Εφέτος η «Πινακοθήκη Κουβουτσάκη» συμπλήρωσε είκοσι χρόνια δράσεων και ο δημιουργός της ήταν πολύ υπερήφανος για όσα είχε κατακτήσει αποκλειστικά με τις δικές του δυνάμεις, χωρίς την παραμικρή κρατική ή άλλη χορηγία. Κι είχε ακόμη πολλά όνειρα να υλοποιήσει. Την τελευταία φορά που μιλήσαμε μου είπε ότι το θέατρο στην Οία της Σαντορίνης είχε τελειώσει και το ερχόμενο καλοκαίρι θα εγκαινιαζόταν με συναυλίες και παραστάσεις. Όμως πρόλαβε η ραγδαία επέλαση της ασθένειας να χαλάσει τα σχέδιά του. Η κηδεία του έγινε στη Σαντορίνη. Το θέατρο της Οίας, το «Φόρουμ για την Κηφισιά» και πάνω απ’ όλα η «Πινακοθήκη Κουβουτσάκη» είναι τα αγαπημένα παιδιά του που θα συνεχίζουν να ζουν, όπως και ο ίδιος μέσα από αυτά.

Ο συλλέκτης δεν δημιουργεί έργα, αλλά συνθέτει με τις επιλογές του το δικό του, μοναδικό, βλέμμα πάνω στην τέχνη. Ειδικά για τον Παναγιώτη Κουβουτσάκη το βλέμμα του συλλέκτη χρωματιζόταν έντονα σε όλες τις εκφάνσεις του από την ακεραιότητα. Εν αρχή ην η ακεραιότητα του βλέμματος ως τεχνοτροπία και καλλιτεχνική επιλογή αμέσως μετά το πάθος για την τέχνη γενικώς. Είναι η στιγμή της γένεσης του συλλέκτη που θα αφήσει με την ενότητα των επιλογών του το ατομικό του ίχνος στην παρουσίαση της τέχνης. Στην τριαντάχρονη πορεία του ως συλλέκτης ο Παναγιώτης Κουβουτσάκης συνέδεσε με το προσωπικό του γούστο 1500 έργα ζωγραφικής και γλυπτικής σε μια ενότητα που καλύπτει δύο αιώνες ελληνικής τέχνης.

Σε μια κοινωνία η οποία περιστρέφεται γύρω από το άτομο, ο συλλέκτης επέλεξε τον δύσκολο δρόμο της όσο το δυνατόν πιο αντικειμενικής προσέγγισης της τέχνης και της πιο αυθεντικής συγκίνησης που αποπνέει το καλλιτεχνικό έργο. Αυτός ο δρόμος τον οδήγησε στην παραστατική τέχνη η οποία γεφυρώνει την ακοινωνησία μεταξύ δημιουργού και θεατή και παρουσιάζει ακέραια τη συγκίνηση του δημιουργήματος. Το πολύ ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της συλλογής και η εξαιρετική προσφορά της στην ιστορία της ελληνικής τέχνης είναι ότι ο συλλέκτης επικεντρώθηκε συστηματικά στους ξένους δημιουργούς του 19ου και του 20ου αιώνα οι οποίοι σπούδασαν και έζησαν μαζί με σημαντικούς έλληνες δημιουργούς και επηρέασαν την καλλιτεχνική εξέλιξή τους.

Μετά την ακεραιότητα του βλέμματος έρχεται η ηθική ακεραιότητα του συλλέκτη. Ο Παναγιώτης Κουβουτσάκης δεν σκέφτηκε ποτέ να περιορίσει την απόλαυση της συλλογής του μέσα σε έναν φιλικό κύκλο, αλλά να την μοιραστεί με πολλούς. Ετσι δημιούργησε με αποκλειστικά δική του χορηγία την Πινακοθήκη Κουβουτσάκη, η οποία εφέτος γιόρτασε είκοσι χρόνια αφιλοκερδούς προσφοράς.

Η προσφορά ήταν η άλλη, βασική, παράμετρος της ακεραιότητας του Παναγιώτη Κουβουτσάκη. Η είσοδος στον υπέροχο κόσμο της Πινακοθήκης είναι ελεύθερη για όλους και τα προγράμματα ξεναγήσεων δωρεάν. Οι αγορές έργων τέχνης και οι λειτουργικές δαπάνες της Πινακοθήκης βάραιναν αποκλειστικά τον συλλέκτη, καθώς δεν είχε ζητήσει ποτέ κρατική, κοινοτική ή άλλη χορηγία. Και το όραμα του δεν περιορίζονταν μόνο στα όρια της Πινακοθήκης και των εικαστικών τεχνών, αλλά όλο και επεκτεινόταν σε ποικίλες πολιτισμικές δράσεις που θα έφταναν μέχρι τη Σαντορίνη όπου πρόλαβε να ολοκληρώσει το Θέατρο της Οίας, έναν τέλειο χώρο εκδηλώσεων, καμάρι του συλλέκτη.

