Τα υπόγεια των Αθηνών αδιαφορούν για τους ήχους της επιφάνειας. Κλείνουν την πόρτα τους και φτιάχνουν τη δική τους ιστορία. Απομονωμένα από τον υπόλοιπο κόσμο· τον υπέργειο. Συντροφιά τους έχουν το σκοτάδι, όμως αυτό δεν τα φοβίζει. Ανάβουν τη λάμπα και ψάχνουν για εκείνο το φως που δεν εξαρτάται από τις αχτίδες του ήλιου. Κάποια από αυτά το βρίσκουν στα μονοπάτια της τέχνης. Κάποια άλλα στις σελίδες των βιβλίων και σε πρόσωπα ασπρόμαυρα. Μερικά ανασύρουν την ιστορική μνήμη και αφιερώνουν τη ζωή τους στη συντήρησή της. Χωρίς να λείπουν και εκείνα που το «ρίχνουν έξω» και παραδίδονται άνευ όρων σε απολαύσεις γαστριμαργικές. «Το Βήμα» κατεβαίνει τα σκαλοπάτια τους. Καδράρει στιγμές από την ιστορία τους και ανάβει το φλας για να φωτίσει τον κόσμο τους… 1938. Οι κινηματογράφοι «ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια στο κέντρο της Αθήνας». Το υπόγειο του ιστορικού μεγάρου στην οδό Κοραή, πλάι στα αντιαεροπορικά καταφύγια, γίνεται κινηματοθέατρο. Στο δεύτερο συνθετικό δεν θα ενδώσει ποτέ, αλλά το πρώτο θα το κουβαλήσει μαζί του ως τις μέρες μας. Με έργα της πρωτοπορίας στα πρώτα του χρόνια, που λοιδορούσαν «το σπαθί και το ντουφέκι» και με μια οθόνη μεγάλη μα… τοποθετημένη ανάποδα. Αιτία; Ο αρχικός προορισμός της σκοτεινής αίθουσας για πίστα παγοδρομίου. Οι μέρες δόξας του σελιλόιντ δε θα κρατήσουν όμως πολύ. Στην περίοδο της Κατοχής ο κινηματογράφος επιτάσσεται από τη γερμανική προπαγάνδα. Μέσα στο σκοτάδι οι κατακτητές διασκεδάζουν με τις ταινίες της «Ufa», ενώ οι εργαζόμενοι διοχετεύουν κρυφά στους φυλακισμένους των διπλανών κρατητηρίων τσιγάρα και μηνύματα…


1952. Η εταιρεία «Σκούρας Film» αποχωρεί από τη διεύθυνση δίνοντας τη σκυτάλη στον Φώτη Κοσμίδη. «Είναι η χρυσή εποχή των ελληνικών ταινιών», θυμάται ο υπεύθυνος του «Αστυ», Αντώνης Τριανταφυλλόπουλος. «Εγώ ήρθα δύο χρόνια αργότερα. Ως βοηθός και τιτλαδόρος στην αρχή. Μηχανικός έγινα μετά. Τότε οι υπότιτλοι έπεφταν όλοι με το χέρι. Τα έργα τα ξέραμε πια απέξω. Τα χειρότερά μας ήταν τα ιταλικά. Πολύ πάρλα, βρε παιδί μου!». Σαράντα χρόνια πίσω από τη μηχανή προβολής πέρασε ο κύριος Αντώνης. Και η ζωή του, παράλληλη με αυτήν του ιστορικού πλέον κινηματογράφου της πόλης. Τον ακούμε να μας μιλάει για τα κυριακάτικα πρωινά της Ταινιοθήκης στη δεκαετία του ’60, για τη λογοκρισία της δικτατορίας και το «πετσόκομμα» της «Ωραίας της ημέρας» από τους γέρους της επιτροπής, για την «πιτσουνιέρα» του εξώστη, για την «Αστυ Film» και τα αραχνιασμένα μηχανήματα παγοδρομίου στις αποθήκες, αλλά και για τον κύριο Φώτη που κατεβαίνει εδώ και 44 χρόνια τα σκαλοπάτια του υπογείου «του». Κάθε πρωί. Στις 10.30 ακριβώς.


Συνώνυμο με την κοσμικότητα στη δεκαετία του ’60, το «φωτεινό» υπόγειο της Φωκίωνος Νέγρη «στιγματίστηκε» με την αίγλη των διάσημων αστέρων που φιλοξένησε πάνω και κάτω από τη σκηνή του. Στο μικρόφωνό του τραγούδησε ο Σέρτζιο Ενρίκο, ο Λούτσιο Ντάλα, ο Ερικ Κλάπτον. Στα τραπέζια του κάθησαν σταρ του εγχώριου σελιλόιντ αλλά και μέλη του διεθνούς τζετ σετ, με επιφανέστερο όλων τον Αριστοτέλη Ωνάση! Απρόσιτο για τους κοινούς θνητούς, θα εισχωρήσει το ’67 στον χώρο του λαϊκού και του ρεμπέτικου τραγουδιού, για να παραδοθεί την επόμενη εικοσαετία στη γοητεία της ροκ μουσικής.


Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 η ντισκοτέκ ξαναγίνεται κλαμπ με ρεπερτόριο λαϊκό. Οσο για το παρελθόν της, οι νεαροί της θαμώνες έχουν την ευκαιρία να το παρακολουθήσουν καρέ καρέ στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες των τοίχων.


«Στο Υπόγειο ζω τις περισσότερες ώρες της ζωής μου. Είναι ένας χώρος ζωτικός για μένα. Δεν νομίζω πως μπορώ να δημιουργήσω έξω από αυτόν. Το πολύ φως με σκοτεινιάζει. Μου δίνει την εντύπωση ότι ισοπεδώνει τα πάντα. Το λιγοστό, ή μάλλον το αναγκαίο, με φωτίζει. Δημιουργεί σκιές. Απαραίτητες για να ονειρευτεί κανείς».


Ο Μίμης Κουγιουμτζής δημιουργεί στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης από τα 18 του χρόνια. Ως μαθητής του Καρόλου Κουν και ηθοποιός στην αρχή, ως σκηνοθέτης μετά τον θάνατο του δασκάλου του. Ο μύθος του θρυλικού Υπογείου του «Ορφέα» γεννήθηκε το 1954 και η επιλογή του δεν ήταν τυχαία. «Ο Κουν ήταν μοναχός. Ζούσε για το θέατρο. Γι’ αυτό και ο χώρος όπου θα δημιουργούσε ήθελε να είναι αυστηρός και κλειστός. Σαν γκέτο. Για να μην αφήνει να εισβάλλουν οι δαίμονες. Αλλά και για να υποβάλλει φύσει και θέσει σε μια μυσταγωγία».


Η πρώτη παράσταση δίνεται με καρέκλες καφενείου σε σκηνή κυκλική, που ανατρέπει τις συνήθειες της θεατρικής πρακτικής, παραπέμποντας στο αρχαίο ελληνικό θέατρο αλλά και στις βασικές αισθητικές επιλογές του σκηνοθέτη της. «Ο χώρος όλος απέπνεε το δικό του ύφος. Τη δική του ανάσα. Είχε κάτι το μυστηριακό. Ισως γι’ αυτό όσοι πρωτοέρχονταν, το θυμόνταν για πάντα». Η διακριτική ατμόσφαιρα του μισοσκόταδου διατηρήθηκε και από τους συνεχιστές του. «Προσπαθώ να κρατήσω την παράδοση και την αισθητική του Κουν. Στη σκηνή, στο φουαγέ… Ακόμη και στο γραφείο του τα έπιπλα δεν έχουν αλλάξει. Εχω τις ίδιες καρέκλες, την ίδια πολυθρόνα από μπαμπού…».


Στιγμές σε φόντο ασπρόμαυρο με ξύλινες κορνίζες και χαμόγελα πλατιά. Αποφθέγματα διονυσιακά με τις υπογραφές του Πολέμη, του Μωραϊτίνη, του Χριστόπουλου. Αλλά και χρυσά βραβεία «μετά διπλώματος», «διά την αρίστην ποιότητα του οίνου» ή «διά τον λαμπρόν διάκοσμον», παρέα με μπακιρένια κατοσταράκια που βγήκαν στη σύνταξη, βαρέλια και πλεξούδες σκόρδων. Σε περίοπτη θέση τα καριοφίλια του ’21, σχολιάζουν σε τόνους… ηρωικούς το τρίπτυχο της πατρίδας, της θρησκείας και της οικογένειας. Το περιβάλλον οικείο και η σπεσιαλιτέ πασίγνωστη· ταυτισμένη πια με το όνομά του: «Μπακαλιαράκια».


Η πλακιώτικη ταβέρνα της οικογένειας Δαμίγου στο υπόγειο του αριθμού 41 της οδού Κυδαθηναίων διατηρεί την παράδοση και το λαϊκό της χρώμα. «Υπέρ εκατόν ετών», με τηγανητό μπακαλιαράκι από τη Νορβηγία και ρετσίνα μυρωδάτη από τα Μεσόγεια. «Χωρίς μουστάρδες και τα συναφή». «Σήμα κατατεθέν» της ένα παλιό ψυγείο πάγου στην είσοδο και μία «αρχαία» κολόνα στη μέση της μεγάλης αίθουσας. Στο ξύλινο τραπέζι, που υπήρχε γύρω της κάποτε, γενεές και γενεές κρασοπατέρων έπιναν οκάδες κρασί μαζί με κουκιά ξερά και ρέγγα. «Εμάς να ρωτήσετε για το μαγαζί», μας φωνάζει η παρέα του βάθους, «που ερχόμαστε από πιτσιρίκια. Πόσοι και πόσοι δεν έχουν περάσει από ‘δώ. Η ταβέρνα είναι αιωνόβια. Να σκεφτείτε ότι δεν την πιάνουν ούτε οι πλημμύρες!».


