Οι φήμες κυκλοφορούσαν από τα τέλη του καλοκαιριού. Στα γενέθλια όμως του Ολιβιέ Ντεκότ, στις αρχές Σεπτεμβρίου, εμφανίστηκαν ξανά, ιδιαίτερα ενισχυμένες. Στο πάρτι για τη συμπλήρωση των 40 χρόνων του διευθυντή του Μπενάκη δεν ήταν κανείς παρών από τη διοίκηση του Μουσείου. Πολύ πιο πρόσφατα, στην εκδήλωση για την παρουσίαση του βιβλίου της Ελένης Βερναδάκη, «1095°C», τη σημαντική κεραμίστρια προλόγισε η Ειρήνη Γερουλάνου και όχι ο διευθυντής του μουσείου, όπως είθισται σε ανάλογες περιπτώσεις. Δύο ημέρες μετά έσκασε η αναμενόμενη βόμβα. Με μια λιτή ανακοίνωση το Μουσείο Μπενάκη γνωστοποίησε ότι «ο διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη κ. Olivier Descotes και η Διοικητική Επιτροπή του Μουσείου Mπενάκη αποφάσισαν από κοινού τη λύση της συνεργασίας τους». Κανείς δεν εξεπλάγη, τα ερωτηματικά ήταν όμως πολλά. Για ποιους λόγους λύνεται «από κοινού» η συνεργασία ανάμεσα στον πρώην διευθυντή του Γαλλικού Ινστιτούτου, ο οποίος επιλέχθηκε για τη θέση του διευθυντή του Μπενάκη ύστερα από διεθνή διαγωνισμό και αφότου επικράτησε ανάμεσα σε 82 υποψήφιους έλληνες και ξένους και μάλιστα με τη βοήθεια της Egon Zehnder, μιας εταιρείας αναγνωρισμένης όσον αφορά την αναζήτηση εξειδικευμένων στελεχών; Τι συνέβη ώστε να αντιστραφεί το ιδιαίτερα θετικό κλίμα συνεργασίας μέσα στο οποίο αναλάμβανε τα καθήκοντά του, μόλις επτά μήνες πριν, την 1η Μαρτίου του 2016, αφότου είχε ολοκληρώσει μια επιτυχημένη θητεία στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών (2011-15), αλλά και ακόμη νωρίτερα στο αντίστοιχο του Μιλάνου, και μάλιστα ως ο νεότερος διευθυντής που βρέθηκε σε αυτές τις θέσεις; Ωστόσο, προτού καλά-καλά προλάβει κανείς να διατυπώσει τα ερωτήματα, ήρθε η δεύτερη «βόμβα». Ο τέως διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη είναι πλέον ειδικός σύμβουλος για θέματα εθνικής και διεθνούς πολιτιστικής πολιτικής στο γραφείο του κ. Αριστείδη Μπαλτά, όπως ανακοινώθηκε με δελτίο Τύπου του υπουργείου Πολιτισμού στις 18/10. Και τα ερωτήματα πλήθυναν ακόμη περισσότερο. Πώς βρέθηκε εκεί σε τόσο σύντομο διάστημα, μόλις τέσσερις μέρες μετά την ανακοίνωση της λήξης της συνεργασίας με το Μπενάκη; Τι θα μεταφέρει από «την εμπειρία του από την πολιτιστική βιομηχανία, τη διεθνή συνεργασία και τη διεύθυνση πολιτιστικών ιδρυμάτων στην Ιταλία και την Ελλάδα, με γνώμονα την προβολή του ελληνικού πολιτισμού στο εξωτερικό» τη στιγμή που ως διευθυντής του Μπενάκη δεν επέδειξε έργο στο Μουσείο; Και τελικά γιατί είναι τόση η βιασύνη εκ μέρους του υπουργείου να τον αποκαταστήσει;
Συναινετικό διαζύγιο


