Σε αντίθεση με πλήθος άλλων συνθετών, ο ιταλός Κλάουντιο Μοντεβέρντι υπήρξε πράγματι τυχερός αφού η αναγνώριση και η μεγάλη επιτυχία ήρθαν όσο βρισκόταν ακόμη εν ζωή. Ενας από τους σημαντικότερους δημιουργούς της δυτικής μουσικής, πολυπράγμων, το έργο του σηματοδοτεί τη μετάβαση από την Αναγέννηση στο Μπαρόκ ενώ η όπερά του «Ορφέας» είναι μια από τις πρώτες στην ιστορία του λυρικού θεάτρου.

Η εφετινή επέτειος των 450 χρόνων από τη γέννησή του (Κρεμόνα, 15 Μαΐου 1567) προσφέρει μια καλή αφορμή για επανεκτίμηση του έργου μέσα από μια σειρά εκδηλώσεις: χαρακτηριστικά μπορεί κανείς να αναφέρει το μεγάλο συνέδριο με τίτλο «Η δημιουργία μιας μεγαλοφυΐας» που θα διεξαχθεί σε δύο πόλεις που συνδέθηκαν ιδιαίτερα με τον Μοντεβέρντι, τη γενέτειρά του και τη Μάντοβα, τον Ιούνιο του 2017, αλλά και τη φιλόδοξη παγκόσμια περιοδεία του βετεράνου αρχιμουσικού Τζον Ελιοτ Γκάρντινερ με τη χορωδία Μοντεβέρντι και το ενόργανο σύνολο English Baroque Soloists, δύο συγκροτήματα που ίδρυσε ο ίδιος πριν από κάμποσες δεκαετίες…
Συνθέτης στα 15 του χρόνια
Ο Μοντεβέρντι, γιος γιατρού και ο μεγαλύτερος από πέντε αδέλφια, σπούδασε δίπλα στον Μάρκο Αντόνιο Ιντζενιέρι, μαέστρο του παρεκκλησίου του Καθεδρικού Ναού της Κρεμόνα και ήδη στα 15 του χρόνια, το 1582, εξέδωσε μια συλλογή φωνητικής μουσικής, το «Sacrae Cantiunculae». Σύντομα ακολούθησαν τρία ακόμη έργα προτού πάει στη Μάντοβα όπου εργάστηκε ως βιολονίστας στο διάστημα 1590-1592. Αργότερα συνόδευσε τον Δούκα της Μάντοβα σε ένα ταξίδι του στην Ουγγαρία και αργότερα στη Φλάνδρα, όπου ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με το γαλλικό μουσικό ύφος. Το 1601 διορίστηκε maestro della musica («δάσκαλος της μουσικής») από τον Δούκα, με τα καθήκοντά του να περιλαμβάνουν τη διδασκαλία, τη διεύθυνση ενός γυναικείου μουσικού συνόλου καθώς και τη σύνθεση κομματιών για το θέατρο, μουσική για το Καρναβάλι αλλά και την πρώτη ώριμη όπερά του με τίτλο «Ορφέας» η οποία έκανε πρεμιέρα το 1607, σε λιμπρέτο του Αλεσάντρο Στρίτζιο. Το έργο γνώρισε άμεσα μεγάλη επιτυχία και σύντομα παρουσιάστηκε στο Μιλάνο, στην Κρεμόνα και κατά πάσα πιθανότητα στο Τορίνο και στη Φλωρεντία. Ωστόσο, το ίδιο διάστημα ο συνθέτης αναγκάστηκε να επιστρέψει στη γενέτειρά του προκειμένου να φροντίσει τη βαριά άρρωστη σύζυγό του, η οποία πέθανε στις 10 Σεπτεμβρίου του 1607 αφήνοντάς τον μόνο με τρία μικρά παιδιά. Παρότι δεν θέλησε να επιστρέψει στη Μάντοβα, απεδέχθη την πρόταση να συμμετάσχει στους εορτασμούς των γάμων του πρίγκιπα Φραντσέσκο ΙV Γκοντζάγκα με τη Μαργαρίτα της Σαβοΐας. Για την περίσταση, ο Μοντεβέρντι συνέθεσε μεταξύ άλλων και μια νέα όπερα, την «Αριάννα», σε λιμπρέτο Οτάβιο Ρινουντσίνι, η οποία παρουσιάστηκε στις 28 Μαΐου 1808 και γνώρισε αμέσως τεράστια επιτυχία. Toν ρόλο του τίτλου ερμήνευσε η σπουδαία ντίβα της εποχής Βιρτζίνια Ραμπόνι-Αντρεΐνι, επονομαζόμενη και «La Florinda», η οποία συγκίνησε το κοινό με τον «θρήνο της Αριάννας», το μοναδικό απόσπασμα της όπερας που σώζεται στις μέρες μας. Ωστόσο, κατά την παραμονή του Μοντεβέρντι στη Μάντοβα δεν έλειψαν οι απογοητεύσεις για λόγους επαγγελματικούς. Θα επιστρέψει στην Κρεμόνα πολύ κουρασμένος, πικραμένος και αποφασισμένος να μην εργαστεί πλέον για την Αυλή της Μάντοβα. Ωστόσο, σύντομα θα αλλάξει γνώμη ώσπου ο θάνατος του Δούκα Βιτσέντζο Γκοντζάγκα το 1612 και η μη ευνοϊκή για τον συνθέτη διάδοχη κατάσταση θα είναι η αιτία που θα αποδεσμευτεί πραγματικά και θα επιστρέψει στη γενέτειρά του υπό αβέβαιες οικονομικά συνθήκες.
Βενετία και ιεροσύνη
Γρήγορα όμως θα αναλάβει τη θέση του maestro di cappella της Βασιλικής του Αγίου Μάρκου στη Βενετία όπου θα αναδιοργανώσει την ενορία, θα εμπλουτίσει τη Βιβλιοθήκη και θα προσλάβει νέους μουσικούς. Επρόκειτο για μια καλή φάση της ζωής του και δημιουργικά και οικονομικά. Αισθανόταν αξιοσέβαστος στον περίγυρό του και ο μισθός του προερχόταν κατά κανόνα από δωρεές και επιβραβεύσεις. Παράλληλα, η πόλη του προσέφερε και πολλές δυνατότητες για συμπληρωματικές επαγγελματικές δραστηριότητες.

