Το 2018 ο Αργύρης Πανταζάρας θα γίνει τριάντα χρόνων. Αυτός ο δαιμόνιος ηθοποιός –βραβείο Χορν 2016 –επιδιώκει, παράλληλα με την υποκριτική, να συνθέτει και να σκηνοθετεί παραστάσεις. Τώρα ετοιμάζεται για μια δεύτερη πρεμιέρα μέσα στην τρέχουσα σεζόν, ενώ το «1984» συνεχίζει την επιτυχημένη του πορεία (στο θέατρο Βασιλάκου). Από αύριο και για τέσσερις βραδιές, μαζί με τη Στεφανία Γουλιώτη θα μοιραστούν τη σκηνή του Οδού Κυκλάδων με την παράσταση «ΑmorS», βασισμένη σε ορισμένα από τα «Σονέτα» του Σαίξπηρ, σε δική τους συν-σκηνοθεσία.
Πώς αποφασίσατε μια δεύτερη παράσταση;
«Υπάρχει μια σχέση και με τον συγκεκριμένο χώρο και με τη Στεφανία, καθώς εμπιστευόμαστε ο ένας τον άλλον. Είναι η τέλεια αφορμή να γνωρίσουμε καινούργιους συνεργάτες, να μάθουμε καινούργια πράγματα. Και ο Σαίξπηρ έρχεται σαν μια μικρή εξερεύνηση μέσα από τα δύσκολα, τα Σονέτα του. Στεκόμαστε πάντα αναλφάβητοι απέναντι στον κόσμο του».


Γιατί επιλέξατε τα Σονέτα;
«Θέλουμε να διηγηθούμε μια ερωτική ιστορία μέσα από τον λόγο του Σαίξπηρ, που δεν έχει μόνον έρωτα και αγάπη αλλά και θάνατο και φθορά και αγανάκτηση απέναντι στον χρόνο, και αποχαιρετισμό. Είναι μια συμπύκνωση λόγου. Φτιάξαμε μια αφηγηματική δραματουργία, με αρχή, μέση και τέλος, μέσα από κάτι που δεν μπορεί να δραματοποιηθεί. Αυτός ο λόγος δεν είναι για να μιλιέται. Κι εμείς βρίσκουμε έναν τρόπο, μια χρυσή τομή για να δούμε πώς αρθρώνεται. Η παράσταση περιέχει ακόμα λέξεις και στιγμές από τη «Δωδέκατη Νύχτα», τον «Αμλετ», το «Αντώνιος και Κλεοπάτρα». Σαν να κρυφοκοιτάς τρυφερά στον κόσμο και στα έργα του».
Πώς επιλέγετε τις συνεργασίες σας;
«Νομίζω ότι υπάρχει κάτι που σε τραβάει κι ένα μικρό κλείσιμο του ματιού σε αυτή τη διαδρομή για να συνεργαστείς με τον άλλον. Αν ταιριάζει κάτι είναι όχι ο τρόπος που δουλεύουμε, γιατί αυτός βρίσκεται και συντονίζεται, αλλά ο τρόπος που επιθυμούμε».
Θα λέγατε ότι δουλεύετε σκληρά, κοπιαστικά;
«Δουλεύω με μια συνεχόμενη ροή. Είναι εξοντωτικός μερικές φορές ο ρυθμός. Καταναλώνω ενέργεια προς όλες τις κατευθύνσεις και νομίζω ότι αυτή είναι η φύση του θεάτρου. Και ίσως αυτό είναι και μια αντίληψη για το πώς θα έπρεπε να δίνεται ο καθένας σε ό,τι κι αν κάνει –δεν έχει να κάνει με το ταλέντο ή την τύχη. Σε όλους έρχεται η ευκαιρία. Το θέμα είναι πώς θα την κάνεις δική σου αλλά και πώς θα τη μοιραστείς».
Σας ενδιαφέρει τελικά και η σκηνοθεσία…
«Με ενδιαφέρει η παραγωγή και από την πλευρά του δημιουργού. Οχι μόνον του ηθοποιού. Το κατάλαβα με τον «Ακατονόμαστο» στον Μπέκετ και με τη «Μητρόπολη», το περασμένο καλοκαίρι, στο Φεστιβάλ. Θέλω να δημιουργήσω κι εγώ καταστάσεις ώστε να μην έχω ξεκάθαρο ρόλο και να μπορώ να περνάω από όλους».
Δίνετε την εικόνα του καλλιτέχνη με τους σαφείς στόχους. Ετσι είστε;
«Ναι, έχω στόχους. Σε σχέση με τον στόχο νομίζω ότι το πιο δύσκολο πράγμα είναι να τον συλλάβεις, να τον αποδεχθείς και επίσης να μπορείς και να αποκλίνεις, δηλαδή να δεχθείς και την παράκαμψη. Είναι ένα τεράστιο παιχνίδι που νομίζω ότι πάντα βγαίνει σε καλό. Οπως μου αρέσει το στοιχείο της ευθύνης. Δεν μπορείς να ξεχαστείς από τις ευθύνες που έχεις σαν ηθοποιός, να ξεφύγεις από τις απαιτήσεις μιας συνεχόμενης εξέλιξης, σε όλα τα κομμάτια της –επικοινωνία, συνεννόηση, οργάνωση, υπομονή, συντονισμό, συναδελφικότητα. Και ίσως προσπαθώ να ενσωματώσω όλες αυτές τις ανάγκες, που είναι κουραστικές, οδυνηρές. Σαν να γίνομαι πειραματόζωο για να φέρω εις πέρας αυτή την αντίληψη με τον πόνο, την αποτυχία, την επιτυχία την τύχη».
Μήπως βιάζεστε καμιά φορά; Σας απασχολεί ο χρόνος;
«Ο χρόνος είναι μεγάλο θέμα. Ηταν λίγο περίεργο να κάνω τον «Ακατονόμαστο» του Μπέκετ σε αυτή την ηλικία. Μέσα μου έχω ένα δικό μου κριτήριο ενστίκτου σε σχέση με τη δύναμή μου και τον χρόνο. Και είναι κάποια πράγματα που θέλω να τα πω σε συγκεκριμένη στιγμή. Βαριέμαι τον στόχο σε σχέση με την υπομονή. Λειτουργώ με το ένστικτο της ανάγκης».
Πόσο οικείος σας είναι ο κόσμος του «1984»;
«Είχα επαφή με τον κόσμο του έργου, όχι με το ίδιο το έργο. Το «1984» ερμηνεύεται μόνον με την αλληγορία του απέναντι στο παρόν, με τη μεταφορά στα γεγονότα που γίνονται σήμερα. Και το λέω ως τρομακτικό, όχι ως επίκαιρο. Αναρωτιούνται οι άνθρωποι αν γίνονταν τότε αυτά τα βασανιστήρια… Μα γίνονται τώρα».
Oι επιλογές σας έχουν σχέση με τις απόψεις σας;
«Νομίζω ότι θέλω να κάνω δουλειές που να είναι άμεσα συνδεδεμένες με αυτό που θέλω να πω. Κι αυτό δεν έχει να κάνει με το αν το θέμα είναι επίκαιρο. Μπορείς να μιλάς για την κρίση με τη φράση του Σαίξπηρ από τα Σονέτα, που λέει η Στεφανία: «Θυμήσου αγάπη μου να ζεις». Εχει να κάνει με την ανάγκη της στιγμής, τη δική σου, του θεατή σου. Ναι, θεωρώ τυχερούς όσους καταφέρνουν να το κάνουν αυτό και δεν κάνουν θέατρο για να ψυχαγωγήσουν ή για να κάνουν τους ανθρώπους να ξεχαστούν. Γιατί τότε το θέατρο δεν έρχεται ως μετάδοση ευθύνης, ως ταρακούνημα, ως μετακίνηση, αλλά σαν μια φτηνή και εφήμερη παραίσθηση, ένα φτηνό ναρκωτικό για τον πόνο του άλλου. Ναι, πρέπει να μάχεσαι για να αρθρώσεις κάτι».


