«Μεγάλη κατανάλωσις – Μικρόν Κέρδος – Πιστή εξυπηρέτησις της πελατείας»… Ηταν στις αρχές του 20ού αιώνα όταν μια οικογενειακή επιχείρηση έκανε τα πρώτα της βήματα στο μικρεμπόριο βασισμένη στην παραπάνω αρχή. Περισσότερα από 100 χρόνια αργότερα, και έχοντας περάσει από διάφορα στάδια –ομόρρυθμη αρχικώς, ανώνυμη από το 1927, εισηγμένη στο Χρηματιστήριο από το 1968 –το όνομά της είναι πασίγνωστο και ξυπνά νοσταλγικές μνήμες σε κάμποσες γενιές Αθηναίων και όχι μόνο.
Με είδη ένδυσης και υπόδησης, ταξιδιωτικά και λευκά είδη αλλά και ραδιόφωνα και γραμμόφωνα παραγωγής τους, οι αδελφοί Λαμπρόπουλοι κατέκτησαν μεθοδικά την αγορά, αρχικά, της πρωτεύουσας. Ταυτόχρονα, συνέβαλαν αποφασιστικά στη διαμόρφωση και λειτουργία του εμπορικού κέντρου της αφού η γωνία της οδού Αιόλου στα Χαυτεία έγινε τοπόσημο της Αθήνας και σημείο αναφοράς και συνάντησης τόσο για τους κατοίκους της πόλης όσο και για τους επισκέπτες της. Μέσα από αυτό το πρίσμα, δεν θα ήταν υπερβολή να πει κανείς ότι η αιωνόβια, σχεδόν, διαδρομή της επιχείρησης (1901-1999) αντικατοπτρίζει την εξέλιξη της ίδιας της Αθήνας που αναπτύσσεται, πλήττεται δραματικά, ορθοποδεί και επανέρχεται σταδιακά σε άνθηση.
Η πολιτική και κοινωνική συγκυρία


Στο πλαίσιο αυτό, το ιστορικό λεύκωμα «Αφοί Λαμπρόπουλοι, 1901-1999 / Διαλέγουν πριν από σας – για σας» που εξέδωσε το Φιλανθρωπικό Ιδρυμα Δημητρίου & Μπλανς Λαμπροπούλου διηγείται ιστορίες εμπορίου. Το ιστορικό πλαίσιο εντάσσει τη δραστηριότητα της οικογένειας στην ευρύτερη πολιτική, κοινωνική και οικονομική συγκυρία προσφέροντας στον αναγνώστη τη δυνατότητα της σφαιρικής κατανόησης.
Ποια ήταν, άραγε, η γενική κατάσταση και η εικόνα της Αθήνας την εποχή της πρώτης δραστηριοποίησης της οικογένειας Λαμπρόπουλου στο κλεινόν άστυ; Ο 19ος αιώνας έληξε απαισιόδοξα για την ελληνική οικονομία: σταφιδική κρίση, πτώχευση, ελληνοτουρκικός πόλεμος και ήττα του 1897, Διεθνής Οικονομικός Ελεγχος. Ωστόσο, για μια σειρά λόγους, κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα η εξέλιξη της Αθήνας υπήρξε αλματώδης, τόσο από δημογραφική όσο και από άποψη ρυθμών ανάπτυξης διαφόρων κλάδων της οικονομίας της. «Η Αθήνα των αρχών του 20ού αιώνα ήταν η μόνη πόλη της Ελλάδας της οποίας ο πληθυσμός ξεπερνούσε τις 100 χιλιάδες κατοίκους (από το 1900 έως το 1928 ο πληθυσμός της αυξήθηκε κατά 170%). Επεκτεινόταν προς τη λεωφόρο Αμαλίας, το Κολωνάκι, τη Νεάπολη και το Μεταξουργείο. Ούσα η μεγαλύτερη αγορά εργασίας της Ελλάδας, η πρωτεύουσα προσέφερε τις περισσότερες ευκαιρίες απασχόλησης στους ανθρώπους που αναζητούσαν εργασία εγκαταλείποντας την ύπαιθρο. Ηταν η πόλη της μικρής βιοτεχνίας και της βιομηχανίας» διαβάζουμε χαρακτηριστικά στο λεύκωμα.
