Ηταν μια «αυτόματη αντίδραση» η επιλογή της «Δίκης» του Φραντς Κάφκα για τον Θωμά Μοσχόπουλο που διασκεύασε το κλασικό μυθιστόρημα σε θεατρικό έργο για τη σκηνή του Πόρτα. Αλλά για αυτή την επιλογή έπαιξαν κι άλλα πράγματα ρόλο, όπως επισημαίνει ο ίδιος ο σκηνοθέτης, που συνεχίζει για τρίτη χρονιά να βρίσκεται στο τιμόνι του θεάτρου της λεωφόρου Μεσογείων.

«Συνειδητοποίησα»
, λέει, «τη σχέση του ίδιου του Κάφκα με το θέατρο και το μαύρο χιούμορ. Ξαναδιαβάζοντας το έργο έπιασα τον εαυτό μου να γελάει, να γελάει με τα χάλια μας. Είναι πολύ αυτοσαρκαστικός». Και προσθέτει: «Το έργο έχει να κάνει και με την πραγματικότητά μας. Κατάλαβα ότι τόσο εγώ όσο και οι γύρω μου κουβαλάμε μια περίεργη ενοχή ότι κάτι δεν κάναμε καλά στη ζωή μας, το οποίο κανείς δεν μας λέει ποιο ακριβώς είναι. Προσωπικά το έχω ψάξει και δεν θεωρώ ότι έχει να κάνει με προσωπικές επιλογές αλλά με συλλογικές. Μας φοριέται ένα σχεδόν προτεσταντικό ηθικό πλαίσιο σε έναν λαό, έναν πολιτισμό και μια κατάσταση που δεν το κουβαλάει από μόνος του. Είμαστε πιο ανοιχτόκαρδοι. Γίνανε πολλά λάθη, αλλά σε σχέση με τι; Μελετώντας το έργο, αυτή η αναζήτηση και η ενοχοποίηση πήραν πολύ μεγαλύτερες υπαρξιακές διαστάσεις, με τη συνειδητοποίηση του θανάτου».
«Ενα ωραίο πρωί»


Στη «Δίκη» όλα ξεκινούν όταν «ένα ωραίο πρωί» ο Γιόζεφ Κ. συλλαμβάνεται, χωρίς να έχει κάνει τίποτα κακό. Κάποιος θα πρέπει να τον είχε συκοφαντήσει.
Πρόκειται για έναν αξιοπρεπή πολίτη, ανώτερο υπάλληλο τραπέζης. Μια ακαθόριστη ανώτερη αρχή τον ενημερώνει ότι θα δικαστεί για κάτι που κανείς δεν του λέει τι είναι και ούτε ο ίδιος μπορεί να προσδιορίσει. Το μόνο σίγουρο είναι ότι κάποια στιγμή θα δικαστεί, ενώ ενδιαμέσως είναι ελεύθερος να συνεχίσει τη ζωή του… Η συνέχεια είναι εφιαλτική. Το σύστημα τον συνθλίβει και τον αδικεί ή έχει κι εκείνος μερίδιο ευθύνης σε όλο αυτό;

«Υπάρχει ένας πικρός σαρκασμός, ένα μαύρο χιούμορ που είναι πολύ καθησυχαστικό τελικά. Αφορά την ανθρώπινη ψυχή, αν θα αναλάβεις ή όχι την ενοχή. Μπροστά στο χειρότερο, μέχρι να αρχίσεις να γελάς, λέει ο Μπέκετ, κι εγώ έβαλα αυτή τη φράση μότο στο θέατρο φέτος. Ολο αυτό εμένα με οδήγησε στην απομάκρυνση από τη σοβαροφάνεια. Δεν μπορώ άλλο τον μύθο του καλλιτέχνη. Πιστεύω στη δουλειά, στην πολλή δουλειά. Και το έργο αυτό μου έδωσε τη δυνατότητα να δουλέψω με νέους ανθρώπους. Δύσκολα θα την έκανα αυτή την παράσταση με πιο έμπειρους. Απαιτεί έναν σωματικό μόχθο όλο αυτό».
«Είμαι ο παράλογος»


Στην παράσταση σκηνοθετεί ένα σύνολο δέκα ηθοποιών, εκ των οποίων ένας παίζει τον Κ. και όλοι οι άλλοι όλους τους υπόλοιπους. «Το έργο ξεκινά την ημέρα των γενεθλίων του Κ. και ολοκληρώνεται την επόμενη χρονιά, παραμονή των επόμενων γενεθλίων. Πρόκειται για μια συμβολική σχέση με τον χρόνο, με τη ζωή».

