Μια μοναδική γυναικεία ερμηνεία στην ταινία «Μυστικά και ψέματα» η οποία κυριαρχεί τις τρεις τελευταίες εβδομάδες στις κινηματογραφικές αίθουσες κάνοντας όσους ακόμη δεν την έχουν δει να νιώθουν χαμένοι και τυχερούς όσους την απόλαυσαν


Είναι σαν να μιλάς με δύο πρόσωπα. Σε κάθε της κουβέντα αναφέρει τον εαυτό της, την «Μπρέντα», σαν να πρόκειται για κάποια άλλη γυναίκα, κάποια άυλη σχεδόν μορφή που περιπλανάται μαζί της στο σανίδι, στην οθόνη, στους διαδρόμους του τριώροφου εδουαρδιανού σπιτιού της κάπου στο κέντρο του Λονδίνου. «Για να μη με ταυτίζουν με τη Σίνθια», λέει. Ισως γιατί ο ρόλος της στα «Μυστικά και ψέματα» του Μάικ Λι (φετινός Χρυσός Φοίνικας), η λαϊκή Σίνθια που της χάρισε το βραβείο ερμηνείας στο τελευταίο Φεστιβάλ των Καννών μοιάζει πια τόσο απτός, τόσο σάρκινος ώστε φοβάται ότι θα παραγκωνίσει την Μπρέντα με τη σαιξπηρική παιδεία και τα μπόλικα «indeed».


Κάθεται (ή μήπως κάθονται;) και χαζεύει από το παράθυρό της: «Βλέπω παντού δέντρα. Τον χειμώνα μάλιστα, όταν πια έχουν πέσει τα φύλλα, διακρίνω μέσα από τα κλαδιά το Μπιγκ Μπεν και τον Αγιο Παύλο». Μήπως φαίνεται και το Νο 10 της Ντάουνινγκ Στριτ; «Οχι, όχι, ευτυχώς όχι», γελάει με την ψυχή της, σπάζοντας όλα τα στερεότυπα περί αγγλικού φλέγματος. Το γέλιο της ακούγεται πολύ συχνά, ίσως όσο συχνά γεμίζει την οθόνη το κλάμα της Σίνθιας. «Και όμως κατά βάθος μοιάζουμε πολύ», λέει για το έτερόν της ήμισυ. «Και οι δύο έχουμε μάθει να προχωρούμε στη ζωή, να επιβιώνουμε», εξηγεί. Και λέει αλήθεια αφού η ώς σήμερα «άγνωστη» Μπρέντα Μπλέθιν δεν έχει απλώς να επιδείξει το έπαθλο μιας ακόμη κριτικής επιτροπής. Τα 17 ολόκληρα χρόνια θεατρικής καριέρας και η συνεχής παρουσία της στη βρετανική τηλεόραση ήταν μέχρι πρότινος τα βασικά διαπιστευτήριά της. Αφοπλιστικά σεμνή, όπως και ο σκηνοθέτης με τον οποίο συνεργάστηκε για τα «Μυστικά και ψέματα», όπως άλλωστε και ο νεότερος βρετανικός κινηματογράφος που αμφότεροι εκπροσωπούν, μιλάει στο «Βήμα» για την Μπρέντα και την… άλλη, αυτή που 70.000 Ελληνες ώς σήμερα είδαν στις κινηματογραφικές οθόνες.


­ «Πρέπει να γελάς, έτσι δεν είναι, γλυκιά μου; Αλλιώς θα κλαις». Πόσο αληθινά είναι αυτά τα λόγια της Σίνθια, του ρόλου που υποδύεστε στα «Μυστικά και Ψέματα», για την Μπρέντα Μπλέθιν;


«Είναι αλήθεια πολύ όμορφα λόγια. Είναι το συμπέρασμα που βγάζει η Σίνθια όταν έχει πια συναντήσει τη χαμένη της κόρη. Μέσα στη δυστυχία της η γυναίκα αυτή ξέρει να επιβιώνει, να προχωρεί μόνη της στη ζωή, να γελά με τον εαυτό της. Νομίζω πως ισχύουν και για μένα. Στάθηκα τυχερή στη ζωή μου. Και η Μπρέντα γελάει σίγουρα πιο συχνά από ό,τι κλαίει».


­ Θυμάστε ακριβώς τη στιγμή όπου συνειδητοποιήσατε ότι είστε γεννημένη για ηθοποιός;


«Σε μια σχολική παράσταση, όταν ήμουν 14 ετών. Κάποιος έπρεπε να εμφανισθεί από την πόρτα και αντ’ αυτού βγήκε από μια ντουλάπα. Ηταν πάρα πολύ αστεία σκηνή. Ηταν βέβαια κωμωδία, αλλά ­ κωμωδία ή όχι ­ επιβάλλεται να είσαι αυτός που πρέπει, να είσαι σοβαρός σε αυτό που κάνεις. Στο τέλος της παράστασης με πλησίασε ο κ. ΜακΑλιστερ, ένας δάσκαλος που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στις επιλογές μου, και μου είπε: «Μπράβο, Μπρέντα, ήσουν πολύ καλή». Του απάντησα: «Το διασκέδασα πολύ. Και είναι κάτι που νομίζω ότι θα μπορούσα να το κάνω καλά». Χρειάστηκε όμως να περάσουν άλλα 13 χρόνια για να πάω σε δραματική σχολή».


