Δυο αδέλφια (Κρις Πάιν, Μπεν Φόστερ), χτυπημένα από τα τερτίπια της μοίρας, έχουν καταλήξει ληστές τραπεζών. Δύο Texas Rangers, ο ένας λευκός (Τζεφ Μπρίτζες), ο άλλος Ινδιάνος (Γκιλ Μπέρινγκχαμ), προσπαθούν να αντιληφθούν τις κινήσεις των πρώτων χωρίς να γνωρίζουν την ταυτότητά τους. Ενα ταξίδι στο αχανές αμερικανικό τοπίο του Τέξας. Τα πρόσωπα και ο χώρος, με άλλα λόγια, που κυριαρχούν στην πολύ όμορφη, πολύ στέρεα αλλά και πολύ μελαγχολική αμερικανική ταινία «Πάση θυσία» («Hell or High water») όπου το ερημικό τοπίο αλλά και η κουλτούρα των Τεξανών «γράφουν» στην εντέλεια πάνω στη μεγάλη οθόνη. Με την υπογραφή ενός… Σκωτσέζου. Του Ντέιβιντ Μακ Κένζι.

«Πολύς κόσμος αναρωτιέται τι σήμαινε για έναν ευρωπαίο σκηνοθέτη να έρθει και να κινηματογραφήσει στην Αμερική»
θα μου πει ο Ντέιβιντ Μακ Κένζι πέρυσι στις Κάννες, όπου τον συνάντησα αφορμής δοθείσης της πρεμιέρας της ταινίας στο τμήμα Ενα Κάποιο Βλέμμα. «Νομίζω ότι οι Αμερικανοί δέχονται τη χώρα τους ως δεδομένη» συνέχισε ο σκηνοθέτης, ένας χαμηλών τόνων τύπος, που μιλάει κομπιάζοντας. «Από τη δική μου πλευρά, βρίσκω πραγματικά υπέροχο όλο αυτό το αχανές τοπίο, ακόμη και αν έχει σπίτια που καταρρέουν, σακαράκες στον δρόμο ή εγκαταλελειμμένα κτίρια… Μου αρέσει η ψυχή που βγάζει αυτό το τοπίο».

Ντεμπούτο στην Αμερική
Με το «Πάση θυσία» ο 51χρονος Μακ Κένζι αποπειράται για πρώτη φορά σκηνοθεσία σε αμερικανικό έδαφος. Οι προηγούμενες ταινίες του είναι «αυστηρά» βρετανικές, ο «Νεαρός Αδάμ», ο «Hallam Foe», το «Παράνομο πάθος»· η δε αμέσως προηγούμενή του, «Γροθιές στους τοίχους», εικονογραφικά είναι το ακριβώς αντίθετο του «Πάση θυσία»: ένα κλειστοφοβικό δράμα δωματίου πάνω στη σχέση ενός πατέρα με τον γιο του που εκτίουν ποινή φυλάκισης στην ίδια φυλακή.
Ο Μακ Κένζι δεν φοβήθηκε το άγνωστο σε εκείνον τοπίο, ίσως επειδή είχε περάσει ένα σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα στο Δυτικό Τέξας για να «καταλάβω τον χώρο. Αλλά και πάλι, δεν ήθελα να γυρίζω μια ταινία όπως το «Παρίσι, Τέξας» του Βιμ Βέντερς, όπου κατά κάποιον τρόπο η ευρωπαϊκή ματιά πάνω στην Αμερική είναι το χαρακτηριστικό στοιχείο της. Ηθελα να δίνει την αίσθηση της αμερικανικής ταινίας, έστω και αν πιστεύω ότι αν την κοιτάξει κανείς προσεκτικά, θα βρει πάνω της έναν Ευρωπαίο». Οσο για τον φόβο, το μόνο που τον φόβισε ήταν οι κροταλίες που μάστιζαν την περιοχή. «Είχαμε ειδική ομάδα που δουλειά της ήταν να προσέχει μήπως και υπάρχουν φίδια. Στο τέλος βέβαια τα συνήθισα. Μέχρι που κράτησα έναν…».