Σε ένα αδημοσίευτο άρθρο του με τον τίτλο «Η αναζήτηση του ορατού» ο Παναγιώτης Κουβουτσάκης έγραφε:

«Στη σημερινή εποχή η τέχνη φαίνεται να έχει θυσιάσει το ορατό για χάρη της εντύπωσης, αντικατοπτρίζοντας άλλοτε τα προσωπικά πάθη ή τα συναισθηματικά αδιέξοδα των καλλιτεχνών και άλλοτε επιδεικτικά και επιτηδευμένα το τυχαίο σε παραλλαγές του αόρατου ή του σχεδόν τίποτε. Τα δε αισθητικά πρότυπα έχουν αμβλυνθεί για χάρη της πρωτοπορίας, του χαώδους μεταμοντέρνου και της κερδοσκοπίας μιας πολύ υποσχόμενης αγοράς έργων τέχνης δήθεν μουσειακής αξίας.

Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός και η φιλοσοφική μελέτη παρατήρησαν τον άνθρωπο ως μηχανισμό αντίστοιχο του σύμπαντος σαν μια μονάδα που αντιδρά όμοια αλλά είναι και μέρος αυτού.

Στο Βυζάντιο οι τέχνες έφθασαν στην τέλεια μορφή συστοιχίας αντιλήψεως και συγχρονισμού με την αντίληψη του σύμπαντος.

Στην εποχή της Αναγέννησης προσπάθησαν να αντιγράψουν και επέτυχαν την εξύψωση του ανθρώπου ως επίκεντρου των αντιλήψεων του σύμπαντος θέτοντας τις βάσεις μιας ανθρωπιστικής θεωρίας, του ουμανισμού.

Μετά τον 18ο αιώνα, κινούμενοι από ορθολογιστικά πρότυπα, αντέγραψαν τους κανόνες της αρχαίας ελληνικής τέχνης, αδιαφορώντας όμως για τη λιτότητα, την αρμονία και τη λεπτότητα των έργων τους.

Στον 20ό αιώνα ανακαλύπτουν τον φορμαλισμό και την εννοιολογία, απόψεις που συνδέονται με τη μανιεριστική αντίληψη της αλήθειας όπου διαστρεβλωμένα πλέον πηγάζουν οι φόρμες και όχι η εικόνα. Η ένδεια του ορατού και η ζωγραφική φτώχεια των φανατικών της αντιτέχνης, η κενή εικονογραφία, η ζωγραφική του τυχαίου και η επαναστατική νομιμότητα των οπαδών της μοντερνικότητας φαίνονται πλέον σαν προσχήματα μιας ανούσιας φιλολογίας και αερολογίας.

Τα αποτελέσματα της αυθαίρετης ερμηνείας των αρχαίων ελληνικών απόψεων για την τέχνη ήταν άλλοτε μεν πομπώδη και μεγαλειώδη, με πρόθεση εντυπωσιασμού, ή υπερβολικά συναισθηματικά, ή διακοσμητικά χωρίς διαχρονική αξία, ή με δεξιοτεχνία τερατωδώς διογκωμένη, άλλοτε δε με σχολιασμό και φιλολογία ακατανόητα και χαοτικά.

Εν τέλει διαπιστώνουμε ότι η τέχνη έφθασε στο τέλος της ή ότι η ανάγκη επιστροφής στους κανόνες της αρμονικής συμμετρίας είναι πλέον διεξοδική. Παρ’ όλες τις δοκιμασίες όμως η αναφορά της δεν έπαψε να υπάρχει, έστω και αν μόνο σε λίγες περιπτώσεις επιτεύχθηκε ή προσεγγίστηκε.

Ο αντικειμενικός στόχος της τέχνης παραμένει η διαχρονική αναζήτηση της ομορφιάς μέσω των αρχετύπων ιδεών της εικόνας. Η επιστροφή όμως στην ακεραιότητα του βλέμματος προϋποθέτει μια εκ νέου επεξεργασία των σημερινών δεδομένων, διαφορετικά κινδυνεύει να συνθέσει ένα ακόμα ανούσιο σοβινιστικό ή βερμπαλιστικό ιδεολόγημα σαν τα πολλά που η τέχνη του παρελθόντος έχει να επιδείξει.

Ελπίζω ότι από τα απομεινάρια της παλαιάς γνώσης και τα διδάγματα του παρελθόντος θα συνθέσουμε ένα σύγχρονο «όλο» αναπροσανατολισμένο όσον αφορά τις προτεραιότητες και τις αξίες στη ζωή μας».