«Ενας σκηνοθέτης που έμεινε πάντα πιστός στον εαυτό του, όντας παράλληλα σε μόνιμη σύγκρουση με αυτόν». Να πώς ο Μάρκο Μπελόκιο χαρακτηρίζει τον ίδιο σε ένα πολύ μικρό κείμενο, γραμμένο πριν από αρκετά χρόνια, όταν το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης διοργάνωσε προς τιμήν του ιταλού σκηνοθέτη ένα μεγάλο αναδρομικό αφιέρωμα.

«Η σύνθεση και το μοντάζ θα έπρεπε να είναι οι κατ’ εξοχήν αρετές του σκηνοθέτη»
γράφει ο Μπελόκιο στον χαιρετισμό του, τυπωμένο στο ειδικό βιβλίο-μονογραφία που εξέδωσε το φεστιβάλ. Ομως ο 75χρονος σήμερα ιταλός δημιουργός παραδέχεται ότι νιώθει χαμένος στο μοντάζ των σκέψεων, των λέξεων ή ακόμη και των εικόνων, οπότε η σιωπή είναι προτιμότερη από τη μακρηγορία ή, ακόμη χειρότερα, από τη διάσπαση. «Σε σχέση με αυτή την ιδιάζουσα δυσκολία, η καλλιτεχνική και προσωπική μου περιπέτεια υπήρξε μια «θεραπευτική» διαδικασία με θεαματικά αποτελέσματα» γράφει.
Γροθιά στο στομάχι


Θυμήθηκα το πολύ όμορφο και ουσιαστικό αυτό κείμενο του Μάρκο Μπελόκιο όταν πριν από λίγο καιρό ανακοινώθηκε η μίνι ρετροσπεκτίβα που διοργανώνει εφέτος το 29ο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου στον Μπελόκιο (17-27 Νοεμβρίου). Και είναι πραγματικά πολύ όμορφο να θυμόμαστε ταινίες που έγραψαν ιστορία στον ιταλικό κινηματογράφο αλλά σιγά-σιγά φαίνεται να ξεχνιούνται.
Ταινίες όπως το «Γροθιές στην τσέπη» («I Pugni in Tasca», 1965). Η πρώτη σημαντική ταινία του Μπελόκιο του χάρισε την αναγνώριση στον κινηματογράφο και υπήρξε μια δυνατή γροθιά στο στομάχι της ιταλικής κοινωνίας στην εποχή της ευμάρειας (δεκαετία ’60): μέσα από την ιστορία μιας πλούσιας οικογένειας του ιταλικού Βορρά, ο σκηνοθέτης προβάλλει την πλαστότητα του ιταλικού προοδευτισμού σε μια χώρα που δεν μπορεί να ξεφύγει από τα δεσμά του επαρχιώτικου συντηρητισμού της. Η ταινία γυρίστηκε στο εξοχικό της οικογένειας Μπελόκιο και προκάλεσε σεισμό στον ιταλικό κινηματογράφο για το νεωτερικό της στυλ αλλά κυρίως για το ανελέητο βλέμμα με το οποίο κοιτάζει τον θεσμό της οικογένειας.
Γεννημένος στην Πιατσέντζα της Ιταλίας, ο Μάρκο Μπελόκιο για χάρη του κινηματογράφου αποφάσισε να εγκαταλείψει τις σπουδές Φιλοσοφίας στο καθολικό Πανεπιστήμιο του Μιλάνου και να μεταβεί στο Λονδίνο για να σπουδάσει σινεμά. Η εμφάνισή του στον ιταλικό κινηματογράφο έγινε την εποχή που στην πρωτοκαθεδρία βρίσκονταν καλλιτέχνες όπως ο Φεντερίκο Φελίνι, ο Μικελάντζελο Αντονιόνι, ο Ρομπέρτο Ροσελίνι και ο Λουκίνο Βισκόντι. Ο Μπελόκιο ανήκει στις φωνές μιας νέας πολιτικοποιημένης γενιάς δημιουργών που άρχισε να γεννιέται εκείνη την εποχή, στην οποία ανήκουν σκηνοθέτες όπως ο Πιερ Πάολο Παζολίνι, ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, ο Φραντσέσκο Ρόσι, ο Ερμάνο Ολμι και οι αδελφοί Πάολο και Βιτόριο Ταβιάνι. Μιλάμε για την εποχή των μεγάλων κινηματογραφικών κινημάτων σε όλον τον κόσμο, από τη γαλλική νουβέλ βαγκ μέχρι το βραζιλιάνικο Cinema Nuovo και φυσικά όλες τις σχολές της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Μιλάμε επίσης για την εποχή ανάπτυξης του Ιταλικού Κινηματογραφικού Κόμματος που έλκυσε τον χώρο της διανόησης, αν και ο Μπελόκιο κινείται εκτός κομματικών θεσμών.
Το 1971 ο Μπελόκιο θα γυρίσει το «Eν ονόματι του πατρός» («Nelnomedel padre»), μια ταινία που επίσης προκάλεσε αίσθηση και εντάσεις αφού καυτηριάζει τον συντηρητισμό της παιδείας στην Ιταλία, μιας χώρας εγκλωβισμένης μέσα στο ασφυκτικό κελί του καθολικισμού. Εδώ, ο Αντζελο, γόνος αυστηρής αστικής οικογένειας, «στέλνεται» να φοιτήσει σε ένα καθολικό σχολείο της Ιταλίας και προσπαθεί να επιβάλει μια νέα τάξη πραγμάτων αναγνωρίζοντας τα προβλήματα στις αναχρονιστικές μεθόδους διδασκαλίας.
Από το αφιέρωμα του Πανοράματος απουσιάζουν εντελώς οι δεκαετίες 1980 και 1990, μια εικοσαετία που το πολιτικοποιημένο σινεμά του Μάρκο Μπελόκιο αρχίζει να φθίνει, ίσως επειδή γενικότερα φθίνουν οι πολιτικές αναζητήσεις στον κινηματογράφο. Σε αυτή την περίοδο ο Μπελόκιο προσανατολίζεται σε διαφορετικά, πιο υπαρξιακά θέματα, εκ των οποίων αρκετά αντλούνται από σημαντικά κείμενα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, όπως ο «Γλάρος» του Τσέχοφ, ο «Ερρίκος Δ’» και η «Παραμάνα» του Πιραντέλο, ο «Διάβολος στο κορμί της» του Ραϊμόν Ραντιγκέ (που γύρισε σε συνεργασία με τον ψυχαναλυτή Μάσιμο Φαγκιόλι) και ο «Πρίγκιπας του Χόμπουργκ» του Κλάιστ.
Θα είχε ενδιαφέρον κάποια στιγμή το κοινό να ανακάλυπτε αυτή την πλήρως ξεχασμένη περίοδο του Μάρκο Μπελόκιο, η οποία όμως θαρρείς ότι παρέμεινε αποκλειστικά στην Ιταλία, όπως άλλωστε συνέβη με τις περισσότερες (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων) ταινίες που παρήχθησαν στη γειτονική χώρα τις δεκαετίες ’80 και ’90.
Νέα σελίδα


