Καταφθάνουν από την Αίγυπτο και ζητούν τον οίκτο μας. Ενα τρομαγμένο κοπάδι πενήντα γυναικών προσπέφτουν με κλαδιά ικεσίας στα πόδια του επικεφαλής της χώρας παρακαλώντας να τους δώσει άσυλο.
Θα μπορούσε να έχει γραφτεί σήμερα: ένα έργο για τη μεταναστευτική κρίση και τη δεινή θέση των γυναικών στις χώρες του μουσουλμανικού φονταμενταλισμού. Κι όμως: έχει γραφτεί πριν από 2.500 χρόνια από τον Αισχύλο.
Και είναι αυτή η επιθυμία –να αναδείξει δηλαδή την απόλυτα σύγχρονη διάσταση του αρχαίου κειμένου στα μάτια των σημερινών θεατών –που οδήγησε τον Ντέιβιντ Γκριγκ, νέο καλλιτεχνικό διευθυντή του Royal Lyceum στο Εδιμβούργο, να επιλέξει τις «Ικέτιδες» ως αρχική παράσταση της εφετινής σεζόν του γνωστού θεάτρου.

«Οταν ανέλαβα αυτή τη θέση στο Lyceum»,
εξηγεί ο ίδιος σε συνέντευξή που έδωσε στον «Guardian» από κοινού με τον σκηνοθέτη Ράμιν Γκρέι και τον συνθέτη Τζον Μπράουν, «χρειαζόμουν ένα εναρκτήριο θέαμα αλλά ταυτόχρονα και μια πρόταση που θα συμπύκνωνε μια πλειάδα πραγμάτων που πιστεύω για το θέατρο γενικότερα. Από τα πιο σημαντικά ανάμεσά τους: η μουσική και ο διάλογος για τα πολιτικά ζητήματα της εποχής μας…

Οι «Ικέτιδες» είναι ένα έργο από την εποχή της γέννησης της δημοκρατίας, και το Εδιμβούργο είναι η Αθήνα του Βορρά… τι άλλο; Ηταν η προφανής επιλογή»
λέει ο 47χρονος διευθυντής, που γεννήθηκε στο Εδιμβούργο και έγινε γνωστός για τα θεατρικά έργα του, ενώ υπογράφει και τη μετάφραση του έργου του Αισχύλου.
Οι κυνηγημένες κόρες


«Φύγαμε αφήνοντας τη θεϊκή γη που με τη Συρία γειτονεύει, / όχι για φόνο εξορισμένες με του λαού τη γνώμη / αλλά απ’ το μίσος για συγγενείς μας άντρες…». Οι Δαναΐδες, οι κόρες του Δαναού, που συνθέτουν τον Χορό των «Ικέτιδων», αρνήθηκαν τον επιβεβλημένο από τον νόμο της Αιγύπτου γάμο με τους εξαδέλφους τους και έσπευσαν να βρουν καταφύγιο στο Αργος.
Στην παράσταση του Lyceum τον Χορό των γυναικών ερμηνεύουν εθελόντριες 16 έως 30 ετών, κάτοικοι του Εδιμβούργου. Η φόρμα και το περιεχόμενο συνάδουν: σε ένα έργο όπου το δίλημμα λύνεται μέσω δημοψηφίσματος (ο βασιλιάς ζητεί από τον λαό του Αργους να αποφασίσει αν πρέπει οι Δαναΐδες να παραμείνουν ή να σταλούν πίσω στη χώρα τους), ο Ντέιβιντ Γκριγκ και οι συνεργάτες του έκριναν σκόπιμο να καλέσουν εκπροσώπους του λαού της πόλης να συμμετάσχουν στο θεατρικό εγχείρημα.
Και, όπως φαίνεται, τα κατάφεραν περίφημα. Οι εφημερίδες έχουν μόνο θετικά σχόλια για την παράσταση, ενώ ο «Guardian» έβαλε πέντε αστέρια. «Το μήνυμα είναι ξεκάθαρο: «Σε αυτό [σ.σ.: το πρόβλημα] είμαστε όλοι μαζί μπλεγμένοι»» γράφει ο Μαρκ Φίσερ. «Και μόνο ο συντονισμός τέτοιου πλήθους επί σκηνής –τρεις επαγγελματίες ηθοποιοί και πενήντα ερασιτέχνες –συνιστά κολοσσιαίο άθλο» σημειώνει ο «Κήρυκας της Σκωτίας» (The Herald Scotland). «Ο Χορός των ντόπιων γυναικών συνθέτει τον πυρήνα του έργου και εκπέμπει εντυπωσιακή συναισθηματική δύναμη» γράφουν με τη σειρά τους οι «Financial Times».
Η ψυχή της παράστασης