Τα επόμενα χρόνια συνέχισε να συνθέτει –στέλνοντας, μεταξύ άλλων, και κάποια έργα στη Μάντοβα –ώσπου το 1632 έγινε ιερέας. Προς το τέλος της ζωής του και παρά την κλονισμένη υγεία του, έγραψε δύο από τα τελευταία αριστουργήματά τους: τις όπερες «Η επιστροφή του Οδυσσέα στην πατρίδα» (Il ritorno d’ Ulisse in patria-1641) και η «Στέψη της Ποππαίας» (L’ incoronazione di Poppea-1642), βασισμένη στη ζωή του ρωμαίου αυτοκράτορα Νέρωνος. Η όπερα αυτή θεωρείται από τα αρτιότερα έργα του συνθέτη καθώς συμπεριλαμβάνει τραγικές, ρομαντικές αλλά και κωμικές στιγμές, πράγμα το οποίο ήταν μια νέα εξέλιξη για το ίδιο το είδος της όπερας. Οι χαρακτήρες του έργου αποτυπώνονται με πιο ρεαλιστικό τρόπο, ενώ σε σχέση με προηγούμενα έργα του, οι μελωδίες φαντάζουν πιο εύηχες. Στον αντίποδα άλλων λυρικών έργων της εποχής, ο Μοντεβέρντι γράφει για μικρότερη ορχήστρα, ενώ δίνει μικρότερη σημασία και στη χρήση της χορωδίας. Για μεγάλο χρονικό διάστημα οι όπερες του Μοντεβέρντι είχαν μόνο ιστορικό και μουσικολογικό ενδιαφέρον. Ωστόσο, από τη δεκαετία του 1960 η «Στέψη της Ποππαίας» έχει εισαχθεί εκ νέου στο ρεπερτόριο των μεγάλων λυρικών θεάτρων ανά τον κόσμο. Ο Μοντεβέρντι θα αφήσει την τελευταία του πνοή στη Βενετία στις 29 Νοέμβρη 1643, έχοντας διατηρήσει ως τότε το αξίωμα του maestro di cappella στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου.
Οι σταθμοί της ζωής του

– Ο Μοντεβέρντι (1567-1643) συνέθεσε τουλάχιστον 18 όπερες, αλλά μόνο ο «Ορφέας», η «Επιστροφή του Οδυσσέα στην πατρίδα», η «Στέψη της Ποππαίας» και ο «Θρήνος» από τη δεύτερη όπερά του, την «Αριάννα», σώζονται σήμερα.

– Μετά τον θάνατο της συζύγου του, της τραγουδίστριας Κλαούντια Κατανέο, το 1607, έμεινε μόνος με τρία μικρά παιδιά, δύο γιους και μία κόρη. Ωστόσο, το ζευγάρι είχε αποκτήσει άλλη μια κόρη που πέθανε λίγο μετά τη γέννησή της.
– Ως τα 40 του χρόνια ο Μοντεβέρντι έδωσε προτεραιότητα στα μαδριγάλια. Το Πέμπτο Βιβλίο των Μαδριγαλίων καταδεικνύει το πέρασμα από το ύφος της ύστερης Αναγέννησης στο πρώιμο μπαρόκ.
– Ο Μοντεβέρντι στα έργα του παρουσιάζει την κατάσταση όπως ήταν στην πραγματικότητα,
εξ ου και μπορεί να συγκριθεί με τον Βέρντι και τον σύγχρονο βερισμό.
– Ηταν ένας από τους πρώτους συνθέτες που χρησιμοποίησε την τεχνική τρέμολο στα έγχορδα, εκφραστικό μέσο που έκτοτε καθιερώνεται.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