Ακόμη κι αν δεν έχει τύχει ποτέ ως σήμερα να ακούσετε μια ολόκληρη όπερα του Βάγκνερ, έχετε σίγουρα ακούσει το περίφημο «Γαμήλιο εμβατήριο» από τη Γ’ πράξη του «Λόενγκριν». Πρόκειται για μια από τις γνωστότερες και ωραιότερες, ταυτόχρονα, μουσικές σελίδες του παγκόσμιου ρεπερτορίου, που θα ζωντανέψει στο πλαίσιο της φιλόδοξης παραγωγής του έργου, που θα παρουσιαστεί από την Εθνική Λυρική Σκηνή στο Μέγαρο Μουσικής για πέντε βραδιές, αρχής γενομένης από την πρεμιέρα της 27ης Ιανουαρίου. Η παράσταση προέρχεται από την Εθνική Οπερα της Ουαλίας και το Θέατρο Βιέλκι – Εθνική Οπερα Πολωνίας, η οποία έλαβε θετικές κριτικές από τον βρετανικό Τύπο όταν πρωτοπαρουσιάστηκε το 2013 στο Κάρντιφ και στο Μπέρμιγχαμ.

Ο συγκεκριμένος «Λόενγκριν» έρχεται 52 ολόκληρα χρόνια μετά το πρώτο –και μοναδικό ως σήμερα –ανέβασμα της όπερας από την Εθνική Λυρική Σκηνή τον Ιανουάριο του 1965. (Στο μεταξύ, το αθηναϊκό κοινό έχει χειροκροτήσει μια εκπληκτική παραγωγή στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.) Εν προκειμένω, στην παραγωγή που θα δούμε στην Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη την ορχήστρα και τη χορωδία της ΕΛΣ διευθύνει ο απερχόμενος καλλιτεχνικός διευθυντής του οργανισμού Μύρων Μιχαηλίδης, ενώ τη σκηνοθεσία, τα σκηνικά και τα κοστούμια υπογράφει ο πολυβραβευμένος βρετανός σκηνοθέτης και σκηνογράφος Αντονι Μακ Ντόναλντ.
Αιματηρό ποίημα
Ρομαντική όπερα σε τρεις πράξεις, σε μουσική και λιμπρέτο του ίδιου του συνθέτη –όπως άλλωστε συμβαίνει σε όλα του τα έργα -, η ιστορία του ομώνυμου ήρωα προέρχεται από τον γερμανικό μεσαιωνικό μύθο με τίτλο «Πάρσιφαλ», του Βόλφραμ φον Εσενμπαχ. Ο μύθος ανάγεται σε ένα από τα πλέον αιματηρά ποιήματα ηρωικών ανδραγαθημάτων των τροβαδούρων του 12ου αιώνα. Σύμφωνα με την υπόθεση, ένας μυστηριώδης ιππότης έρχεται να υπερασπιστεί την Ελζα της Βραβάντης, η οποία κατηγορείται για τη δολοφονία του αδερφού της, ο οποίος έχει εξαφανιστεί. Για να αγωνιστεί υπέρ της θέτει ως μοναδικό όρο εκείνη να μη ρωτήσει ποτέ σχετικά με το όνομα και την καταγωγή του. Ο Λόενγκριν νικά, η Ελζα αθωώνεται και γίνεται σύζυγός του. Ο κόμης Τελραμουντ, υποκινούμενος από τη μάγισσα σύζυγό του Ορτρουντ, κατορθώνουν τελικά να σπείρουν στην Ελζα την αμφιβολία και να την κάνουν να θέσει την ερώτηση. Ο ιππότης αποκαλύπτει την ταυτότητά του και έτσι υποχρεώνεται πλέον να αναχωρήσει. Ως τελευταία προσφορά, λύνει τα μάγια της Ορτρουντ και επιστρέφει στην Ελζα τον αγαπημένο της αδελφό…
Απών από την πρεμιέρα