«Γιατί να φορτώσετε αυτόν τον τοίχο με έξι έργα; Είναι πολύ δυνατά για να είναι όλα μαζί». Πρωινό της Δευτέρας. Η Πέγκυ Ζουμπουλάκη «στήνει» τη νέα έκθεση του Γιάννη Ψυχοπαίδη στην γκαλερί της πλατείας Κολωνακίου: 450 τετραγωνικά μέτρα σε «ένα από τα ωραιότερα υπόγεια της Αθήνας». «Ο χώρος αυτός μου άρεσε από την πρώτη στιγμή όπου τον είδα. Είναι νέτος, χωρίς κολόνες και προπαντός υπόγειος. Σου δίνει δηλαδή τη δυνατότητα να απομονωθείς από τον υπόλοιπο κόσμο, χωρίς παράλληλα να σου στερήσει το φως του ήλιου που μπαίνει από το πίσω μέρος του».


Είκοσι δύο χρόνια μετά την πρώτη έκθεση του γλύπτη Τάκι, η γκαλερί συνεχίζει να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της καλλιτεχνικής κίνησης. «Ως σήμερα έχουν παρουσιάσει τη δουλειά τους εδώ οι σημαντικότεροι έλληνες δημιουργοί στην καλή τους εποχή, χωρίς να ξεχνάμε βέβαια και τις συνεργασίες με αίθουσες τέχνης του εξωτερικού. Η αρχή έγινε με τον Γκίκα, τον Τσαρούχη, τον Μόραλη, τον Φασιανό. Αυτοί αποτέλεσαν την πρώτη μαγιά». Αλλά και μία από τις πρώτες ευκαιρίες που είχαν οι Αθηναίοι για να έρθουν σε επαφή με τα έργα της πρωτοπορίας. «Στόχος μας ήταν και είναι να λειτουργούμε σαν ένα μουσείο μοντέρνας τέχνης. Γι’ αυτό και δίνουμε ιδιαίτερη έμφαση στις ομαδικές και στις αναδρομικές εκθέσεις». Στο πλευρό της τα τελευταία χρόνια, η κόρη της Δάφνη και ο γιος της Θοδωρής, που εκσυγχρόνησε τον χώρο χαρίζοντάς του τη δυνατότητα πολλαπλών μεταμορφώσεων.


«Αντικειμενικός σκοπός μας: η απόλυτος ικανοποίησις εκάστου πελάτου μας». Το παλαιοβιβλιοπωλείο του Γιώργου Νασιώτη στη Στοά Κατσούρη στο Μοναστηράκι ικανοποιεί επί 35 χρόνια τους πελάτες του πουλώντας και αγοράζοντας «ό,τι έχει σχέση με το χαρτί». Από γκραβούρες και χάρτες παλιούς ως λεξικά, περιοδικά, σπάνιες εκδόσεις αλλά και σύγχρονες, εγκυκλοπαίδειες, καρτ ποστάλ και ασπρόμαυρες φωτογραφίες ξεκολλημένες από ταινίες και οικογενειακά άλμπουμ. «Τα βιβλία τα αγαπώ ίσα με τα παιδιά μου. Μεταπολεμικά έσωσα πολλά από αυτά που πήγαιναν για λιώσιμο και εξυπηρέτησα πολύ κόσμο. Μαζί τους ασχολούμαι από το ’36, επί Μεταξά. Τότε βέβαια τριγύριζα στους δρόμους με το καρότσι ως μικροπωλητής». Το υπόγειο της οδού Ηφαίστου αποτελεί «το τρίτο και καλύτερο μαγαζί» για τον «Κήπο των βιβλίων» του. «Μου αρέσει γιατί έχει και πρόσοψη. Ο χώρος βέβαια είναι μεγάλος και γι’ αυτό δύσκολο να τον φυλάξεις. Οσα κομμάτια έχουμε άλλα τόσα μας έχουν κλέψει. Αλλά δεν πειράζει. Υπάρχουν τα κέρδη, υπάρχουν και οι ζημίες, όπως λέμε κι εμείς οι Καλαβρυτινοί!».