­ Τι κάνατε αλήθεια όλο αυτό το διάστημα;


«Πολλά. Δούλεψα σε τράπεζα, στον Βρετανικό Σιδηρόδρομο… Η τελευταία μου δουλειά ήταν σε μια διαφημιστική εταιρεία. Μου άρεσαν όλα πολύ. Για να πω την αλήθεια, από μικρή έβρισκα το επάγγελμα του ηθοποιού κάπως «ελαφρό» και εγώ είμαι γενικά πολύ πρακτικός άνθρωπος. Η Μπρέντα είναι πολύ συνετή, οργανωμένη».


­ Για κάποιον λόγο επιμένετε να μιλάτε για τον εαυτό σας (την Μπρέντα) στο τρίτο πρόσωπο.


«Το κάνω μόνο όταν θέλω να διαφοροποιούμαι από τη Σίνθια, τον ρόλο μου στα «Μυστικά και Ψέματα». Πολλοί επιμένουν να μας ταυτίζουν. Μάλιστα ήταν ένας από τους απαράβατους κανόνες που ακολουθούσαμε με τον Λι. Δεν έχει να κάνει με Στανισλάφσκι, με υποκριτικές μεθόδους και τέτοια, έπρεπε απλά να δημιουργήσουμε «αυτήν» που δεν ήταν σε καμία περίπτωση «εγώ». Οταν συζητούσαμε με τον σκηνοθέτη, δεν μου έλεγε: «Πώς αισθάνεσαι;» αλλά «Πώς αισθάνεται τώρα;». Πρέπει να κρατάς μια απόσταση. Είναι πιο υγιές».


­ Ας γυρίσουμε όμως πίσω στο παρελθόν, τότε που πήρατε τη μεγάλη απόφαση να αλλάξετε καριέρα.


«Για μένα ήταν μια πολύ σημαντική απόφαση. Αφησα τη δουλειά μου, άλλαξα πόλη, οι προοπτικές μου ήταν πια τελείως διαφορετικές. Ηταν μεγάλο ρίσκο, θεωρώ ότι υπήρξα πολύ γενναία τότε».





­
Δεν φοβηθήκατε;


«Στην αρχή πολύ. Αλλά είπα: «Θα το δοκιμάσω καν’α δυο χρόνια και βλέπουμε»».


­ Πώς αντέδρασε το στενό σας περιβάλλον;


«Δεν το είπα αμέσως στη μητέρα μου για να μην την τρομοκρατήσω. Δεν της το αποκάλυψα παρά μόνο όταν απέκτησα εμπιστοσύνη στον εαυτό μου, όταν πια μπορούσα να πηγαίνω στο πατρικό μου χωρίς ανασφαλίες και τύψεις. Και οι γονείς μου άλλωστε αυτό ήθελαν πάνω από όλα, να είμαι εγώ καλά με τον εαυτό μου».


­ Μιλήστε μου λίγο για την οικογένειά σας.


«Ο πατέρας μου ήταν μηχανικός, η μητέρα μου από ‘δώ και από ‘κεί, στην τοπική αυτοδιοίκηση, αλλά πιο πολύ στο σπίτι».


­ Καμία δηλαδή σχέση με το σανίδι.


«Οχι. Και όμως είμαι σίγουρη… Ξέρετε, η μητέρα μου ήταν μια πολύ αστεία γυναίκα, εξωφρενικά αστεία. Και έχω την αίσθηση ότι σε μια άλλη εποχή θα ήταν σίγουρα ηθοποιός».


­ Ποιο ήταν το πιο απίθανο σχόλιο που ακούσατε για τον ρόλο σας στα «Μυστικά και Ψέματα»;


«Κάποιος μετά την προβολή της ταινίας ήρθε και μου είπε: «Πώς αισθάνεστε τώρα που παίζετε σε ταινία;». «Πώς είπατε;», του κάνω. Μου λέει: «Το να είστε από τόσο φτωχή οικογένεια και ξαφνικά να παίζετε στον κινηματογράφο…». Δεν κρατήθηκα: «Ανθρωπέ μου, είμαι κλασική ηθοποιός». Για πέντε λεπτά αισθανόμουν βαθύτατα προσβεβλημένη. Μετά όμως σκέφτηκα πόσο κολακευτικό ήταν αυτό που μου είπε, το ότι έπεισα τον κόσμο ότι η Σίνθια δεν ήταν απλά ένας ρόλος, αλλά μια πραγματικότητα».


­ Τι είναι εκείνο που επιτρέπει σε μια αμιγώς βρετανική ταινία να είναι τόσο δημοφιλής εκτός Βρετανίας;


«Είναι μια διεθνής ταινία. Το ίδιο το πρόβλημα, το ότι όλοι κρύβουν κάπου μέσα τους κάποιο ζοφερό μυστικό, το ότι δεν συζητάμε πάντοτε ανοιχτά τις σχέσεις μας με τους πιο κοντινούς μας ανθρώπους, είναι διεθνές. Νομίζω ότι όλοι το αντιλαμβάνονται αυτό, είναι μια αγωνία που μοιράζονται όλες οι οικογένειες. Είναι π.χ. συνηθισμένο να βλέπεις μητέρα και κόρη να τσακώνονται όπως η Σίνθια με τη Ροξάνη. Και μπορεί να συμβεί και σε μια μεγαλοαστική οικογένεια, δεν είναι ίδιον της εργατικής τάξης. Οποιοσδήποτε θα μπορούσε να ταυτιστεί με τη Σίνθια. Ολοι γνωρίζουμε κάποιον σαν αυτήν».