O «Λόενγκριν» πρωτοπαρουσιάστηκε στις 28 Αυγούστου 1850 στη Βαϊμάρη, υπό τη διεύθυνση του Λιστ, στενού φίλου και πρώιμου υποστηρικτή του Βάγκνερ. Ο Λιστ επέλεξε την ημέρα της πρεμιέρας προκειμένου να τιμήσει την ημέρα γέννησης του διασημότερου τέκνου της Βαϊμάρης, του Γκαίτε. Η επιτυχία του έργου ήταν άμεση, παρά την ανεπάρκεια του πρωταγωνιστή. Ωστόσο, ο συνθέτης ήταν απών από την πρεμιέρα, καθώς βρισκόταν αυτοεξόριστος στη Ζυρίχη λόγω της συμμετοχής του στην Επανάσταση του 1849 στη Δρέσδη, η οποία συνετρίβη από τα στρατεύματα του βασιλιά της Σαξονίας. Παρ’ όλο που διηύθυνε αποσπάσματα του έργου στη Ζυρίχη, στο Λονδίνο, στο Παρίσι και στις Βρυξέλλες, μόλις το 1861 στη Βιέννη κατάφερε να παρακολουθήσει μια ολόκληρη παράσταση.

Χάρη στην επιτυχία του «Λόενγκριν» ο Βάγκνερ απέκτησε τη φήμη του «εθνικού» συνθέτη. «Το βασικό χαρακτηριστικό της μουσικής αυτής της όπερας είναι ότι διαθέτει τέτοια ενότητα σύλληψης και ύφους, ώστε δεν υπάρχει ούτε μία μελωδική φράση, πολύ δε λιγότερο κάποιο σύνολο ή οποιοδήποτε μέρος της όπερας, το οποίο μπορεί να γίνει αντιληπτό ξεχωριστά από το σύνολο ως προς την ιδιομορφία και την πραγματική του σημασία» έγραφε ο Λιστ. «Τα πάντα έχουν σχέση μεταξύ τους -συνέχιζε -, τα πάντα συνδέονται, τα πάντα εντείνονται. Ολα είναι τόσο ενσωματωμένα στην υπόθεση που δεν μπορούν να διαχωριστούν από αυτήν».
Χώρος σε παρακμή

«Κατ’ αρχάς, είναι η πιο ρομαντική από όλες τις όπερες του Βάγκνερ. Μετά τον «Λόενγκριν» ο συνθέτης μετακινήθηκε από το συγκεκριμένο ιδίωμα –τόσο ρομαντικό που θυμίζει ακόμα και Μπελίνι»
σημειώνει ο Αντονι Μακ Ντόναλντ, ο οποίος πέρα από τη σκηνοθεσία, υπογράφει επίσης τα σκηνικά και τα κοστούμια. Ο ίδιος πιστεύει πως, κατά μία έννοια, ο «Λόενγκριν» είναι η πιο συμβατική από όλες του τις όπερες και δείγμα του ώριμου γερμανικού ρομαντισμού. Ετσι, στράφηκα προς ζωγράφους εκείνης της εποχής, τον Φρίντριχ και τους άλλους. «Ηταν μια μάλλον ενστικτώδης επιλογή» συνεχίζει. «Ηθελα οπτικά να υπάρχει το στοιχείο της Βόρειας Ευρώπης. Τα κοστούμια μοιάζουν μάλλον γερμανικά, παρά από την Αμβέρσα (όπου διαδραματίζεται η πρώτη πράξη, το 900 μ.Χ.). Το ίδιο και στη Β’ πράξη, που διαδραματίζεται σε μια αυλή σαν αυτές που συναντά κανείς συχνά στη Γερμανία, αλλά και στην Αυστρία».

Ο σκηνοθέτης αποκαλύπτει ότι στοιχείο εκκίνησής του ήταν το γεγονός ότι στη σκηνή υπάρχει για πολλή ώρα μεγάλη χορωδία. «Ηθελα, λοιπόν, οι άνθρωποι αυτοί να εμφανίζονται σε έναν τόπο συγκέντρωσης. Καθώς η χώρα δεν βρίσκεται σε καλή κατάσταση, επέλεξα έναν βιομηχανικό χώρο σε παρακμή».

