Φορούσε ακόμα «κοντά παντελονάκια», σύμφωνα με πρόσφατη αφήγηση του ιδίου, όταν το 1971 κέρδιζε μαζί με τον φίλο και συνεργάτη του Ρίτσαρντ Ρότζερς το πρώτο βραβείο στον διεθνή διαγωνισμό για το Μουσείο Ζορζ Πομπιντού στο Παρίσι. Επρόκειτο για ένα μητροπολιτικό μνημείο πρωτοφανούς νεωτερικής έντασης, μια «αστική μηχανή» που ανανέωνε την ιδέα του εκθεσιακού χώρου του σύγχρονου μουσείου και αντλούσε ευθέως από την εικονογραφία των ουτοπικών μεγαδομών και τον τεχνολογικό παροξυσμό των αρχιτεκτονικών πρωτοποριών της δεκαετίας του 1960.

Από τη Φλωρεντία, σε Μιλάνο, Παρίσι και ΗΠΑ
Γεννημένος στη Γένοβα το 1937, ο Ρέντσο Πιάνο είχε ξεκινήσει τις σπουδές Αρχιτεκτονικής στην πόλη της Φλωρεντίας, που θα εγκατέλειπε λίγο αργότερα για να αποφοιτήσει από το Πολυτεχνείο του Μιλάνου, καθώς η πρωτεύουσα της Τοσκάνης χαρακτηριζόταν από μια αναλλοίωτη τελειότητα, έτσι ώστε να μην του προσφέρει σχεδιαστικά ερεθίσματα αλλά και τον δημιουργικό πυρετό της μεγάλης πόλης που ο ίδιος αναζητούσε.
Αμέσως μετά το Παρίσι ο ιταλός αρχιτέκτονας θα έβρισκε επαγγελματικό καταφύγιο πέραν του Ατλαντικού, σχεδιάζοντας στις αρχές της δεκαετίας του 1980 το πρώτο έργο του στις ΗΠΑ, το μουσείο για τη συλλογή του ζεύγους Ντε Μενίλ στο Χιούστον του Τέξας. Επρόκειτο για ένα κτίριο αντιπροσωπευτικό της σχεδιαστικής ταυτότητας του Πιάνο: μια αρχιτεκτονική τεχνολογικά προηγμένη, με παράλληλη έμφαση στη διαχείριση των φυσικών, κλιματικών και περιβαλλοντικών δεδομένων αλλά κυρίως μορφολογικά απέριττη και αντιμνημειακή. Μια αρχιτεκτονική χωρίς καμιά διάθεση φορμαλιστικής επίδειξης ή αυτάρεσκης παρουσίας και στην απόλυτη υπηρεσία των χρηστών, των λειτουργιών και των αναγκών. Σε μια πόλη χωρίς δομή, χωρίς μνήμη και χωρίς ιστορία, ο Πιάνο επιχειρούσε όχι μόνο να «εντάξει» το έργο του αλλά και να δημιουργήσει νέες προϋποθέσεις άρθρωσης ενός αστικού αφηγήματος, ενός «ιστορικού κέντρου».
Στη συνέχεια ο Πιάνο δεν θα εγκατέλειπε ποτέ αυτές τις αρχές· αντίθετα, θα τις καλλιεργούσε τόσο ώστε να αποτελούν τη διακριτή σφραγίδα της αρχιτεκτονικής του. Ο Πιάνο δηλαδή διαμόρφωνε ένα προφίλ στους αντίποδες του ναρκισσιστικού φαινομένου των αρχιτεκτόνων-αστέρων που κυριάρχησαν διεθνώς στον ακαδημαϊκό και επαγγελματικό χώρο τουλάχιστον μέχρι την πρώτη οικονομική κρίση του 2008.