­ Τελικά δεν είναι απλά μια γλυκόπικρη καρικατούρα;


«Είναι πέρα για πέρα αληθινή! Και αυτό γιατί με τον τρόπο που έχει πλασθεί ο χαρακτήρας της ­ στην ουσία ολόκληρο το φιλμ βασίζεται στον αυτοσχεδιασμό ­ το μόνο που καλείται να κάνει ο ηθοποιός είναι να δημιουργήσει οργανικά έναν χαρακτήρα, πάντα βέβαια με τη βοήθεια του Λι. Δεν πήραμε τίποτα έτοιμο. Προσπαθήσαμε να χτίσουμε πετραδάκι – πετραδάκι τη ζωή αυτής της γυναίκας από την αρχή: τι οδοντόκρεμα χρησιμοποιούσε; σε ποια ηλικία άρχισε να βουρτσίζει τα δόντια της; ποιες ήταν οι μυρωδιές που θυμόταν κάθε πρωί που ξυπνούσε; κάπνιζε ο πατέρας της; τι μάρκα τσιγάρων κάπνιζε; η ίδια ήξερε τι μάρκα τσιγάρων κάπνιζε ο πατέρας της; έκανε συχνά μπάνιο; έβαζε αλάτι στο φαγητό;


Συγκεντρώνεις όλα αυτά τα μικρά – μικρά κομματάκια έτσι ώστε, όταν έρχεται η ώρα να αυτοσχεδιάσεις, δεν χρειάζεται στην ουσία να εφεύρεις, να κατασκευάσεις τίποτα για να φανείς ενδιαφέρων. Απλά καλείσαι να δράσεις και να αντιδράσεις όπως ο συγκεκριμένος χαρακτήρας σε μια δεδομένη στιγμή. Φθάνουμε στον αυτοσχεδιασμό πλήρως οχυρωμένοι. Κάθε χαρακτήρας έχει μνήμη, κουβαλάει μαζί του τα χνάρια μιας ολόκληρης ζωής».


­ Ποια ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετωπίσατε στην προσέγγιση του συγκεκριμένου ρόλου;


«Για να πω την αλήθεια, ήταν για μένα μια μάλλον απελευθερωτική εμπειρία. Δημιούργησα απλά έναν χαρακτήρα και ολόκληρο τον κόσμο του: τους γονείς, τους παππούδες, τους θείους, τα ξαδέλφια, τους γείτονες. Π.χ., όταν η Σίνθια εγκατέλειψε το σχολείο το 1966, δεν αρκεστήκαμε στο να επινοήσουμε μια δουλειά γι’ αυτήν. Απλά μια μέρα που είχα ρεπό πήγα στο Αρχείο του Ημερήσιου Τύπου και βρήκα την εφημερίδα που εκείνη θα είχε αγοράσει τότε, μετά το σχολείο, μια τοπική εφημερίδα του Νότιου Λονδίνου, «The South London Press». Κοίταξα τις δουλειές που θα κοίταζε εκείνη και επέλεξα μια θέση σε ένα εργοστάσιο σαπουνιού. Σου δίνει θάρρος η συνεργασία με τον Λι, σου χαρίζει μια τόλμη που υπό κανονικές συνθήκες δεν θα επεδείκνυες».


­ Λίγο μετά την απονομή του Χρυσού Φοίνικα στις Κάννες ο Μάικ Λι παραδέχτηκε ότι όλοι οι συντελεστές «πήγατε στην κόλαση και ξαναγυρίσατε».


«Ναι, ήταν πολύ σκληρή δουλειά, εξαντλητική. Ειδικά στην αρχή που δεν είχαμε ιδέα τι ρόλο θα παίζαμε, που δεν γνωρίζαμε τι έκταση θα έπαιρνε τελικά ο κάθε ρόλος, που δεν υπήρχε καν σενάριο. Μας πήρε έξι ολόκληρους μήνες προετοιμασίας. Οι πέντε από αυτούς καταναλώθηκαν στο να «ζήσουμε» βήμα προς βήμα τη μίζερη καθημερινότητα αυτού του κόσμου. Και αυτό ήταν πολύ κουραστικό για μένα. Είναι ψυχοφθόρο να ζεις όπως αυτή η γυναίκα».


­ Τελευταία η κινηματογραφική βιομηχανία μιλάει για μια «βρετανική επανάσταση». Τι ήταν αυτό που κατά τη γνώμη σας βοήθησε τον αποχαυνωμένο επί σειρά ετών αγγλικό κινηματογράφο να ξυπνήσει από τη νάρκωση;


«Ναι, είναι αλήθεια ότι ξυπνάει, με αργά όμως βήματα. Πιστεύω πως πρέπει η κυβέρνηση να τον υποστηρίξει περισσότερο. Γίνονται πολλές καλές ταινίες στη χώρα αυτή, αλλά όχι με βρετανικά κεφάλαια. Ο κόσμος δεν γνωρίζει ούτε την ύπαρξή τους, γιατί η διανομή είναι τόσο πενιχρή. Μόνο χάρη στην επιτυχία ταινιών όπως το «Trainspotting», το «Τέσσερις γάμοι και μια κηδεία», το «Λογική και ευαισθησία», το «Μυστικά και Ψέματα» λέμε: «Ε, τα πάμε καλά εδώ και το είχαμε ξεχάσει!». Μπορεί να ακούγεται σαν σταγόνα στον ωκεανό αλλά πιστεύω ότι με τη σωστή καθοδήγηση θα καταφέρουμε ακόμη περισσότερα».