Ογδόντα πέντε χρόνων σήμερα ο κύριος Γιώργος, αναγκάστηκε πρόσφατα να αποχωριστεί ­ κατόπιν ιατρικής εντολής ­ το υπόγειο και να το αφήσει στα χέρια του γιου του. Δεν συνέβη όμως το ίδιο και με τους φίλους του. Τα πρωινά του κυλούν και πάλι ανάμεσα στις σελίδες τους. Και ας του στέρησαν το φως του ήλιου τόσα χρόνια…



Ημερολόγια και περιοδικά, μαζί με εφημερίδες από διάφορες γωνιές της Ελλάδας αλλά και από το εξωτερικό. Λογιστικά βιβλία από την Αλεξάνδρεια πλάι σε κατάστιχα από το νεκροταφείο της ακμάζουσας κάποτε κοινότητας. Ογκώδη αρχεία πολιτικών και ανθρώπων του πνεύματος, με φόντο εικαστικό αφίσες από το αρχείο Κατσέλλη.


Βρισκόμαστε στο Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο στην Πλάκα. Συγκεκριμένα στο υπόγειο του τριώροφου αρχοντικού στην οδό Αγίου Ανδρέου. Το αρχειακό και έντυπο υλικό από τον 19ο και τον 20ό αιώνα έχει καταλάβει τα βιβλιοστάσια και το πάτωμα. Δεκάδες κομμάτια από την ιστορία της Νεότερης Ελλάδας μαζί με τη βαριά μυρωδιά των πολυκαιρισμένων σελίδων. «Προσπαθήσαμε για λόγους στατικούς», μας εξηγεί ο πρόεδρος του ιδρύματος Μάνος Χαριτάτος, «να συγκεντρώσουμε το βαρύ υλικό που είχαμε στη διάθεσή μας στο υπόγειο. Εδώ μπορείτε να βρείτε 6.000 περίπου τίτλους εφημερίδων και περιοδικών. Αρκετούς από αυτούς μάλιστα σε πλήρεις σειρές. Οι περισσότεροι έχουν ήδη ταξινομηθεί και καταγραφεί και βρίσκονται στη διάθεση των ερευνητών». Μας ξεναγεί στον χώρο. Σε ένα δωμάτιο στοιβαγμένες όλες οι εκδόσεις του μη κερδοσκοπικού σωματείου. Στη φωνή του διακρίνουμε το πάθος και το μεράκι του συλλέκτη. Η κατάρτιση άλλωστε της βιβλιοθήκης του 19ου αιώνα είναι στο μεγαλύτερο μέρος της καρπός της πολύχρονης και συστηματικής προσπάθειάς του. Ξεφυλλίζει προπολεμικά λαϊκά περιοδικά. Τίτλοι ξεχασμένοι πια περνάνε μπροστά από τα μάτια μας. «Θησαυρός», «Ζέφυρος», «Διάβασέ με»… Ανεβαίνοντας τα σκαλοπάτια, σταματά για να σηκώσει μια λιθογραφική πλάκα. «Είναι τόσο βαριές· και τόσο σπάνιες πια!».


«Είκοσι τέσσερις ώρες χωρίς φαΐ και χωρίς νερό. Μόνο μυρίζοντας γιασεμί». Τον Μάιο του 1941 τα αντιαεροπορικά καταφύγια του μεγάρου της Εθνικής Ασφαλιστικής επιτάσσονται από τους γερμανούς κατακτητές. Στα ζοφερά χρόνια που ακολουθούν τα δύο υπόγεια της οδού Κοραή χρησιμοποιούνται ως φυλακές μεταγωγών. Εξι μέτρα κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, δίνουν τη δυνατότητα πλήρους απομόνωσης στην καρδιά της Αθήνας. Οι χώροι τους γεμίζουν με ανθρώπινα κορμιά και οι τοίχοι τους με στιχάκια, σκίτσα και επιγραφές. Μηνύματα απεγνωσμένα που θα φιμωθούν από ένα παχύ στρώμα ώχρας το ’43 και σκούρου γκρίζου το ’44.


Το 1991 τα κρατητήρια της γερμανικής Komandantur χαρακτηρίζονται «ιστορικό διατηρητέο μνημείο» από το υπουργείο Πολιτισμού. Οι εργασίες συντήρησης φέρνουν ξανά στο φως τα ακιδογραφήματα των χιλιάδων ανωνύμων που γνώρισαν τη φρίκη τους. Μαζί τους δεκάδες μικροαντικείμενα από χαρτί και μέταλλο ανακαλύπτονται στις δεξαμενές, στα στεγανά της αποχέτευσης και στις εσοχές των μεταλλικών θυρών. Τον Οκτώβριο του ’94 οι βαριές πόρτες των υπογείων του πολύπαθου Μεγάρου ανοίγουν για το κοινό. Η ιστορική μνήμη ξυπνά από τον λήθαργο μισού αιώνα…