Δίνει λύσεις το θέατρο;
«Αυτό είναι ένα τεράστιο ζήτημα. Δεν ξέρω αν πρέπει να θέτει κάτι. Νομίζω πρέπει να ταρακουνάει, να μεταφέρει στον κόσμο την επαγρύπνηση, την επαγρύπνηση των συναισθημάτων, της διαύγειας».
Ποιος είναι σήμερα ο Μεγάλος Αδελφός;
«Αν και αλλάζει από εβδομάδα σε εβδομάδα, θα έλεγα κάτι που είναι το πιο σταθερό αυτή τη στιγμή: Ο Μεγάλος Αδελφός είμαστε εμείς. Σήμερα δεν υπάρχει κράτος, δεν υπάρχει χώρα, δεν υπάρχει Ευρώπη. Υπάρχει κάτι άλλο. Εχει μεταλλαχθεί σε κάτι άλλο και δεν είναι απλό να βγάλεις άκρη. Αυτό που με ανησυχεί και είμαι σε αναμμένα κάρβουνα είναι να μην κοπεί ο παλμός απ’ έξω. Να έχουμε στόχους, αλλά όχι τόσο εγωιστικούς».


Πώς βλέπετε τον εαυτό σας στο μέλλον;
«Ελπίζω να έχω τη δύναμη να συνεχίσω και να μη χάσω τον λόγο που παλεύω. Οσο ψάχνεσαι, συνεχίζεις. Πιστεύω ότι δεν πρόκειται να απαλλαγώ από αυτό».

Θέατρο της Οδού Κυκλάδων – Λευτέρης Βογιατζής – Νέα Σκηνή /2.
Παραστάσεις: Δευτέρα & Τρίτη 16-17/1 & 23-24/1, στις 21.00 (διάρκεια: 40΄).

H TAΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
Μετάφραση: Βασίλης Ρώτας (σε επιλεγμένα σημεία) και Διονύσης Καψάλης
Επιμέλεια κίνησης: Rootless Root – Λίντα Καπετανέα & Josef Frucek
Μουσική επιμέλεια: Γιώργος Πούλιος.
Παίζουν: Στεφανία Γουλιώτη και Αργύρης Πανταζάρας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