­ Ο Μάικ Λι έχει επανειλημμένως κατηγορηθεί ότι φιλοτεχνεί ντοκιμαντέρ, όχι ταινίες fiction. Και αυτό ισχύει λίγο πολύ για όλη αυτή τη γενιά των άγγλων σκηνοθετών: Κεν Λόουτς, Στίβεν Φρίαρς κλπ.


«Εχει όμως την ικανότητα να αφήνει στο κοινό ένα αίσθημα αισιοδοξίας. Στην αρχή ο θεατής δεν πολυνοιάζεται για τα πρόσωπα της ταινίας, σιγά – σιγά όμως ανακαλύπτει ότι όλα μπορούν να σωθούν, ότι μπορεί να τους δώσει μια δεύτερη ευκαιρία. Εγώ όταν είδα την ταινία ένιωσα πολύ όμορφα».


­ Λέτε δηλαδή ότι ένα ψήγμα ζωής ανάγεται σε τέχνη μόνο και μόνο επειδή εμπνέει αισιοδοξία στο κοινό;


«Σίγουρα δεν φτάνει αυτό. Η αλήθεια είναι ότι ο Μάικ Λι είναι ως άνθρωπος τόσο αφοπλιστικά ειλικρινής που δεν μπορεί να μην το περάσει μέσα στις ταινίες του. Δεν χρυσώνει το χάπι, δεν ζωγραφίζει λουλουδάκια γύρω από τα μαύρα κομμάτια, θέλει να παρουσιάσει τα πράγματα όπως είναι, είτε αυτό είναι ευχάριστο για τον θεατή είτε όχι. Για μένα μια τέτοια ταινία είναι πολύ πιο υγιής από τις διάφορες άλλες με το σεξ και τη βία. Προτιμώ χίλιες φορές να ανοίξω τα μάτια μου στον κόσμο μέσα στον οποίο ζω, να επαναθεωρήσω τις απόψεις μου πάνω σε διάφορα θέματα. Είναι άλλωστε και πολύ πιο διασκεδαστικό να γελάς με τον εαυτό σου».


­ Και σίγουρα δεν λείπει ούτε το χιούμορ ούτε ο αυτοσαρκασμός από τα «Μυστικά και Ψέματα».


«Για μένα είναι πολύ αστεία ταινία. Σε πολλά σημεία αναγκαζόμουν να πνίξω τα γέλια μου, να περιμένω να εκτονωθώ λίγο αργότερα. Βέβαια στα γυρίσματα κάτι τέτοιο ήταν συχνά εντελώς αδύνατο. Οπως στη σκηνή του μπάρμπεκιου. Ακούω κάποια στιγμή τον Λι να φωνάζει «Στοπ» και να στρέφεται προς τον Λι Ρος: «Τι συμβαίνει; Κάτι δεν πηγαίνει καλά;». Εκείνος έλεγε «όχι, όχι». Μόλις του είχαν σερβίρει μια τεράστια μπριζόλα. Ο Λι είπε: «Είναι προφανές ότι κάτι δεν πάει καλά». Αυτή τη φορά δεν μπόρεσε να του κρυφτεί: «Ολα εντάξει, απλά είμαι χορτοφάγος». Ηταν τόσο αστείος! Τελικά όμως την έφαγε την μπριζόλα. Ο ίδιος ήταν που επέμεινε, ο σκηνοθέτης δεν είχε πρόβλημα να αλλάξει το μενού».


­ Είναι κάπως παράδοξο, αλλά σε αυτήν την ταινία το φυλετικό ζήτημα εμφανίζεται ως καταλύτης, όχι ως πηγή αντιδικίας.


«Ναι, είναι αλήθεια, κανείς δεν δίνει σημασία στο γεγονός ότι η Ορτάνς είναι έγχρωμη. Ολοι παραξενεύονται που κάνει την εμφάνισή της μια καινούργια κόρη, όποιο χρώμα και αν έχει αυτή».


­ Εξάλλου εδώ μιλάμε για Μάικ Λι, όχι για Σπάικ Λι.


(γέλια) «Ναι, σίγουρα. Εδώ σημασία έχει η επανένωση μητέρας και κόρης, όχι λευκού και μαύρου δέρματος».


­ Δεν αισθάνεστε μια μικρή πικρία που ένα βραβείο στις Κάννες σας χάρισε όση φήμη δεν σας χάρισαν ποτέ ­ εκτός βέβαια Βρετανίας ­ πάνω από 17 χρόνια θεατρικής καριέρας;


«Οχι, όχι, πατάω ακόμη τα πόδια μου σταθερά στη γη. Και σας διαβεβαιώνω ότι μόλις μια ταινία ξεφουσκώσει, ο κόσμος αρχίζει και ξεχνάει. Βέβαια στην Αγγλία με ξέρουν ούτως ή άλλως από την τηλεόραση, κάνω πολλή τηλεόραση. Διεθνώς όμως… Η τελευταία μου επίσκεψη στην Αμερική είχε πάντως πολλή πλάκα. Πήγαινα να πλύνω τα ρούχα μου στο πλυντήριο της γειτονιάς και ο κόσμος εκεί μου φώναζε: (με αμερικανική προφορά) «Σας είδα στην ταινία, δεν το πιστεύω ότι σας βλέπω και από κοντά!», «Μα εσείς είστε Αγγλίδα, τι γυρεύετε εδώ;». Και τους έλεγα: «Πλένω τα ρούχα μου, όπως και εσείς!»».