Ο σκηνοθέτης επισημαίνει τον λυπητερό χαρακτήρα του έργου καθώς διαπνέεται από έρωτα χωρίς ανταπόκριση. Οπως ο Τριστάνος, κάμποσα χρόνια αργότερα. «Θεωρώ ότι όλες οι όπερες του Βάγκνερ είναι πολύ αυτοβιογραφικές. Το γεγονός ότι έγραφε ο ίδιος τα ποιητικά κείμενα και προσάρμοζε και διαμόρφωνε με έναν πολύ προσωπικό τρόπο όλες τις ιστορίες, τις οποίες συνέλεγε, συνηγορεί σε αυτό. Επίσης υπάρχει η διαρκής αναζήτηση της ταυτότητας, η οποία διατρέχει όλο το δημιουργικό έργο του συνθέτη. Ο ίδιος δεν ήταν βέβαιος για το ποιος ήταν ο πατέρας του. Πιστεύω ότι πάντοτε ο Βάγκνερ ταυτίζεται με όλους τους χαρακτήρες των έργων του. Γι’ αυτό και γράφει τόσο καλά κείμενα».

Μέσα από αυτό το πρίσμα, ο Αντονι Μακ Ντόναλντ ενδιαφέρεται περισσότερο για τις σχέσεις μεταξύ των προσώπων και το μυστήριο που έχει ο κάθε χαρακτήρας. «Ηθελα η παράσταση να έχει μια πολύ ανθρώπινη αίσθηση και οι χαρακτήρες να μοιάζουν με ανθρώπους όπως εμείς. Να πλάσω πρόσωπα και μια κοινωνία που το κοινό θα μπορεί να αναγνωρίσει εύκολα, παρότι δεν επέλεξα να τοποθετήσω τη δράση στην εποχή μας». Ο σκηνοθέτης υπενθυμίζει ότι ο «Λόενγκριν» είναι ένα παραμύθι. Και τα παραμύθια, σημειώνει, βρίσκονται βαθιά μέσα μας. Η ιδέα ότι θα έρθει ο πρίγκιπας και θα μας σώσει είναι μια ανάγκη που έχουμε. «Οτι δυνάμεις εκεί έξω θα έρθουν και θα μας βοηθήσουν. Είναι η πίστη που νιώθει η Ελζα ότι κάποιος θα έρθει τελικά να τη βοηθήσει. Υπάρχει επίσης η κάθαρση. Είναι τελικά η ανθρωπιά αυτού του έργου, αυτό το οποίο είναι ενδιαφέρον και ελκυστικό. Επίσης θεωρώ ότι η μουσική είναι γοητευτική. Απολύτως γοητευτική. Και πιστεύω ότι συναρπάζει το κοινό. Δεν έχει τίποτε το πομπώδες. Είναι τόσο ευαίσθητη».
Ελλάδα και κόσμος
Μετά την πρεμιέρα του «Λόενγκριν» στο θέατρο της Αυλής του Μεγάλου Δούκα στη Βαϊμάρη, ακολούθησαν πολλά ανεβάσματα του έργου. Η πρώτη παράσταση εκτός γερμανόφωνου χώρου ήταν στη Ρίγα στις 5 Φεβρουαρίου 1855. Τρία χρόνια αργότερα, η όπερα ανέβηκε για πρώτη φορά στην Αυστρία και το 1867 στο Μόναχο. Η ρωσική πρεμιέρα του έργου δόθηκε στο θέατρο Μαριίνσκι τον Οκτώβριο της επόμενης χρονιάς.