Το «μυστήριο» του έρωτα που οδηγήθηκε σε συναινετικό διαζύγιο ανάμεσα στη διοίκηση του Μπενάκη και τον Ντεκότ είναι τελικά ένα παζλ με αντιφατικά κομμάτια και αρκετή παραπληροφόρηση. Παράδειγμα: ο Ντεκότ δεν «παραιτήθηκε», όπως έχει γραφτεί, εξάλλου δεν είχε προσληφθεί ποτέ επισήμως, καθώς δεν είχε υπογράψει σύμβαση εργασίας και δεν έπαιρνε μισθό, πέρα από δύο προκαταβολές που είχε εισπράξει, όπως βεβαιώνουν από τον κύκλο του, καθώς ο ίδιος δεν θέλησε να τοποθετηθεί γιατί «δεν είναι η κατάλληλη στιγμή». «Η σύμβαση δεν είχε υπογραφεί, γιατί ήταν παράλληλα υπάλληλος του γαλλικού κράτους. Αυτό που είχε υπογραφεί ήταν ένα γράμμα πάνω στο οποίο βασίστηκε η σχέση μας» θα πει ο τέως διευθυντής του Μουσείου και μέλος της διοικητικής επιτροπής κ. Αγγελος Δεληβορριάς. Τι συνέβη τελικά και δεν ευδοκίμησε η συνεργασία; «Οι απόψεις του μουσείου ήταν κάπως διαφορετικές από τις απόψεις του Ολιβιέ. Επειτα ήταν και τα θέματα των σχέσεων με τους ανθρώπους, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, το προσωπικό και τους συνεργάτες του μουσείου, εσωτερικούς και εξωτερικούς. Δεν τα βρήκαμε. Είχε επενδύσει πολλά το μουσείο στις δυνατότητες του Ολιβιέ για τα fundraisings, αν και το πρόβλημα τελικά ήταν η χημεία. Αυτό δεν σημαίνει τίποτε για τις σχέσεις μας κατά τα άλλα. Ηταν ένας φιλικός διακανονισμός». Ωστόσο, πηγές από το περιβάλλον του μουσείου λένε ότι το κακό κλίμα άρχισε να διαμορφώνεται την ημέρα που ο νέος διευθυντής ζήτησε το οργανόγραμμα του μουσείου, το οποίο είχε συνταχθεί από την Egon Zehnder παράλληλα με τη διαδικασία αναζήτησης νέου διευθυντή. Αυτή η πρωτοβουλία φέρεται να δυσαρέστησε το περιβάλλον της οικογένειας Γερουλάνου, που διαθέτει τρία μέλη της στο διοικητικό συμβούλιο του μουσείου.
Εύκολα «διαχειρίσιμος»


Μετά την αποχώρηση του πληθωρικού Αγγελου Δεληβορριά, η επιθυμία ήταν ο Ολιβιέ Ντεκότ να είναι πιο εύκολα «διαχειρίσιμος» και να μην αναλαμβάνει πολλές πρωτοβουλίες. «Μα, στο βιογραφικό του δεν διαθέτει σπουδές πάνω στην Ιστορία Τέχνης ή την αρχαιολογία, αλλά πάνω στις Πολιτικές Επιστήμες, την Ιστορία και τη Μουσικολογία, πώς θα μπορούσε λοιπόν να χαράξει την οποιαδήποτε αξιόλογη στρατηγική για το μουσείο;» διατείνονται οι άσπονδοι φίλοι του. Το ατού του Ντεκότ ήταν η διαχείριση, εξάλλου η υπόσχεσή του ότι θα καταφέρει να φέρει χρήματα σε χορηγίες και δωρεές, προκειμένου να βοηθήσει το καταπονημένο οικονομικά μουσείο, στο οποίο επιπλέον ετοιμάζονταν απολύσεις τον τελευταίο καιρό, ήταν ένας πολύ σημαντικός λόγος για την επιλογή του ως διευθυντή στο Μπενάκη. Για αυτόν τον λόγο, ή τουλάχιστον και για αυτόν, η έτερη ισχυρή οικογένεια του διοικητικού συμβουλίου του μουσείου, η εφοπλιστική οικογένεια Μαρτίνου, ήταν με το μέρος του, καθώς ο Ντεκότ είχε υποσχεθεί ότι θα φέρει ένα πολύ μεγάλο ποσό σε βάθος χρόνου, προκειμένου να βοηθήσει οικονομικά το μουσείο. Ομως, εκείνος δεν έδωσε δείγματα ότι θα το κατάφερνε στον χρόνο που του δόθηκε. Δηλαδή στο εξάμηνο, μέσα στον οποίο θα ήταν αδύνατον ούτως ή άλλως να καταφέρει και πολλά, όπως παραδέχονται ακόμη κι εκείνοι που δεν του είχαν ποτέ ιδιαίτερη συμπάθεια. Πόσω μάλλον από τη στιγμή