­ Πάντως είχατε ήδη κάνει την πρώτη σας υπερατλαντική βόλτα με την ταινία «Το ποτάμι κυλάει ανάμεσά μας» του Ρόμπερτ Ρέντφορντ. Ποια είναι αλήθεια η πιο ζωντανή σας ανάμνηση από τη συνεργασία σας με τον ξανθό μύθο του Χόλιγουντ;


«Ποτέ δεν θα ξεχάσω τη στιγμή όπου με αγκάλιασε! (γέλια). Μου είχαν στην κυριολεξία κοπεί τα γόνατα. Με είδε από μακριά καθώς πλησίαζα το συνεργείο, μου φώναξε: «Εϊ, Μπρέντα» και ήρθε τρέχοντας να με χαιρετήσει. Δεν είχαμε μιλήσει ποτέ πριν, ούτε καν στο τηλέφωνο. Με αγκάλιασε και η πρώτη σκέψη που έκανα ήταν: «Ωχ, Θεέ μου, βρίσκομαι στην αγκαλιά του Ρόμπερτ Ρέντφορντ!». (γέλια) Ας σοβαρευτούμε όμως. Ηταν υπέροχος, χωρίς καθόλου έπαρση. Ακόμα και εγώ η ταπεινή μπορούσα να πάω να του υποδείξω κάτι για την ταινία. Είναι πραγματικά εξαιρετικός. Και ως σκηνοθέτης».


­ Ποια η ειδοποιός διαφορά στη συνεργασία με τον Μάικ Λι και τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ;


«Κατ’ αρχήν νομίζω πως ο Μάικ Λι είναι πολύ ωραιότερος (γέλια) και είναι πολύ καλύτερος στην ιππασία. (γέλια) Μμμμ, η βασική διαφορά μεταξύ τους είναι μάλλον θέμα τεχνικής. Στην παραδοσιακή κινηματογραφία παίρνεις ένα σενάριο και το μαθαίνεις, το ερμηνεύεις, κάνεις πρόβες και αρχίζεις γυρίσματα. Με τον Λι υπάρχουν οι εκπλήξεις, ο αυτοσχεδιασμός, οι πέντε μήνες προετοιμασίας. Βέβαια και εδώ όταν αρχίζουν τα γυρίσματα τα απρόοπτα σταματούν, όλα είναι πια αυστηρά δομημένα, μετά από ατέλειωτες πρόβες.


Φυσικά και εγώ είμαι πιο συνηθισμένη στην παραδοσιακή σχολή. Και αυτή άλλωστε έχει τις εκπλήξεις της. Σε μια σκηνή στο «Ποτάμι κυλάει ανάμεσά μας» βρισκόμασταν μέσα σε μια εκκλησία με τα προσευχητάριά μας και διαβάζαμε. Κάποια στιγμή γυρνάω στον Ρέντφορντ: «Μπομπ, δεν νομίζεις πως οι χαρακτήρες θα έπρεπε κανονικά να ξέρουν απ’ έξω αυτόν τον ύμνο;». «Μα βέβαια, Μπρέντα, έχεις απόλυτο δίκιο». Το αποτέλεσμα ήταν να διακόψουμε τα γυρίσματα για να κάνουμε μια ολόκληρη ώρα πρόβα με έναν καθηγητή μουσικής. Ο Ρέντφορντ έλεγε και ξανάλεγε: «Σ’ ευχαριστώ, Μπρέντα, σ’ ευχαριστώ για τη συμβουλή σου». Και να πω ότι είχαμε και τίποτα σπουδαίες φωνές…».


­ Θα εγκαταλείπατε τη Βρετανία για το βασίλειο του Χόλιγουντ;


«Αν επρόκειτο για κάτι αξιόλογο, γιατί όχι; Αυτή τη στιγμή έχω τη δυνατότητα να διατηρώ ως ένα βαθμό την αξιοπρέπειά μου. Με άλλα λόγια, μπορώ να δεχτώ ένα καλό θεατρικό σενάριο εδώ και να απορρίψω ένα άθλιο σενάριο για μια ταινία εκεί. Βέβαια θέλεις να έχεις και ένα πιάτο φαΐ, μια στέγη πάνω από το κεφάλι σου».


­ Λένε όμως ότι η φήμη από μόνη της διαφθείρει.


«Ναι, συμφωνώ απολύτως. Προσωπικά όμως θα επέλεγα κάτι κακό μόνο αν ήμουν απελπισμένη για λεφτά. Μέχρι τώρα στάθηκα τυχερή. Ηδη μου έχουν κάνει μια πολύ καλή πρόταση από την Αυστραλία. Δεν θυμάμαι το όνομα του σκηνοθέτη, για να είμαι ειλικρινής. Είναι όμως αξιόλογο σενάριο. Προς το παρόν ετοιμάζω μια ταινία για τη βρετανική τηλεόραση. Και αν έρθει κάτι καλό από το Χόλιγουντ, θα τρέξω».


­ Αυτό σημαίνει ότι αισθάνεστε ηθοποιός, όχι βρετανίδα ηθοποιός.


«Ναι, σκέτο ηθοποιός».