«Αν οι χτυπημένοι από τον πόλεμο πρόσφυγες αξίζουν άσυλο, εμείς γιατί όχι;» αναρωτιέται η Κορυφαία του Χορού και το ερώτημά της χτυπάει ευαίσθητες χορδές. Το δικό μας δίλημμα –ως πολιτισμένων (;) ευρωπαϊκών χωρών –ενσαρκώνεται στο πρόσωπο του βασιλιά, ο οποίος, σε αυτή τη διασκευή του Γκριγκ, θυμίζει λίγο Αμλετ: «Να δράσω ή να μη δράσω;» αναρωτιέται εύγλωττα ο ηθοποιός (Οσκαρ Μπάτερχαμ). Αν αγνοήσει τις γυναίκες θα είναι ανήθικο. Αν τις δεχθεί στους κόλπους της χώρας, τότε κινδυνεύει να αποξενώσει τον λαό του και να εμπλακεί σε ξένους πολέμους.

«Είναι μια πολύ απλή ιστορία που μπορεί να την αφηγηθεί κανείς σε μία πρόταση· εννοιολογικά και πολιτικά όμως είναι εξαιρετικά σύνθετη»
σημειώνει στην ίδια συνέντευξη ο ιρλανδός συνθέτης Τζον Μπράουν. «Οταν έρχεσαι αντιμέτωπος με ένα φλέγον ζήτημα, μερικές φορές μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά χρήσιμο να το κοιτάξεις μέσα από έναν φακό 2.500 ετών. Η απόσταση σου δίνει τη δυνατότητα να το ανακαλύψεις εκ νέου» προσθέτει ο σκηνοθέτης Ράμιν Γκρέι. Κι ενώ οι περισσότερες σύγχρονες παραγωγές δίνουν έμφαση στους πρωταγωνιστές, είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι συνθέτης και σκηνοθέτης μετέτρεψαν τα «ανώνυμα» μέλη του Χορού σε «ψυχή» της παράστασης.
Πόλεμος και δικαιοσύνη


Επιπρόσθετο ενδιαφέρον για εμάς παρουσιάζει το γεγονός ότι στην παράσταση χρησιμοποιείται αυλός, το γνωστό πνευστό μουσικό όργανο της αρχαιότητας, που εδώ συνδυάζει τον κέλτικο ήχο με μελωδίες της Μέσης Ανατολής. Η μουσική σύνθεση εκτυλίσσεται από ψαλμό σε ρυθμό τριών τετάρτων σε πολυφωνικό τραγούδι με συγκοπτόμενους ρυθμούς. Ο Μπράουν υποστηρίζει ότι έμεινε όσο το δυνατόν πιο πιστός στα λυρικά μέτρα του Αισχύλου, ενώ και η μετάφραση είναι σε αυστηρά έμμετρο λόγο. Μήπως τελικά ο Αισχύλος αποδεικνύεται, όχι μόνο πατέρας του πολιτικού αλλά και του μουσικού θεάτρου;

«Στόχος μας, όσον αφορά τον Χορό, είναι να αναπτυχθεί μια δυναμική μέσα από την αντίθεση, για παράδειγμα ανάμεσα στον πόλεμο και τη δικαιοσύνη»
λέει ο Μπράουν. «Μόλις αφήσαμε πενήντα γυναίκες να μπούνε στην πόλη μας, αλλά ανησυχούμε μήπως αυτό προκαλέσει εμφύλιο. Η σύγκρουση που βρίσκεται στην καρδιά του έργου συνθέτει τη σημερινή πολιτική και κοινωνική αντιπαράθεση».
Ο Γκριγκ γνωρίζει πως κάποιοι επικριτές θα πουν ότι άλλαξε το κείμενο προκειμένου να το φέρει στα μέτρα της επικαιρότητας. «Κι όμως: η Συρία αναφέρεται από τον Αισχύλο στην τέταρτη κιόλας γραμμή!» αναφωνεί. «Δεν κάνουμε προπαγάνδα… Αυτό το έργο είναι πρωτογενές, είναι ένα έργο γραμμένο λίγο πριν από την «ανακάλυψη» της δημοκρατίας στην Αθήνα». Και καταλήγει: «Το να βλέπεις το θέατρο και τη δημοκρατία να συνδέονται τόσο στενά σε οδηγεί σε ένα τρομερά σημαντικό και ουσιαστικό συμπέρασμα σχετικά με τον ρόλο και τον σκοπό του θεάτρου».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