που δεν του επιτράπηκε από το μουσείο να έχει επαφή με τα οικονομικά του Μουσείου, όπως λένε οι κύκλοι του αποχωρήσαντα. «Το θέμα είναι ότι δεν κατάφερε να φέρει ούτε ένα ευρώ και για αυτό δεν του φταίει ο περιορισμένος χρόνος. Κι έπειτα, τι θα μπορούσε να κάνει από τη στιγμή που δεν μιλάει ελληνικά και η αγγλική γλώσσα δεν είναι το φόρτε του; Πώς να γοητεύσει πλούσιους της Ελλάδας και της ελληνικής διασποράς ώστε να συνδράμουν οικονομικά το Μπενάκη;» αντιτείνουν άτομα που γνωρίζουν σε βάθος τα πράγματα. Στο μεταξύ, η κατάσταση είχε καταντήσει αποπνικτική για όλους. Ο Ντεκότ έφυγε, έχοντας ωστόσο τη στήριξη των εργαζομένων του Μουσείου, καθώς ο σύλλογος προσωπικού απηύθυνε επιστολή στη διοίκηση υπέρ του δίνοντας έμφαση στην ανάγκη του οργανογράμματος. «Η επιστολή ζητούσε από τη διοικητική επιτροπή μια ενημέρωση για το πού βρίσκεται το θέμα» θα αντιτείνει ο κ. Δεληβορριάς. Οσο για το οργανόγραμμα; «Θα πω τη γνώμη μου ως Δεληβορριάς και όχι ως μέλος του ΔΣ: τα οργανογράμματα είναι σαν τους κορσέδες, ή μια συνεργασία περπατάει ή δεν περπατάει. Το μουσείο έχει μια μεγάλη παράδοση λειτουργίας ομαλής και αυτό είναι ένα δεδομένο».
Οσον αφορά τη διάδοχη κατάσταση «το μουσείο είχε δρομολογημένη μια δραστηριότητα η οποία φτάνει μέχρι το ’18. Υπάρχουν οι επικεφαλής των τμημάτων, η Ειρήνη Γερουλάνου, η διοικητική επιτροπή του μουσείου. Μέχρις ότου επιλυθεί το θέμα, δεν κινδυνεύει το μουσείο από την έλλειψη διευθυντή» λέει ο κ. Δεληβορριάς. Θα γίνει διεθνής διαγωνισμός; «Δεν νομίζω» θα πει.
Από το Μπενάκη στο υπουργείο σε τέσσερις ημέρες
Μπορεί να μη θέλησε να μιλήσει για το παρελθόν, όμως ο Ολιβιέ Ντεκότ τοποθετήθηκε για το παρόν και την αιφνίδια τοποθέτησή του στο υπουργείο Πολιτισμού, η οποία έχει σχολιαστεί έντονα. «Μόλις έμαθε ο κ. Μπαλτάς ότι έφυγα από το Μπενάκη, μου πρότεινε αυτή τη θέση. Η υπουργός Πολιτισμού της Γαλλίας Οντρέ Αζουλέ δέχθηκε να με διαθέσει στο ελληνικό κράτος καθώς, ως ανώτερος δημόσιος λειτουργός του υπουργείου Πολιτισμού της Γαλλίας που είμαι, θα έπρεπε να επιστρέψω στην οργανική μου θέση. Γνωρίζω πολύ καλά ότι πρόκειται για μια δύσκολη στιγμή για την Ελλάδα και δεν υπάρχουν πολλά χρήματα, όμως προτίθεμαι να κάνω προτάσεις στον υπουργό που θα είναι στην κρίση του να δεχθεί ή όχι. Το είχα κάνει όταν ήμουν μόλις 26 ετών με το γαλλικό υπουργείο Πολιτισμού, όπου κατείχα μια αντίστοιχη θέση στη Γαλλία, και είναι μια δουλειά που με εμπνέει πολύ. Είναι το πεδίο μου και είμαι πολύ χαρούμενος» θα πει, και θα συμπληρώσει: «Με έχει διαθέσει το γαλλικό υπουργείο Πολιτισμού στο ομόλογό του ελληνικό για τρία χρόνια, στο πλαίσιο της άριστης συνεργασίας των δύο υπουργείων». Οσον αφορά την προέλευση της μισθοδοσίας του, δηλώνει ότι «αρμόδιο να τοποθετηθεί είναι το υπουργείο Πολιτισμού μέσω του γραφείου Τύπου του».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