­ Πού οφείλεται άραγε το γεγονός ότι ο υπόλοιπος κόσμος αντιμετωπίζει τους βρετανούς ηθοποιούς σαν μια εκλεκτή, προνομιούχο κάστα; Μήπως όλα πηγάζουν από ένα κόμπλεξ κατωτερότητας μιας αμερικανοτραφούς κινηματογραφικής βιομηχανίας;


«Αν δεν ήσασταν εσείς οι Ελληνες, θα απαντούσα πολύ απλά «εξαιτίας της μακράς θεατρικής μας παράδοσης». (γέλια) Είναι πάντως αλήθεια ότι υπάρχει κάποιος φόβος απέναντι στους Βρετανούς… Τελικά μάλλον έχει να κάνει με τη θεατρική μας παράδοση. Οι περισσότεροι βρετανοί ηθοποιοί μπορούν λίγο πολύ να γεμίσουν άνετα ένα θέατρο και μάλιστα με μια ευρεία γκάμα ρόλων. Και επειδή δεν υπάρχει μεγάλη θεατρική βιομηχανία στην Αμερική (με εξαίρεση τη Νέα Υόρκη), οι συνάδελφοι εκεί δεν έχουν αυτό το προνόμιο, αυτήν την πολυτέλεια. Οχι ότι δεν έχουν τη δυνατότητα. Υπάρχουν εξαίρετοι αμερικανοί ηθοποιοί. Αλλωστε η γενιά του Ρόμπερτ Ρέντφορντ έχει μεγαλώσει στο θέατρο, ο Ντάστιν Χόφμαν, ο Αλ Πατσίνο είναι έξοχοι πάνω στη σκηνή».


­ Στην τελευταία του ταινία «Αναζητώντας τον Richard» ο Πατσίνο εξετάζει αυτήν ακριβώς τη φοβία του Χόλιγουντ απέναντι στον Σαίξπηρ.


«Και πολλοί Βρετανοί έχουν πρόβλημα με τον Σαίξπηρ. Θυμάμαι, όταν είχα υποδυθεί στο θέατρο την Κορντέλια, συνάντησα έναν κριτικό θεάτρου στο Γουέστ Εντ. Μου είπε: «Ησασταν πραγματικά καταπληκτική». Του λέω: «Ευχαριστώ πολύ». Δεν περίμενα όμως τη συνέχεια: «Οσον αφορά την τεχνική, όμως, έχετε ακόμη δρόμο μπροστά σας». Μου δημιούργησε φοβερή σύγχυση αυτό το σχόλιο. Τώρα καταλαβαίνω τι εννοούσε ­ αφού βέβαια έσπασα το κεφάλι μου. Υπάρχουν κανόνες που πρέπει να ακολουθείς όταν προσεγγίζεις τον Σαίξπηρ. Στην αρχή με φόβιζε και εμένα, αλλά τώρα επιθυμώ να τον εξερευνήσω περισσότερο».


­ Οι πιο κακοήθεις υποστηρίζουν ότι η αγγλική προφορά είναι από μόνη της αρκετή. Παίρνεις έναν Τζέρεμι Αϊρονς ή έναν Αντονι Χόπκινς και έχεις έτοιμη τη συνταγή για το επόμενο Οσκαρ.


«Είναι καθαρή τρέλα να σκέφτεται κανείς έτσι. Πιστεύω ότι όταν κάνεις κάτι καλά, απλά το κάνεις καλά. Δεν έχει καμία σημασία τι προφορά έχεις ­ εκτός ίσως αν υποδύεσαι κάποιον βασιλιά ή ευγενή σε σαιξπηρική τραγωδία. Και στον Σαίξπηρ όμως υπάρχουν πολλές φορές παράξενες προφορές. Τι και αν είσαι από το Λονδίνο, το Γιορκσάιρ ή τη Νέα Υόρκη…».


­ Εσείς αλήθεια από ποιο μέρος της Αγγλίας είστε;


«Από το Κεντ, στη νοτιοανατολική ακτή. Είναι πολύ όμορφο, το αποκαλούν «Ο κήπος της Αγγλίας»».


­ Δίνετε την εντύπωση ενός πολύ αισιόδοξου, θετικού ανθρώπου. Δεν υπάρχει καμία σκοτεινή πλευρά στην Μπρέντα Μπλέθιν, κανένα μυστικό ή ψέμα;


«Μμμμμ… Ολοι έχουμε μυστικά και τα δικά μου θα τα κρατήσω για τον εαυτό μου, ευχαριστώ πολύ! Γενικά όμως θεωρώ ότι η ειλικρίνεια είναι κατά βάθος η καλύτερη πολιτική. Και σίγουρα αν ήμουν εγώ στη θέση της Σίνθια, σε καμία περίπτωση δεν θα είχα αποκρύψει το μυστικό. Βέβαια, αν ζούσα και εγώ υπό αυτές τις συνθήκες, δεν ξέρω πώς θα είχα αντιδράσει».


­ Πιστεύετε ότι τα μυστικά και τα ψέματα είναι απαραίτητα για να μπορέσει να να συντηρηθεί μια οικογένεια, μια σχέση;


«Δεν βρίσκω τίποτα το κακό στο να κρατάς κάποια πράγματα για τον εαυτό σου, χωρίς να θέλεις να τα μοιραστείς με κανέναν. Είναι λίγο κατεργάρικη συμπεριφορά, εφόσον όμως δεν βλάπτει κανέναν».