Το «Χαμόγελο της μητέρας» στις αρχές της δεκαετίας του 2000 σηματοδοτεί μια νέα δημιουργική φάση στην πορεία του Μάρκο Μπελόκιο. Αν και η θεματολογία του παραμένει πάνω κάτω η ίδια –οικογένεια, θρησκεία, πολιτική –ο σκηνοθέτης φαίνεται πιο κατασταλαγμένος, λιγότερο θυμωμένος και φυσικά το ίδιο ανήσυχος όσο νέος. Από την τελευταία δεκαπενταετία το πρόγραμμα του Πανοράματος περιλαμβάνει τέσσερις δημιουργίες του, όλες προβεβλημένες σε μεγάλα διεθνή φεστιβάλ και κάποιες με επιτυχημένη εισπρακτική πορεία στην Ελλάδα.
Μια από αυτές τις ταινίες είναι η «Κρυφή ερωμένη» («Vincere», 2009) που αναφέρεται στα πρώτα χρόνια δράσης του Μπενίτο Μουσολίνι, προτού αναλάβει τα ηνία της Ιταλίας (στην ταινία δεν παρουσιάζεται ποτέ ως δικτάτορας). Η ιστορία που ήρθε στην επιφάνεια κατ’ αρχάς από το βιβλίο του Αλφρέντο Πιερόνι, αρχικώς μας μεταφέρει ανάμεσα στο Τρέντο του 1907 και στο Μιλάνο του 1914, διάστημα κατά το οποίο ο Μουσολίνι (Φίλιπο Τίμι) ανερριχάτο στην πολιτική σκηνή, εκφωνώντας μαχητικούς λόγους ως εκπρόσωπος των συνδικαλιστών και μιλώντας, εκτός των άλλων, για την ανυπαρξία του Θεού. Σύντομα βλέπουμε ότι πυρήνας της ιστορίας είναι η μυστηριώδης ερωτική σχέση που αναπτύχθηκε ανάμεσα στον Μουσολίνι και στην Ιντα Ντάζλερ (Τζοβάνα Μετζοτζιόρνο), την πρώτη και ατυχήσασα γυναίκα του, η οποία τον ερωτεύθηκε παρακολουθώντας τους λόγους του.
Με το «Καλημέρα νύχτα» («Buongiorno note», 2003) ο Μπελόκιο κάνει τη δική του ανασκόπηση στην υπόθεση Αλντο Μόρο, με την απαγωγή και δολοφονία του Χριστιανοδημοκράτη πρωθυπουργού της Ιταλίας το 1978. Ο σκηνοθέτης φαντάζεται τα όσα ενδεχομένως να έλαβαν χώρα ανάμεσα στα μέλη των Ερυθρών Ταξιαρχιών και στον Μόρο στο κρησφύγετο των πρώτων ενώ στο πρόσωπο της μοναδικής γυναίκας της ομάδας αποκρυσταλλώνεται η φωνή της αμφιβολίας της για το εγκληματικό (και μάταιο) αυτό εγχείρημα.
Η «Ωραία Κοιμωμένη» («Bella addormentata», 2012) είναι η ταινία με την οποία ο Μπελόκιο σχολίασε το πολύκροτο θέμα της ευθανασίας εμπνευσμένος από την υπόθεση Ελουάνα Ενγκλάρο, η οποία βρισκόταν σε κώμα από το 1992 και πέθανε το 2009 ενώ η ιταλική Γερουσία συνεδρίαζε εκτάκτως για την ψήφιση νομοσχεδίου του Σίλβιο Μπερλουσκόνι για την υποχρεωτική σίτιση των ασθενών στα νοσοκομεία. Το αίτημα των γονιών της Ενγκλάρο που είχαν εκφράσει πολλές φορές την επιθυμία τους να μη ζήσει σε περίπτωση που πέσει σε κώμα, ισοδυναμούσε με ευθανασία, που θεωρείται παράνομη στην Ιταλία. Με την υποστήριξη του Βατικανού ο Μπερλουσκόνι συνέταξε το νομοσχέδιο για την υποχρεωτική σίτιση.

πότε & πού:

Το 29ο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου θα διεξαχθεί από την Πέμπτη 17 ως την Κυριακή 27 Νοεμβρίου στις αίθουσες Τριανόν και Ααβόρα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