Κοινωνικές αναταράξεις
Δεν ήταν βεβαίως μόνον ο χώρος που προσέλκυσε τον Ντέιβιντ Μακ Κένζι στην ιστορία τού «Πάση θυσία». «Ηταν το αίσθημα του Americana», όπως ο ίδιος το αποκάλεσε. Ηταν οι προβληματισμοί που το σενάριο του Τέιλορ Σέρινταν θέτει πάνω σε θέματα της σύγχρονης αμερικανικής ζωής. Πράγματι, η ταινία πραγματεύεται πολλά: το φυλετικό και κυρίως των Ινδιάνων (ιδιαίτερα μέσα από τη σχέση των δύο αστυνομικών), η οπλοχρησία, που στο Τέξας παραμένει κοινός τόπος, οι καταχρήσεις των τραπεζών, που οδηγούν στο αδιέξοδο της παρανομίας τίμιους ανθρώπους (το κίνητρο του αδελφού που υποδύεται ο Κ. Πάιν), η φθορά των αξιών της παλιάς Δύσης, η φτώχεια, η διάσπαση των οικογενειών και της κοινωνίας, η ανάγκη πολλών Αμερικανών να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους.
«Ως αουτσάιντερ, το αισθάνθηκα προνόμιο να έχω την ευκαιρία να αιχμαλωτίσω ένα στιγμιότυπο του αμερικανικού έθνους κοντά στην προεκλογική περίοδο» είπε ο Μακ Κένζι. «Προσπάθησα πολύ να κάνω μια ταινία που είναι όσο το δυνατόν πιο αμερικανική και αισθάνθηκα υποχρεωμένος να δείξω σεβασμό προς αυτή τη χώρα. Ηθελα να φωτίσω μια λιγότερο φωτεινή πλευρά της. Σε καμία περίπτωση όμως δεν ήθελα να κάνω μια πολιτική δήλωση με το «Πάση θυσία»».

Η ματιά στα ’70ς
Ο Μακ Κένζι αρνείται επίσης ότι με το «Πάση θυσία» προσπάθησε να αποτίσει φόρο τιμής σε κλασικές αμερικανικές ταινίες που ενδεχομένων να «υπάρχουν» μέσα στη δική του, όπως για παράδειγμα ο «Δραπέτης της Σιέρα» του Ραούλ Γουόλς, μια ταινία του 1947 με τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ. «Ομως είναι κατά κάποιον τρόπο αναπόφευκτο να νιώθει κανείς έτσι, και η αλήθεια είναι ότι δεν μπορείς εύκολα να αποφύγεις τις αναφορές, διότι υπάρχουν πολλά πράγματα που έχουν ήδη εικονογραφηθεί στο αμερικανικό σινεμά –βρίσκονται στο DNA του κάθε κινηματογραφιστή». Αναφέρει ταινίες που αγαπά πολύ –το «Charley Varrick» του Ντον Σίγκελ είναι μία από αυτές, καθώς επίσης και τρεις ταινίες των νεανικών χρόνων του Τζεφ Μπρίτζες τις οποίες ο Μακ Κένζι αγαπά πολύ: «Η τελευταία παράσταση» του Πίτερ Μπογκντάνοβιτς, η «Βρώμικη πόλη» του Τζον Χιούστον και η «Μεγάλη ληστεία της Μοντάνα» του Μάικλ Τσιμίνο. Ολες ταινίες της δεκαετίας του 1970.
Ξαφνικά ονόματα σκηνοθετών που δεν ακούγονται πια, του Χολ Ασμπι, του Ρόμπερτ Ολτμαν και του Σαμ Πέκινπα πετάγονται όμορφα στην κουβέντα μας. «Στη δεκαετία του ’70, ο αμερικανικός κινηματογράφος ήρθε σε ένα σημείο επαφής με την ανθρωπιά, βλέπαμε χαρακτήρες συχνά απεγνωσμένους, πραγματικούς μαχητές, ακόμα και σε έναν πόλεμο που έμοιαζε χαμένος εκ των προτέρων. Χάσαμε αυτή την επαφή με τα χρόνια. Θα ήταν το μεγαλύτερο δώρο αν ο κόσμος έβλεπε στην ταινία μου αυτή την επαφή, ή αν ο κάθε θεατής έβρισκε εκεί τη δική του επαφή. Τα δυο αδέλφια στο «Πάση θυσία» δεν είναι αυτό που λέμε καλοί χαρακτήρες, όμως ο καθένας μπορεί να αντιληφθεί το κίνητρό τους».
Που και πότε

Η ταινία «Πάση θυσία» παίζεται στις αίθουσες VILLAGE MAPOYΣΙ – ΑΘΗΝΑΙΟΝ – AΘHNAION CINEPOLIS ΓΛΥΦΑΔΑ – ΑΙΓΛΗ ΧΑΛΑΝΔΡΙ – ΚΗΦΙΣΙΑ CINEMAX – ΑΕΛΛΩ – ΝΑΝΑ – ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ ΕΛΛΑΔΟΣ – ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΟΣ (AΘHNA) και στο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΝ (ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ) σε διανομή Tanweer.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