Αναφορικά με τον ελλαδικό χώρο, με τον «Λόενγκριν» εγκαινιάστηκε στις 7/21 Δεκεμβρίου του 1902 το Δημοτικό Θέατρο της Κέρκυρας, ενώ η Αθήνα πρωτάκουσε το έργο λίγους μήνες αργότερα, στις 6 Μαρτίου 1903, στο δικό της Δημοτικό Θέατρο. Και στις δύο περιπτώσεις, η όπερα παρουσιάστηκε στην ιταλική γλώσσα. Από την Εθνική Λυρική Σκηνή, η όπερα ανέβηκε για πρώτη φορά στις 12 Ιανουαρίου του 1965 στο θέατρο Ολύμπια, σε μουσική διεύθυνση Ανδρέα Παρίδη, με τον δανό τενόρο Τίχο Πάρλι στον κεντρικό ρόλο και τη Μαρία Κερεστετζή ως Ελζα. Το έργο είχε αποδοθεί σε ελληνική μετάφραση της Βέτας Πεζοπούλου από όλους τους καλλιτέχνες εκτός του πρωταγωνιστή. Η εν λόγω παραγωγή που θα παρουσιαστεί στην Αίθουσα Τριάντη είναι η πρώτη απόδοση της όπερας στην πρωτότυπη γλώσσα από την Εθνική Λυρική Σκηνή.
Φημισμένοι μονωδοί
Τους πρωταγωνιστικούς ρόλους, οι οποίοι θεωρούνται από τους πλέον απαιτητικούς και δύσκολους του ρεπερτορίου, ερμηνεύουν διεθνώς αναγνωρισμένοι έλληνες και ξένοι μονωδοί. Ο βρετανός τενόρος Πίτερ Ουέντ, ο οποίος θα ερμηνεύσει τον ρόλο του τίτλου, έχει διαγράψει αξιόλογη διαδρομή στα σημαντικότερα λυρικά θέατρα της Βρετανίας ενώ έχει ερμηνεύσει πρωταγωνιστικούς ρόλους σε Ολλανδία, Ελβετία, Τσεχία, Μεξικό, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία κ.α. Πλέον έχει αφιερωθεί στο βαγκνερικό ρεπερτόριο, ερμηνεύοντας με επιτυχία τους κορυφαίους ρόλους των αριστουργημάτων του γερμανού συνθέτη, μιας εμβληματικής μορφής του γερμανικού ρομαντισμού, καθώς η δράση και το δημιουργικό του έργο επηρέασαν βαθύτατα τη σκέψη, τα γράμματα και την τέχνη, όχι μόνο της δικής του εποχής αλλά και των μεταγενέστερων. Ο Ουέντ έκανε το ντεμπούτο του ως Λόενγκριν τον Μάιο του 2013 στην Εθνική Οπερα της Ουαλίας, λαμβάνοντας εξαιρετικές κριτικές.

Στον ρόλο της Ελζα εμφανίζονται δυο σπουδαίες φωνές, διεθνώς καταξιωμένες. Στην πρώτη διανομή η Σλοβάκα Γιολάνα Φογκάσοβα και στη δεύτερη η Ρουμάνα Γιούλια Ισάεφ. Η Φογκάσοβα έχει σημειώσει θεαματική πορεία, αφού έχει πατήσει στη σκηνή των διασημότερων λυρικών θεάτρων της Ευρώπης, της Λατινικής Αμερικής, αλλά και της Ασίας. Η Ισάεφ έχει ερμηνεύσει την Ελζα στο Βουκουρέστι ενώ μετρά επιτυχίες σε Ευρώπη, ΗΠΑ και Ασία.

Με τον ρόλο του Τέρλαμουντ κάνει το ντεμπούτο του σε βαγκνερικό ρόλο ο έλληνας βαρύτονος Δημήτρης Πλατανιάς. Στη δεύτερη διανομή τον ρόλο θα ερμηνεύσει ο ρουμάνος βαρύτονος Βαλεντίν Βασίλιου. Την Ορτρουντ ερμηνεύουν σε διπλή διανομή η σουηδή μεσόφωνος Μαρτίνα Ντίκε και η υψίφωνος Τζούλια Σουγλάκου. Τη διανομή συμπληρώνουν οι μονωδοί της ΕΛΣ Τάσος Αποστόλου και Πέτρος Μαγουλάς, Διονύσης Σούρμπης και Δημήτρης Κασιούμης.

Info: Οι παραστάσεις του «Λόενγκριν» θα δοθούν στις 27, 29/1 και 1, 3, 5/2 στην Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών. Ωρα έναρξης: 18.30.





ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