Εκείνη την εποχή, διαμορφώνεται και χωροταξικά η οικονομική ζωή της Αθήνας: οι οδοί Ερμού, Αθηνάς, Αιόλου και Σταδίου καθώς και οι γύρω δρόμοι αποκτούν πλήθος εμπορικών καταστημάτων τα οποία συγκροτούν το εμπορικό της κέντρο και συγκεντρώνουν τον κύριο όγκο της αντίστοιχης δραστηριότητας. Ταυτόχρονα, από τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα διαμορφώνεται στην Αθήνα μια κοινωνική κλίμακα στην οποία εντάσσονται εργάτες, τεχνίτες, υπάλληλοι, καθηγητές, βιομήχανοι και τραπεζίτες οι οποίοι συνέχονται, παρά τις μεταξύ τους κοινωνικές και οικονομικές διαφορές, από τον συνδετικό ιστό της κατανάλωσης, «υιοθετώντας βέβαια αισθητικά πρότυπα που κινούνται μεταξύ του γούστου πολυτελείας και του γούστου ανάγκης» όπως διαβάζουμε χαρακτηριστικά. Ο εμπορικός καπιταλισμός του 20ού αιώνα «περιέχει και την έννοια του νεωτερισμού, τη λατρεία του καινούργιου, καθώς και το επονομαζόμενο κατάστημα νεωτερισμών. Περιέχει ακόμη την ανάπτυξη μιας νέας εμπορικής αισθητικής που βρίσκει χώρο να αναπτυχθεί στις βιτρίνες των καταστημάτων, τις φωτεινές τους επιγραφές, τις επιδείξεις μόδας και τις διαφημίσεις».
Δυναμική τροχιά στον Μεσοπόλεμο


Στο παραπάνω πλαίσιο, η εταιρεία που συγκρότησαν οι αδελφοί Π. Λαμπρόπουλοι διανύει πορεία ανάπτυξης και επέκτασης, επενδύοντας στην ακίνητη περιουσία που θα της επέτρεπε αυτονομία στη στέγαση της εμπορικής της δραστηριότητας και σχετική καθετοποίηση. Στο Δελτίον Ανωνύμων Εταιρειών της 3ης Σεπτεμβρίου 1927, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (φύλλο 59), ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας παρείχε άδεια σύστασης στην ανώνυμη εταιρεία υπό την επωνυμία Ανώνυμος Βιομηχανική και Εμπορική Εταιρεία Αδελφοί Λαμπρόπουλοι εγκρίνοντας το Καταστατικό της, το οποίο είχε καταρτισθεί με την υπ’ αριθμ. 3373 πράξη του ίδιου έτους του συμβολαιογράφου Αθηνών Γεωργίου Ν. Κινίνη.
Ιδρυτικά μέλη ήταν οι Ξενοφών Παναγ. Λαμπρόπουλος και Βασίλειος Παναγ. Λαμπρόπουλος έμποροι, κάτοικοι Αθηνών (Αιόλου 219), οι οποίοι ενεργούσαν για λογαριασμό τους και για λογαριασμό ομάδας την οποία εκπροσωπούσαν. Σύμφωνα με το Καταστατικό της, η συσταθείσα ανώνυμη εταιρεία με έδρα την Αθήνα μπορούσε να ιδρύσει υποκαταστήματα, πρακτορεία και εργαστήρια και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας και του εξωτερικού, ενώ σκοπός και αντικείμενό της ήταν η βιομηχανία και το εμπόριο υποκαμίσων, ετοίμων ενδυμάτων, υποδημάτων και κάθε τύπου ανδρικών ειδών καθώς και κάθε συναφής εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση την οποία θα ενέκρινε το Διοικητικό της Συμβούλιο με πλειοψηφία δύο τρίτων των μελών του.
Αλλά η δυναμική τροχιά του Μεσοπολέμου που σηματοδότησε το άνοιγμα στην ξένη αγορά για εισαγωγή ειδών προς χονδρική και λιανική πώληση ήταν μοιραίο να ανακοπεί στη διάρκεια της Κατοχής. Την περίοδο 1941-1943 ο εφοδιασμός της εταιρείας Αφοί Λαμπρόπουλοι από το εξωτερικό κατέστη αδύνατος και η επιχείρηση στράφηκε στα ελληνικά εμπορεύματα και στις πρώτες ύλες. Την ίδια εποχή, και για τον φόβο των βομβαρδισμών, η εταιρεία αποθήκευσε τα εμπορεύματα σε αποθήκη στην πλατεία Κολιάτσου, η οποία λεηλατήθηκε στα επεισόδια των Δεκεμβριανών. Ετσι, μετά τη λήξη του Εμφυλίου βρέθηκε χωρίς κεφάλαια και εμπορεύματα προς διακίνηση. Στον ισολογισμό της χρήσης 1944, ο οποίος κατετέθη το 1946 καθώς «λόγω τεχνικών δυσκολιών δεν κατέστη ατυχώς δυνατή η κατάρτισίς του εντός του 1945», καταγράφεται με τίτλο «Εμπορεύματα εις χείρας τρίτων εκ λεηλασίας» ότι «κατά τα Δεκεμβριανά γεγονότα τα εργαστήριά μας εν οδό Σερίφου-Αιλιανού ελεηλατήθησαν απογυμνωθέντα τελείως των εν αυτής πρώτων υλών και ετοίμων εμπορευμάτων. Εχομεν εν τοσούτω, θετικάς πληροφορίας ότι αρκετά ευρίσκονται εις χείρας τρίτων εις Μακεδονίαν, Θράκην, ιδίως Δράμαν και αλλαχού». Ετσι, για πρώτη φορά από την ίδρυσή της, ο ισολογισμός της εταιρείας παρουσίαζε ζημιές.