Η δύσκολη περίοδος και η καταξίωση
Ηταν ωστόσο η εποχή των δεκαετιών του ’80 και του ’90 που ο ιταλός αρχιτέκτονας δεν έβρισκε αναγνώριση στην πατρίδα του: εποχή στην Ιταλία του κυρίαρχου μεταμοντερνισμού, των μεγάλων ιδεολογικών συζητήσεων και της πληθωρικής ιστορικής και κριτικής παραγωγής γύρω από την αρχιτεκτονική και γύρω από προσωπικότητες όπως ο θρυλικός αρχιτέκτονας Αλντο Ρόσι, για να αναφέρουμε μόνο ένα όνομα. Η ιταλική κριτική δεν αγαπούσε τον Πιάνο, γιατί τον θεωρούσε έναν αρχιτέκτονα «του εξωτερικού», έναν αρχιτέκτονα όχι επαρκώς «διανοούμενο» και συνδεδεμένο σχεδόν αποκλειστικά με την τεχνολογία και την κατασκευή. Πιθανώς και το όνομα του γραφείου του, «RPBW / Renzo Piano Building Workshop», να παρέπεμπε σε μια αναχρονιστική για πολλούς ιδέα οικοδομικού εργαστηρίου, σε μια εποχή όπου ο αρχιτεκτονικός φορμαλισμός δεν υπήρχε παρά μόνο ως έκθεμα του εαυτού του.
Η διαδρομή του Πιάνο ήταν όμως σταθερή. Με πολυάριθμες αναθέσεις σε κάθε γωνιά της Γης και με σπάνια σεμνότητα και σοφία, ακολουθούσε μια πορεία σχεδιαστικής συνέπειας που επετύγχανε την επίλυση σύνθετων προβλημάτων με αφοπλιστική απλότητα, έχοντας πάντα ένα όραμα και διαβλέποντας μια προοπτική με καθαρότητα δυσδιάκριτη για άλλους· διαμόρφωνε αρχιτεκτονικά τοπόσημα με ένα σπάνιο χάρισμα, εκείνο του έργου που δείχνει σαν να βρισκόταν πάντα εκεί.
Σχεδίασε κυρίως δημόσια αρχιτεκτονική, δημιουργώντας θεματικές ενότητες με αστική σημασία: «πόλεις» των τεχνών, της μουσικής, του πολιτισμού, των μουσείων, των πύργων, του νερού κ.λπ. Ο Πιάνο, με ανανεωμένη ουμανιστική ένταση και με την πεποίθηση ότι ο φυσικός υποδοχέας της αρχιτεκτονικής είναι η πόλη, προώθησε θα λέγαμε ως αναγεννησιακός άνθρωπος του 20ού αιώνα τα ζητήματα του σχεδιασμού με τρόπο συνολικό και εμπεριεκτικό, χωρίς ποτέ να αγνοεί την κυρίαρχη κοινωνική διάσταση της αρχιτεκτονικής.
Ο αρχιτέκτονας των μουσείων
Είναι εντυπωσιακό πως επιβλήθηκε ιδιαίτερα στις ΗΠΑ ως ένας από τους αρχιτέκτονες με τη μεγαλύτερη επιρροή σε ένα κτιριολογικό θέμα κατεξοχήν αμερικανικό: το μουσείο, καθώς κατασκεύασε δεκάδες τέτοιων έργων και ευρύτερα πολιτιστικών κέντρων σε κάθε γωνιά της χώρας. Η ορθολογική ικανοποίηση των λειτουργικών αναγκών, η απλή και απέριττη μορφολογική επεξεργασία, η τεχνολογική και ενεργειακή επάρκεια των κτιρίων και η εξυπηρέτηση της ανάγκης έκθεσης των έργων και όχι του ίδιου του αρχιτεκτονικού κελύφους τον καθιέρωσαν αμετάκλητα στο αμερικανικό έδαφος.
Ο Πιάνο δεν περιορίστηκε όμως σε αυτό: για παράδειγμα, το κτίριο των «Times» της Νέας Υόρκης, δύο βήματα από την Τάιμς Σκουέρ, είναι μάλλον ο ωραιότερος ουρανοξύστης της πόλης μετά τον πύργο Σίγκραμ του Φαν ντερ Ρόε που ολοκληρώθηκε εκεί πριν από εξήντα χρόνια. Μια άλλη καίρια παρέμβαση διαμόρφωσης αστικού χώρου θα αποτελούσε ο σχεδιασμός της Ποτσντάμερ Πλατς στο Βερολίνο, μετά την ενοποίηση των δύο Γερμανιών. Η διεθνής αναγνώριση του ιταλού δημιουργού κορυφώθηκε έτσι με το βραβείο Πρίτσκερ για την αρχιτεκτονική το 1998 και με τον ορισμό του το 2013 ως γερουσιαστή διά βίου της Ιταλικής Δημοκρατίας.