­ Τι γίνεται όμως στην περίπτωση όπου η αποκάλυψη ενός μυστικού είναι δυνατόν να πληγώσει κάποιον;


«Είναι καλύτερα να μείνει κρυφό. Ολα βέβαια έχουν να κάνουν και με τη φύση του μυστικού. Πόσες φορές δεν σας έχουν πει: «Θα σου πω κάτι αλλά δεν πρέπει να το πεις σε κανέναν»; Εχω άπειρα τέτοια μυστικά στο κεφάλι μου. Αρκετά συχνά όμως λέω: «Προτιμώ να μην ξέρω τίποτα!». Για κάποιον λόγο όμως οι άλλοι με εμπιστεύονται».


­ Με το ψέμα ποια είναι η σχέση σας; Εχετε κάνει κατάχρησή του στη ζωή σας;


«Μάλλον είμαι υπέρμαχος της αλήθειας. Αν έλεγαν όλοι την αλήθεια, θα υπήρχε στον κόσμο λιγότερη παράνοια. Αλλά και η διπλωματία είναι μια μορφή ψεύδους και η κολακεία, η διαφήμιση, η πολιτική».


­ Το μέικ απ…


(γέλια) «Πάνω απ’ όλα».


­ Υπήρξε κάποιο ψέμα που σας πλήγωσε πολύ ή άλλαξε ριζικά τη ζωή σας;


«Μακάρι να είχα προετοιμασθεί γι’ αυτήν την ερώτηση. Σίγουρα θα είχα βρει πληθώρα παραδειγμάτων! Μμμμ, δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτε αυτή τη στιγμή… Ισως αυτό είναι ένα ψέμα! (γέλια) Α, μόλις θυμήθηκα κάτι. Ενας παλιός μου φίλος μού είχε πει ότι θα είναι κάπου ενώ βρισκόταν κάπου αλλού και μάλιστα κάνοντας εμπόριο μαριχουάνας. Το βρήκα τόσο απαίσιο που του έδωσα αμέσως τα παπούτσια στο χέρι».


­ Πώς το ανακαλύψατε;


«Εκανα να τον δω περίπου δεκαπέντε ημέρες έως ότου μια ωραία πρωία εμφανίστηκε στην πόρτα μου. Τον ρώτησα πού ήταν και απάντησε: «Πρέπει να σου πω την αλήθεια. Ημουν στη φυλακή». Αρχισε να μιλάει για τα περί εμπορίου. Δεν ήθελα ούτε να ξέρω. Είπα αντίο και έφυγα. Με τη μαριχουάνα ειδικά δεν είχα πρόβλημα, ξέρουμε όλοι ότι είναι το πιο άκακο ναρκωτικό. Απλά δεν ήθελα να έχω καμία επαφή με αυτόν τον κόσμο».


­ Στην οικογένειά σας πώς είναι οι σχέσεις;


«Είμαστε πολύ δεμένοι. Εχω πέντε αδελφούς και δύο αδελφές. Είμαι η μικρότερη και είχα πάντα την προσοχή όλων».


­ Φαντάζομαι ότι θα υπάρχουν ατέλειωτα μυστικά και ψέματα σε μια τόσο μεγάλη οικογένεια.


«Σίγουρα. Απλά δεν μπορείς να τα ξέρεις αν δεν σου αποκαλυφθούν».


­ «Μυστικά και ψέματα», «Ακαταμάχητη Αφροδίτη», «Φλερτάροντας την καταστροφή»: δεν υπάρχει φέτος μια εμμονή των σκηνοθετών με το θέμα «υιοθεσία»;


«Πράγματι! Κάποιος φίλος μου έλεγε ότι αυτό συμβαίνει επειδή πλησιάζουμε στο τέλος της χιλιετίας και έχουμε ανάγκη να ανιχνεύσουμε τις ρίζες μας, να δούμε ποιοι είμαστε στην πραγματικότητα. Μάλιστα επειδή το επίθετό μου είναι κάπως ασυνήθιστο, έχω λάβει πολλά γράμματα. Κάποιος γενεαλόγος με το ίδιο όνομα φρόντισε να μου στείλει ένα γενεαλογικό δέντρο που φτάνει ως τα τέλη του 17ου αιώνα! Αλλά και για την άλλη πλευρά της οικογένειάς μου, για το επίθετο Σάπολ της μητέρας μου, μου έστειλαν ένα θεόρατο γενεαλογικό δέντρο».


­ Αλήθεια, θα σας σόκαρε να ανακαλύπτατε ότι είστε υιοθετημένη;


«Ναι, διότι είμαι πια 50 χρόνων και θα ήθελα να είχα μάθει κάτι τέτοιο πολύ νωρίτερα. Αγαπώ μέχρι τρέλας τους γονείς μου ­ και οι δύο δεν ζουν πια. Η μητέρα μου πέθανε πριν από τέσσερα χρόνια και ακόμη δεν το έχω ξεπεράσει ­ δεν νομίζω πως θα το ξεπεράσω ποτέ. Είναι μαζί μου κάθε στιγμή. Δεν υπάρχει μέρα που να μην την αναφέρω. Μόνο σε εσάς μίλησα για εκείνη… Ηταν τόσο αστεία γυναίκα. Και τώρα αν έπαιρνε τηλέφωνο κάποιο μέλος της οικογένειάς μου, κάποιος από τους δυο μας θα ανέφερε μέσα στα πρώτα πέντε δευτερόλεπτα κάτι που συνήθιζε να λέει η μητέρα μας».


