Η παγκόσμια οικονομική κρίση, ο Ντόναλντ Τραμπ, η μισαλλοδοξία και ο ρατσισμός, το Brexit, η άνοδος της Ακρας Δεξιάς, το αιώνια άλυτο μεταναστευτικό πρόβλημα και κάπου, ανάμεσα σε όλη αυτή τη σκληρή πραγματικότητα που όλοι ζούμε καθημερινά, οι… ταινίες. Ιδού η εικόνα της τελευταίας κινηματογραφικής Μπερλινάλε, μιας κινηματογραφικής διοργάνωσης που εφέτος κλείνει 67 χρόνια λειτουργίας και ολοκληρώνεται απόψε το βράδυ στη λαμπρή αίθουσα Berlinale Palast στην πλατεία Potsdamer. Δεν υπήρξε συνέντευξη Τύπου με αμερικανούς συντελεστές κατά τη διάρκεια της οποίας να μην αναφέρθηκε το όνομα του νέου αμερικανού προέδρου, ενώ όλα τα προαναφερθέντα θέματα που εδώ και μερικά χρόνια πλήττουν καθημερινά κάθε γωνιά του πλανήτη έπεσαν κάποια στιγμή στο τραπέζι. Ανέκαθεν το Βερολίνο ήταν το πιο πολιτικοποιημένο φεστιβάλ, εφέτος όμως ξεπέρασε κάθε προηγούμενο. Περισσότερο πολιτικοποιημένη και να ήθελε αυτή η Μπερλινάλε δεν θα μπορούσε να γίνει.
Τραμπ σημαίνει κίνδυνος!
Χαρακτηριστική ήταν η περίπτωση του Ρίτσαρντ Γκιρ, ο οποίος χωρίς να κρύβει τις ελπίδες του για καλύτερες μέρες δήλωσε στο «Βήμα» ότι έτσι όπως κινείται ο Ντόναλντ Τραμπ μπορεί να δει την κυβέρνησή του να καταρρέει πολύ πριν από τις εκλογές της επόμενης τετραετίας. «Μπορεί να φύγει και σε δύο χρόνια» είπε ο ηθοποιός, τον οποίο συναντήσαμε με αφορμή την ταινία «Το δείπνο» του Ορεν Μόβερμαν, ένα σκληρό δράμα βασισμένο στο ομότιτλο διεθνές μπεστ σέλερ του Χέρμαν Κοχ (στην Ελλάδα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο) που καταπιάνεται με πολλά ζητήματα, ένα από τα οποία τα επικίνδυνα αποτελέσματα που μπορεί να προκληθούν από την έλλειψη επικοινωνίας ανάμεσα στα παιδιά και στους γονείς τους. «Είναι πολύ ευτυχές το γεγονός ότι πλέον ο κόσμος ξεσηκώνεται με το παραμικρό, στη Νέα Υόρκη πραγματοποιούνται συνεχώς διαδηλώσεις, ο κόσμος επιτέλους αντιδρά!» συνέχισε ο Γκιρ, ο οποίος στην ταινία υποδύεται έναν πολιτικό όχι τόσο αριβίστα τελικά όσο δείχνει.
Ο Ντόναλντ Τραμπ και η πολιτική του ήταν ένα από τα πιο σοβαρά θέματα που απασχόλησαν την κινηματογραφική κοινότητα κατά τη διάρκεια της 67ης Μπερλινάλε. Πολλοί παράγοντες του κινηματογράφου, Αμερικανοί και μη, ανησυχούν για το ενδεχόμενο μια νέας ταξιδιωτικής οδηγίας του αμερικανού προέδρου με την οποία η είσοδος στις Ηνωμένες Πολιτείες θα γίνει ακόμη πιο δύσκολη απ’ ό,τι ούτως ή άλλως είναι. Σε δημοσίευμά του το κινηματογραφικό έντυπο «Screen International» αναφέρει ότι οι επικεφαλής πολλών κινηματογραφικών φεστιβάλ της Αμερικής εκφράζουν την ανησυχία τους για το τι μέλλει γενέσθαι. «Αναζητούμε αποτελεσματικούς τρόπους ώστε ο κάθε κινηματογραφιστής του εξωτερικού που συμμετέχει στο φεστιβάλ μας να δώσει το παρών στις αίθουσες και στην πρεμιέρα της ταινίας του» είπε η καλλιτεχνική διευθύντρια του Φεστιβάλ της Tribeca Kάρα Κουσουμάνο (θυμίζω ότι «πατέρας» του εν λόγω φεστιβάλ είναι ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο, ο οποίος με ένα βίντεο είχε επιτεθεί κατά μέτωπον στον Ντόναλντ Τραμπ στην προεκλογική περίοδο).