Ο Ρέντσο Πιάνο έφερε πρόσφατα σε πέρας την υλοποίηση του Κέντρου Πολιτισμού στο Νέο Φάληρο με χρηματοδότηση του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος. Με μια χειρονομία ίσως περισσότερο εμφατική από ό,τι σε άλλες μελέτες του (ενισχυμένη από την ομοιόμορφη ανωνυμία του χτιστού περιβάλλοντος αλλά και από τον όγκο του κτιριολογικού προγράμματος) ο αρχιτέκτων επιδίωξε να διαμορφώσει ένα ισχυρό τοπόσημο μετατρέποντας το συγκρότημα σε μοναδικό και ελκυστικό «παρατηρητήριο» μιας τεράστιας περιοχής, από την Ακρόπολη και το κέντρο της Αθήνας μέχρι τη θάλασσα και τα νησιά του Αργοσαρωνικού.
Το σπουδαίο έργο στο Φάληρο
Αποκτά έτσι καίρια σημασία η δημιουργία του μεγάλου πάρκου με μεσογειακές φυτεύσεις που αποτελεί και την πορεία προς το κομψότατο και εντυπωσιακό στέγαστρο στην οροφή του συγκροτήματος (το μεγαλύτερο του κόσμου στο είδος του) από το οποίο απολαμβάνει κανείς μια μοναδική θέα κάτω από τον ήλιο και τον αέρα της Αττικής. Το φυτεμένο πάρκο-οροφή εμφανίζεται έτσι ως παραλλαγή ανάλογων λύσεων του ίδιου αρχιτέκτονα, όπως για παράδειγμα το στέγαστρο της Ακαδημίας Επιστημών της Καλιφόρνιας στο Σαν Φρανσίσκο (2008) με ισχυρά ενεργειακά χαρακτηριστικά και με την ελεγχόμενη καλλιέργεια της φύτευσης στο δώμα· ενώ ο «περίπατος στην οροφή» προβλέπεται για παράδειγμα στο εξαιρετικά επιτυχημένο νέο κτίριο της Οπερας του Οσλο.
Ο σχεδιασμός του συγκροτήματος παρουσιάζει μια αφοπλιστική σαφήνεια, με την ευρηματική ενορχήστρωση των λειτουργιών και την ορατή διάκριση των δύο βασικών μονάδων, της (Εθνικής) Βιβλιοθήκης και της Οπερας 1.400 θέσεων (μαζί με μια μικρότερη αίθουσα παραστάσεων) που ενοποιούνται γύρω από έναν κεντρικό εξωτερικό χώρο αναφοράς, την Αγορά, καθώς και από ένα ίχνος φυσικού στοιχείου που ανακαλεί τη θάλασσα, τον υδάτινο καθρέφτη ο οποίος αναπτύσσεται σε όλο το μήκος του κτιριακού συνόλου.
Η αρχιτεκτονική γλώσσα του συγκροτήματος είναι αναγνωρίσιμη, καθώς συναντάται σχετικά κωδικοποιημένη σε πολλά πρόσφατα έργα διεθνώς του Πιάνο, ενώ περιέχεται εντός του τεχνολογικού δεδομένου: τεχνολογία και ιδίωμα στην αρχιτεκτονική του συμβιώνουν και τα δύο σε εμβρυακή κατάσταση, ήδη από τα πρώτα σκίτσα ενός έργου. Οι κατασκευαστικές λεπτομέρειες είναι απολαυστικές, σε ένα κτίριο που επενδύει στην αισθητική του ανεπίχριστου σκυροδέματος, ενώ η επίλυση πολλών ζητημάτων λειτουργικού χαρακτήρα ακολουθεί δοκιμασμένες αμερικανικές πρακτικές χώρων πολιτισμού.
Το νέο συγκρότημα του Φαλήρου, στο οποίο η επίσκεψη αποτελεί εμπειρία, είναι το μεγαλύτερο και σημαντικότερο σύγχρονης αρχιτεκτονικής σήμερα στην Ελλάδα. Το μόνο στοίχημα που μένει πλέον να κερδηθεί είναι εκείνο της μελλοντικής διαχείρισής του.
Ο κ. Ανδρέας Γιακουμακάτος είναι καθηγητής Αρχιτεκτονικής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