­ Πείτε μου κάτι που σας έλεγε.


«Είχε ένα ιδιότυπο χιούμορ, ίσως σε κάποιον ξένο να μη λέει τίποτα. Ελεγες π.χ. «θα πάω αύριο στη Βαρκελώνη» και σου απαντούσε: «Θα σου πω εγώ τι σημαίνει Βαρκελώνη!». Ούτε καν μπορώ να εξηγήσω τι ακριβώς ήθελε να πει και γιατί μας φαινόταν τόσο κωμικό. Αν π.χ. έλεγες «τελείωσε η σοκολάτα», πεταγόταν με ένα «υπάρχει και άλλη ακόμα και όταν δεν έχει μείνει καθόλου». Ηταν ο τρόπος που το έλεγε».


­ Εχετε δική σας οικογένεια;


«Παιδιά δεν έχω. Εχω μια μακρόχρονη σχέση. Δεν νομίζω ότι προλαβαίνω τώρα, ούτως ή άλλως».


­ Πώς θα περιγράφατε τον εαυτό σας αλήθεια;


«Είμαι βαρετή… (γέλια). Προσπαθώ να βλέπω την καλή πλευρά των πραγμάτων. Εχει πιο πολλή πλάκα. Ακόμη και σε μια τραγωδία δεν μπορώ να μην ψάξω να βρω μια θετική πλευρά. Ολα έχουν δύο όψεις. Μπορείς να εκτιμήσεις πόσο φαιδρό είναι κάτι όταν αντιληφθείς την τραγικότητα που κρύβει».


­ Δεν υπάρχει τίποτα που να σας καταβάλλει;


«Η σκληρότητα, ο εγωισμός, η απληστία και, ναι, τα ψέματα. Γιατί δεν μπορεί ο κόσμος να λέει την αλήθεια; Γιατί οι πολιτικοί ρίχνουν συνέχεια στάχτη στα μάτια μας; Σταματήστε επιτέλους να μας κρύβετε τα γεγονότα. Πείτε μας τι συμβαίνει για να μπορούμε να πάρουμε μόνοι μας τις αποφάσεις μας. Πάρτε για παράδειγμα την αρρώστια των τρελών αγελάδων. Μας έλεγαν διαρκώς: «Δεν έχει τίποτα το βοδινό κρέας, τρώτε άφοβα» και μόλις την περασμένη εβδομάδα βγήκαν και ανακοίνωσαν ότι γύρω στα 1.300 άτομα θα προσληφθούν από τη νόσο. Γιατί δεν μας το έλεγαν νωρίτερα; Αφήστε μας να κρίνουμε μόνοι μας. Υπάρχουν άλλωστε αρκετοί άνθρωποι που θέλουν ούτως ή άλλως να τρώνε βοδινό. Οπως όταν έχεις μια κολλητική ασθένεια, το λες στον σύντροφό σου και τον αφήνεις να επιλέξει. Δεν αντέχω να πληγώνω έτσι ανθρώπους».


­ Δεν το έχετε κάνει ποτέ;


«Μα και βέβαια. Καμιά φορά πρέπει να δείχνεις μεγάλο κορίτσι και να λες τα πράγματα με το όνομά τους, όσο επώδυνο και αν είναι αυτό: να είσαι ενήλικος».


­ Δεν δείχνετε ένθερμος οπαδός της πολιτικής. Να υποθέσω ότι δεν θα είστε η επόμενη Γκλέντα Τζάκσον;


«Οχι, δεν νομίζω. Ολοι όμως είμαστε τελευταία ­ τώρα με τις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές ­ κάπως πιο ευαισθητοποιημένοι στο θέμα της πολιτικής: διαβάζουμε περισσότερο εφημερίδες, θέλουμε να ξέρουμε γενικά τι συμβαίνει. Εχουμε μια συντηρητική κυβέρνηση, από την οποία δεν βλέπω την ώρα να απαλλαγούμε! Και μάλιστα όσο πιο γρήγορα γίνεται! Αλλά η πολιτική… Θα μπορούσε κανείς να μιλάει χρόνια ολόκληρα για την πολιτική».


­ Βλέπετε ποτέ το «Spitting Image» (πολιτική επιθεώρηση της βρετανικής τηλεόρασης με κούκλες, ο πρόγονος της ελληνικής «Φτύστους»);


«Τελευταία δεν το βλέπω και πολύ. Είναι όμως τόσο βλάσφημο που είναι καταπληκτικό! Ο Τζον Μέιτζορ εμφανίζεται πάντοτε γκρίζος, ολόκληρη η κούκλα έχει γκρίζο χρώμα. Ανταποκρίνεται πλήρως στην πραγματικότητα!».


­ Η κούκλα Μπρέντα Μπλέθιν πώς θα ήταν άραγε;


«Θα ήταν όλη την ώρα σκασμένη στα γέλια. Αγαπώ πολύ το γέλιο, είναι το πιο υπέροχο πράγμα στον κόσμο. Και λατρεύω να ακούω τους ανθρώπους γύρω μου να γελούν».


­ «Πρέπει να γελάς, αλλιώς θα κλαις».


«Ναι, ναι, αλλιώς θα κλαις. Να που ξαναφθάσαμε στην αρχή της κουβέντας μας».


­ Αρα και σε ένα καλό τέλος.