«Στη διασκευή δεν έχω προσθέσει ούτε λέξη»
εξηγεί ο Θωμάς Μοσχόπουλος, «γιατί ο Κάφκα είναι πολύ θεατρικός. Ηδη πριν από τη Δίκη τα έργα του είχαν αποκτήσει δραματικό χαρακτήρα». Ενώ παράλληλα συνόρευαν με το παράλογο: «Το παράλογο είναι χαρακτηριστικό στοιχείο στο έργο. Είναι η αγωνία του ανθρώπου να ψάξει να βρει λογική σε έναν κόσμο που είναι χαοτικός. Αυτό είναι το παράλογο. Εγώ που ψάχνω να βρω λογική στο παράλογο είμαι ο παράλογος…».
Αισθανόμαστε σήμερα όλοι λίγο Κ.; «Ο καθένας αισθάνεται Κ. και αισθάνεται ότι όλοι οι άλλοι είναι αυτό το παράλογο γύρω του. Ο καθένας νιώθει αποσπασμένος και μόνος του. Ο καθένας έχει τον Αλλον, χωρίς προσπάθεια προσέγγισης, αλλά με αμυντική δυναμική. Ο Κ. αυτομάτως αμύνεται. Δεν δέχεται την καταδίκη του. Το αρνητικό στον Κ. και στον κάθε Κ. είναι ότι, κόντρα σε ό,τι λέγαμε πριν, δεν δέχεται καμία ευθύνη. Σαν να περνάς από την παιδικότητα στο γήρας». Και καταλήγει: «Αραγε πόσοι από εμάς θυμούνται εποχές που ο χαρακτηρισμός καφκικές να ήταν πιο ταιριαστός;».

Πόρτα 3ης χρονιάς
«Είχα φτιάξει ένα κλειστό οικοδόμημα που τελικά είχε αμφίδρομη βλάβη. Υπήρξαν άνθρωποι που ήταν εξαρτημένοι από εμένα κι εγώ από αυτούς. Με όσους καταφέραμε υγιώς να συνεχίσουμε έναν διάλογο χωρίς εξάρτηση, ήταν μια χαρά. Οι υπόλοιποι μου θύμωσαν, τους θύμωσα… Ενα θέατρο πρέπει να έχει δημόσιο χαρακτήρα, όχι ιδιωτικό. Το βλέπω και σε άλλες περιπτώσεις, όπου δημιουργούνται οι κλειστές ομάδες, και προβλέπω ότι δύο-τρεις θα επιβιώσουν, ενώ οι άλλοι θα πέσουν σε μαρασμό.
Εφέτος, προσπαθώ αυτά που μάθαμε στην πρώτη και τη δεύτερη χρονιά να τα μορφοποιήσω. Δεν με ενδιαφέρει τόσο το πολυσυλλεκτικό. Προσπαθώ να δημιουργηθεί ένας χαρακτήρας, με ένα πιο σταθερό ανσάμπλ, και περιορίζοντας τον βομβαρδισμό με πολλά. Στη μετά Αμόρε εποχή όλοι λέγαμε όσο περισσότερα τόσο καλύτερα. Αλλά τελικά όταν προτείνεις πολλές επιλογές, είναι σαν να μην προτείνεις καμία.
Το μοντέλο του Πόρτα κάπου πήγε καλά, κάπου όχι. Δεν αντέχει η Αθήνα τόσο πολλές παραστάσεις… Εφέτος συνεχίζουμε με λιγότερες και πιο επιλεγμένες, χωρίς ονόματα σταρ. Η διάθεσή μου ήταν να προσφέρω ένα πλαίσιο στη δημιουργία της επόμενης γενιάς, όχι μόνον αλτρουιστικά αλλά και εγωιστικά. Να φτιαχτεί η ομάδα της επόμενης γενιάς».

πότε & πού:

Παραστάσεις στο θέατρο Πόρτα: Παρασκευή – Σάββατο – Κυριακή (21.15)

H TAYTOTHTA THΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

Διασκευή – σκηνοθεσία:
Θωμάς Μοσχόπουλος.
Σκηνικά: Ευαγγελία Θεριανού.
Κοστούμια: Κλαιρ Μπρέισγουελ.
Φωτισμοί: Σοφία Αλεξιάδου.
Επιμέλεια κίνησης: Σοφία Πάσχου.
Παίζουν: Σωκράτης Πατσίκας, Μιχάλης Συριόπουλος, Κίττυ Παϊταζόγλου, Θάνος Λέκκας, Μάνος Γαλανής, Ειρήνη Μπούνταλη, Παντελής Βασιλόπουλος, Μιχάλης Μιχαλακίδης, Ελένη Βλάχου, Φοίβος Συμεωνίδης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