Με ενδιαφέρον παρακολουθούσες τη νέα παραγωγή ελληνικών ταινιών που προβλήθηκαν στο τελευταίο φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης_ μια διοργάνωση που από την αρχή φάνηκε να έχει μόνο καλή διάθεση για την «προαγωγή» του «υποβαθμισμένου» εγχώριου κινηματογράφου (υπήρχε και πρόγραμμα στο οποίο παίχτηκαν ταινίες που είχαν κάνει ήδη πρεμιέρα στην Ελλάδα, είτε σε άλλα φεστιβάλ, είτε στις αίθουσες).
Οι περισσότερες από τις ελληνικές ταινίες που παίχτηκαν σε πρώτη προβολή κάνοντας την πρεμιέρα τους στο φεστιβάλ, είχαν πραγματικά κάτι να πουν και δεν έμοιαζαν η μία με την άλλη. Εντόπιζες ποικιλομορφία στο κινηματογραφικό ύφος και καταλάβαινες ότι η σκιά του Greek Weird Cinema δεν είναι πλέον και τόσο βαριά στους νέους σκηνοθέτες.
Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα δύο εντελώς διαφορετικών μεταξύ τους ταινιών που μιλούν για τον έρωτα είναι το χαριτωμένο «Οντως φιλιούνται;» του Γιάννη Κορρέ και η μπρουτάλ «Αγάπη, αγάπη, αγάπη» του Κώστα Ζάπα. Ο Κορρές καταπιάνεται με την σχέση δυο νέων που ψάχνουν και «ψάχνονται» ενώ πλησιάζουν τα 30 (Θάνος Πετρόπουλος, Ηρώ Μπέζου). Τους βλέπουμε να κουβεντιάζουν για διάφορα θέματα, από τις σπουδές τους μέχρι το «πουλί» του Πιρς Μπρόσναν, να πίνουν «χόρτο», να τσακώνονται ή να καίνε τα εσώρουχά τους. Μέσα σε μια ατμόσφαιρα απόλυτης χαλαρότητας, ο σκηνοθέτης καταθέτει την δική του ματιά για το τι σημαίνει νέο ζευγάρι πριν τα 30.
Από την πλευρά του, ο Ζάπας χωρίς να προδίδει το ακραίο στιλ του («Μικρές ελευθερίες», «Η ανταρσία της Κόκκινης Μαρίας») φαίνεται να υποχωρεί σε ένα καθαρά αφηγηματικό σινεμά ενώ παρακολουθεί την ιστορία δύο ακόμα πιο νέων ανθρώπων (Αγγελος Βαλεράς, Νικολίτσα Ντρίζη) που κινούνται αυτοκαταστροφικά μέσα σε μια κοινωνία διαφθοράς και σαπίλας. Και οι δύο ταινίες κατάφεραν να με κρατήσουν.
Το ίδιο θα μπορούσα να πω και για το «Ξα μου» της Κλειώς Φανουράκη, μια ταινία που μπορεί τελικά να σε κερδίσει με την πηγαία αθωώτητά της (ομολογώ ότι κατά την διάρκειά της είχα ενστάσεις). Το φιλμ καταγράφει την αλλαγή επαγγελματικού προσανατολισμού ενός διευθυντή ξενοδοχείου στην Κρήτη (Γιώργος Χωραφάς) ο οποίος βρίσκει τον εαυτό του στην φύση όταν χάνει τη δουλειά του. Η ταινία είναι προγραμματισμένη για να μας κάνει να αισθανθούμε όμορφα και τα καταφέρνει. Περιέχει επίσης έναν ερασιτέχνη ηθοποιό, τον Γιώργη Σμπόκο, τόσο γνήσιο παίζοντας τον εαυτό του που μπορεί να κερδίσει ακόμα και τον πιο αυστηρό θεατή.
Ενα μικρό αγόρι που παλεύει με το παρελθόν του προσπαθώντας να οριοθετήσει το παρόν του είναι το κεντρικό πρόσωπο της ταινίας του Πέτρου Χαραλάμπους «Το αγόρι στη γέφυρα». Εγγονός αγωνιστή της ΕΟΚΑ, ο μιρκός Σωκράτης φορά τον μπερέ του παπού του και παίζει με εκρηκτικές ύλες. Ομως περισσότερο το ανθρώπινο στοιχείο παρά το πολιτικό σχόλιο ενδιαφέρει τον Χαραλάμπους που στήνει πολύ καλά μια υπόθεση φόνου στην οποία ο Σωκράτης είναι αναμεμιγμένος.
Ενστάσεις είχα βλέποντας το «Park» της Σοφίας Εξάρχου που ενδιαφέρεται μεν να αφουγκραστεί μια κοινωνία νέων ανθρώπων ενώ βουλιάζουν σε μια χώρα δίχως μέλλον αλλά κάνει κατάχρηση στην κινηματογράφιση παιδιών του περιθωρίου ενώ «σκοτώνουν» τον χρόνο τους αποκαλώντας ο ένας τον άλλο «μαλ…» και μη κάνοντας τίποτε στο πρώην Ολυμπιακό Χωριό, νυν ερείπιο. Η ιστορία της ταινίας δεν έχει δύναμη, επομένως η σκηνοθέτρια αναγκάζεται να την «ντύσει» αναμασώντας τα ίδια και τα ίδια.
Χίλιες φορές όμως μια ταινία όπως το «Park» της Εξάρχου, μπροστά στην απόλυτη πλήξη της τελευταίας ταινίας της Φωτεινής Σισκοπούλου με τίτλο «Μια ιστορία της Πόλης». Φορώντας ακατάλληλα παπούτσια για τις ατελείωτες βόλτες της στην Κωνσταντινούπολη, η Μυρτώ Αλικάκη προσπαθεί να αποφασίσει τι θα γίνει με το σπίτι της μητέρας της που απελάθηκε πριν από χρόνια αλλά της το άφησε στην κληρονομιά της. Είναι αυτό θέμα για ταινία διάρκειας τριών ωρών!; Φυσικά και όχι. Και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, τόσο στην ψυχή όσο και στο σώμα, η «Ιστορία της Κωνσνταντινούπολης» δεν είναι παρά μια συρραφή από τουριστικά καρτ ποστάλ χρηματοδοτημένα από τον Τουρκικό Οργανισμό Τουρισμού!
Για τις ταινία «Αφτερλωβ» του Στέργιου Πάσχου, «Πλατεία Αμερικής» του Γιάννη Σακαρίδη και κάποιες άλλες δεν μπορούμε να εκφράσουμε άποψη διότι δεν τις έχουμε δει ακόμη.