο. Αλλωστε συνειδητά επέλεξε να φύγει από την Ελλάδα, αναζητώντας και βρίσκοντας στην Ιταλία τη φυσική, ιστορική και πολιτισμική συνέχεια της αρχαίας Ελλάδας».
Ο Γιάννης Κουνέλλης έκανε το 1960 την πρώτη έκθεσή του στην γκαλερί «La Tartaruga» της Ρώμης, και αυτή ήταν η αφετηρία για ταχύτατη σκυταλοδρομία εκθέσεων σε όλη την Ευρώπη και την Αμερική που τον καθιέρωσε ως τον μαέστρο της Arte Povera, ο οποίος «έχει επηρεάσει όσο ελάχιστοι τον χαρακτήρα και το εικαστικό τοπίο της Γηραιάς Ηπείρου» όπως επισημαίνει η κυρία Κοσκινά.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