Εξάλλου πριν από λίγο καιρό ο ιρανός σκηνοθέτης Ασγκάρ Φαραντί, του οποίου η ταινία «Ο εμποράκος» διεκδικεί το Οσκαρ της καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, ανακοίνωσε ότι δεν θα παραστεί στην τελετή απονομής των βραβείων, ένας τρόπος για να καταγγείλει τους περιορισμούς εισόδου που επέβαλε το διάταγμα Τραμπ. Εξαιτίας αυτού του διατάγματος, ένας άλλος σκηνοθέτης, λιγότερο γνωστός, ο Ιρανοϊταλός Φαριμπόρζ Καμκάρι, δεν μπόρεσε να παραστεί στο Φεστιβάλ της Σάντα Μπάρμπαρα στην Καλιφόρνια που τον είχε καλέσει με το ντοκιμαντέρ του «Water and sugar: Carlo di Palma, the colours of life».
Το έγκλημα της Ευρώπης

«Η Ευρώπη δεν αξίζει, δεν είμαστε εντάξει, δεν είμαστε καλοί»
είπε από την πλευρά του ο φινλανδός σκηνοθέτης Ακι Καουρισμάκι, που με την τελευταία ταινία του «Η άλλη πλευρά της ελπίδας» διεκδικεί τη Χρυσή Αρκτο και μέχρι που γράφονταν αυτές οι γραμμές ήταν το φαβορί. «Στην Ευρώπη του τελευταίου αιώνα δεν έχουμε κουλτούρα, είναι μια ήπειρος που έχει μετατραπεί σε σταυροδρόμι του εγκλήματος». Οπως και στο αριστούργημά του «Το λιμάνι της Χάβρης», έτσι και στην «Αλλη πλευρά της ελπίδας» το μεταναστευτικό πρόβλημα είναι αυτό που απασχολεί τον Καουρισμάκι: η ταινία αναφέρεται στις περιπέτειες τις οποίες θα ζήσει ένας σύρος λαθρομετανάστης στο Ελσίνκι, εκεί όπου έχει βρεθεί έχοντας περάσει μύρια εμπόδια τόσο στην πατρίδα του όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη, την οποία, όπως χιλιάδες άλλοι σαν αυτόν, διέσχισε περπατώντας και αβοήθητος. Με όπλο του, όπως πάντα, το σαρκαστικό, αφοπλιστικό χιούμορ, ο Καουρισμάκι αποτυπώνει στην οθόνη μια σαθρή κοινωνία στην οποία η αγάπη για τον άνθρωπο είναι δείγμα αποκλειστικώς της μειοψηφίας. «Ποιο είναι το πνευματικό στάτους της Ευρώπης; Εξήντα χρόνια πριν υπήρχαν εκατομμύρια μετανάστες και τότε τους βοηθούσαμε. Τότε ήμασταν φίλοι τους. Σήμερα τα εκατομμύρια μεταναστών είναι τα ίδια, μόνο που σήμερα είμαστε εχθροί τους. Αν δεν είμαστε άνθρωποι, τότε τι είμαστε;». Ωστόσο ο σκηνοθέτης είναι αρκετά έξυπνος για να γνωρίζει ότι μια ταινία δεν είναι αρκετή για να αλλάξει τον κόσμο. «Ο Ζαν Ρενουάρ είπε ότι έκανε την ταινία «Η μεγάλη χίμαιρα» («Le grand illusion») γιατί πίστεψε ότι με αυτήν θα μπορούσε να σταματήσει τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο» είπε ο Καουρισμάκι. «Δεν τα κατάφερε. Το σινεμά δεν έχει αυτή τη δυνατότητα».