Διαφήμιση και εισαγωγή νεωτερισμών


Ωστόσο, κατά την τριετία 1946-1949 κατορθώνει να ανακάμψει από τις συνέπειες της πολεμικής συγκυρίας που μεσολάβησε τη στιγμή ακριβώς κατά την οποία είχε εμπεδώσει μια δυναμική στην ανάπτυξή της κατά την προπολεμική περίοδο. Στο πλαίσιο αυτό, ολοκληρώθηκε η ανακαίνιση των καταστημάτων της και η εταιρεία ξεκίνησε μια δυναμική διαφημιστική πολιτική. Οι προμήθειες εμπορευμάτων γίνονταν από την εγχώρια αγορά καθώς οι εισαγωγές εξακολουθούσαν να παρουσιάζουν δυσκολίες εξαιτίας των περιορισμών που είχαν επιβληθεί σχετικά με το συνάλλαγμα. Το 1946 ανασυγκροτούνται σταδιακά τα τμήματα υποκαμίσων και πιζαμών, υποδηματοποιίας, δερματίνων ειδών, ενδυμάτων, γραβατών, λευκών ειδών, νεωτερισμών, καλτσών, καλλυντικών, ειδών οικιακής χρήσης και γυναικείων. Τρία χρόνια αργότερα, η εταιρεία είναι σε θέση να εκπέμψει αισιόδοξα μηνύματα για γρήγορη ανάκαμψη της δραστηριότητάς της: «Παρά τας δυσκολίας τας οποίας διερχόμεθα έχομεν την ελπίδα ότι η Επιχείρησις ημών βασιζόμενη εις την υποδειγματικήν της οργάνωσιν, τον άρτιον εξοπλισμόν εις πλούσιαν και εκλεκτήν ποικιλίαν των ειδών του Εμπορίου της και την ακολουθούμενη πορείαν των λογικών τιμών πωλήσεων θα βαδίση προς την πρόοδον» διαβάζουμε χαρακτηριστικά.
Το 1951, ο μισός αιώνας συνεχούς λειτουργίας της εταιρείας θα γιορταστεί υπό σαφείς όρους ανάκαμψης και προόδου καθώς οι Αφοί Λαμπρόπουλοι συμβάλλουν με τον δικό τους τρόπο στη σταδιακή αναβάθμιση του επιπέδου κατανάλωσης αυτών στους οποίους κυρίως απευθύνονταν: το μέσο αγοραστικό κοινό. Οι προκαθορισμένες τιμές, η βελτίωση του τρόπου εξυπηρέτησης των πελατών, η έμφαση στη δημιουργία υψηλού τζίρου παρά καθαρών κερδών στις δύσκολες περιόδους, η εισαγωγή νεωτερισμών, οι διαφημιστικές καμπάνιες που διαβεβαίωναν τους υποψήφιους αγοραστές πως «διαλέγουμε πριν από εσάς, για εσάς» και κατάφερναν να ταυτίζεται στο μυαλό των καταναλωτών προϊόν και εμπορική ονομασία, αποδείχθηκαν εργαλεία επιτυχίας και εμπέδωσης της φήμης της εταιρείας. Βασικά στοιχεία του υλικού πολιτισμού που απολάμβαναν Αθηναίοι και μη, ήδη από τον Μεσοπόλεμο και για δεκαετίες είχαν προταθεί από τους Λαμπρόπουλους (Kolynos, Katol, Marvel, Tosca και 4711).
Γενικοί αντιπρόσωποι γραμμοφώνων και δίσκων, αρχικά, οι Λαμπρόπουλοι οδηγήθηκαν και στη λειτουργία της δισκογραφικής εταιρείας Columbia, με θεμελιώδη ρόλο στη νεότερη ελληνική δισκογραφική παραγωγή, μεταξύ άλλων και στη σύζευξη της μουσικής με τη νεότερη ελληνική ποίηση. Η εισαγωγή της οικογενειακής επιχείρησης στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών το 1968 θα εγκαινιάσει ένα νέο κεφάλαιο…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