Ηταν όντως πολύ όμορφο και κατά κάποιον τρόπο ανακουφιστικό να βλέπεις καταξιωμένους καλλιτέχνες να εκφράζουν ανοιχτά και σκληρά άποψη κατά των πολιτικών της χώρας τους. Με το «Pokot» (που σημαίνει ίχνος ζώου), η έμπειρη πολωνή σκηνοθέτρια Ανιέσκα Χόλαντ, η οποία εδώ και χρόνια θεωρεί το Λος Αντζελες πατρίδα της, εκφράζει την αντίθεσή της απέναντι στο κυνήγι και στους σκοτωμούς των άγριων ζώων και, ενώ δεν πιστεύει ότι έκανε μια ανοιχτά πολιτική ταινία, θεωρεί ότι, μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο της πολιτικής κατάστασης σήμερα στην Πολωνία, το «Pokot» αγγίζει πολιτικά θέματα. «Η σημερινή κυβέρνησή μας είναι βαθιά αντιδημοκρατική» είπε η Χόλαντ. «Δημοκρατία για αυτήν σημαίνει δικτατορία, μισογυνισμό και αντιοικολογία. Το λόμπι των κυβερνητικών που είναι κυνηγοί αποτελεί τρανό παράδειγμα. Ψηφίζουν νόμους που είναι εναντίον όχι μόνο των ζώων αλλά και εκείνων που είναι εναντίον των κυνηγών! Ο υπουργός Εξωτερικών της Πολωνίας έχει μιλήσει ξεκάθαρα εναντίον των οικολόγων, των ζωοφίλων και των χορτοφάγων. Αισθάνομαι τη δημιουργία μιας πολύ επικίνδυνης υποκουλτούρας».
Εξαιρετικά επίκαιρo όμως ήταν και το «Πάρτι», η τελευταία ταινία της Βρετανίδας Σάλι Πότερ του «Ορλάντο» και του «Μάθημα τανγκό». Μέσα στον περιορισμένο χώρο ενός αστικού σπιτιού του Λονδίνου, όπου ένα πάρτι όντως λαμβάνει χώρα, η μικρής διάρκειας ασπρόμαυρη αυτή ταινία –μόλις μία ώρα και δέκα λεπτά –μιλάει για τη σύγχυση ταυτότητας που επικρατεί αυτή την εποχή στη Μεγάλη Βρετανία. Μάλιστα, κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας είναι η οικοδέσποινα (Κριστίν Σκοτ Τόμας), η οποία προαλείφεται για τη θέση της υπουργού Υγείας. «Ξεκίνησα να γράφω το σενάριο του «Πάρτι» λίγο πριν από τις τελευταίες εκλογές στη χώρα μου» είπε η Σάλι Πότερ. «Με ώθησε εκείνο το αίσθημα κατήφειας και μελαγχολίας που «έπιανα» στον αέρα, κάτι σαν ένα παιχνίδι μαντείας γύρω από το τι ο κόσμος ήθελε να ακούσει και όχι για το τι έπρεπε να ακουστεί, για το τι έπρεπε να υποστηριχθεί». Η σκηνοθέτρια λέει ότι αυτός ήταν τελικά ο σπόρος για την επικράτηση μιας παραποίησης του ορισμού της αλήθειας, αν και το «Πάρτι» είναι βασισμένο στην ιδέα ότι «η πολιτική είναι παντού και όχι μόνο στο Κοινοβούλιο. Κάθε σχέση διαχειρίζεται ανταλλαγές εξουσίας και ο καθένας έχει τα μυστικά του» κατέληξε η Πότερ, αφήνοντας ωστόσο ασαφές το αν ήταν υπέρ ή όχι του Brexit.

Η εκδίκηση του Καρλ Μαρξ
Μια από τις ταινίες που επίσης συζητήθηκαν αφορά τον Καρλ Μαρξ στα νεανικά χρόνια του, έτσι όπως τον αναβιώνει στην κινηματογραφική βιογραφία «Ο νεαρός Καρλ Μαρξ» ο αϊτινός σκηνοθέτης Ραούλ Πεκ. Η ταινία παρουσιάστηκε στις ειδικές προβολές του φεστιβάλ και τα εισιτήριά της εξαντλήθηκαν σε χρόνο ρεκόρ. Με σταθμούς το Παρίσι, τις Βρυξέλλες και το Λονδίνο, ο Πεκ ανιχνεύει την περίοδο της τρίτης δεκαετίας της ζωής του Μαρξ, όταν ο ευφυής νέος που υποδύεται ο Ογκόστ Ντιλ γνωρίστηκε με τον Φρίντριχ Ενγκελς (Στέφαν Κονάρσκε). Η σχέση τους είναι ο κορμός της ταινίας, από την οποία επίσης περνούν πρόσωπα όπως ο Πιερ Ζοζέφ Προυντόν και ο ρώσος αναρχικός Μιχαήλ Μπακούνιν ο οποίος «είδε» στους δύο νέους τον δρόμο για το μέλλον.
«Το όραμα του Μαρξ δεν ήταν να αλλάξει τον κόσμο αλλά να δώσει βήμα στους αδικημένους και στους φτωχούς» είπε ο Πεκ, του οποίου το ντοκιμαντέρ «I am not your negro» είναι εφέτος υποψήφιο για το Οσκαρ. Ως φοιτητής στη Γερμανία τη δεκαετία του 1970, ο Πεκ μελέτησε το «Κεφάλαιο» στα γερμανικά και αυτή ακριβώς η ενασχόλησή του με την πολιτική ήταν που τον οδήγησε στον κινηματογράφο: θαυμάζει τη δυνατότητα να μιλήσεις ψυχαγωγικά για κάτι που θεωρείς ουσιαστικό. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι στο σενάριο ο Πεκ δούλεψε σχεδόν αποκλειστικά με οδηγό την αλληλογραφία του Κ. Μαρξ. Και λέει: «Ο Μαρξ ήταν πάνω απ’ όλα ανθρωπιστής και την ίδια ώρα ποιητής, δημοσιογράφος και φιλόσοφος, και αργότερα οικονομολόγος αλλά και κάποιος που οργανώθηκε στην πολιτική. Ηταν ο απόλυτος εμπνευστής της ανθρωπότητας για το καλό και για το κακό».

Με δύναμη από το Faliro

Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα που εφέτος δεν είχε συμμετοχή, ιδιαίτερα χαρμόσυνο ήταν το γεγονός ότι η Faliro House, η ελληνική εταιρεία κινηματογραφικής παραγωγής του Χρήστου Κωνσταντακόπουλου, όχι απλώς καλά κρατεί μέσα στις δύσκολες εποχές της οικονομικής κρίσης αλλά απ’ ό,τι φαίνεται εξελίσσεται σε μια πολύ δυνατή και υγιή επιχείρηση.

Μια από τις τελευταίες δραστηριότητές της λέγεται «Golden exits». Η ταινία στην οποία η Faliro House είναι συμπαραγωγός σκηνοθετήθηκε από τον Αλεξ Ρος Πέρι και υπήρξε μια από τις πιο όμορφες, γαλήνιες και ουσιαστικές ταινίες που είδα στην τελευταία Μπερλινάλε (στο πρόγραμμα Forum). Μικρή παραγωγή αλλά με μεγάλη ψυχή, η ταινία είναι ένας καμβάς πάνω στον οποίο ο σκηνοθέτης «ζωγραφίζει» τις συναισθηματικές καταστάσεις μιας ομάδας ανθρώπων στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης (ανάμεσά τους οι Εμιλι Μπράουνινγκ, Κλόε Σεβινί, Μέρι Λουίζ Πάρκερ, Τζέισον Σβάρτσμαν και Ανταμ Χόροβιτς). Ζευγάρια σε κρίση, κρυφοί έρωτες, καθημερινές ανησυχίες σε μια ταινία γυρισμένη με αγάπη για τους ανθρώπους αλλά και το ίδιο το σινεμά.
Η Faliro House μπήκε στον χώρο το 2009 στηρίζοντας κατ’ αρχάς ελληνικές ταινίες όπως οι «Στο βάθος κήπος» και «Επικίνδυνες μαγειρικές». Σήμερα, έχει ανοίξει τα φτερά της στο εξωτερικό και έχει χρηματοδοτήσει πάνω από 35 ξένες παραγωγές που έχουν κάνει αίσθηση. Ανάμεσά τους οι ταινίες «Μόνο οι εραστές μένουν ζωντανοί» του Τζιμ Τζάρμους, «Πριν από τα μεσάνυχτα» του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ (που γυρίστηκε στη Μεσσηνία), «Η αγάπη είναι παράξενη» του Αϊρα Σακς και «Ο αστακός» του Γιώργου Λάνθιμου. Δεν είναι καθόλου τυχαίο δε που η τελευταία ελληνική ταινία εντός διαγωνισμού στην Μπερλινάλε ήταν το «Μικρό ψάρι» (2014) του Γιάννη Οικονομίδη, παραγωγή της Faliro House.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