Ο άνθρωπος που έφτιαξε τα οπτικά εφέ του «Independence Day» μιλάει σήμερα στο «Βήμα»


Στα 30 του έβαλε με τον νου του να γίνει μάγος. Και έτσι έφτιαξε μια πύλη και την άφησε ορθάνοιχτη. Πίσω της έχασκε ένα Δάσος παράξενο ­ όσοι άνθρωποι ήθελαν ήταν ευπρόσδεκτοι να φωλιάσουν μέσα του. Το βελάκι εισόδου έγραφε: «Φαντασία». Το βελάκι εξόδου: «Πραγματικότητα». «Σ’ αυτήν την πύλη», είπε, «εισιτήριο είναι το ταξίδι του νου. Και μήλο του Αδάμ, ένα όμορφο ψέμα». Τώρα όποιος τον ακούει, όποιος τον πιστεύει, διαβαίνει την πύλη και χάνεται στο Δάσος το Ιερό ­ «Hollywood» το λέει αυτός που το ‘χει αντικρίσει… Κάθε φορά, για δύο ώρες. Και ύστερα ο Πάτρικ τον περιμένει στην έξοδο. «Τι είδες;». Ο άνθρωπος ανύποπτος μιλάει ­ ο Πάτρικ, βλέπετε, δεν μοιάζει μάγος του Δάσους. «Είδα διαστημόπλοια και κάστρα. Είδα εξωγήινους και τέρατα. Είδα το μέλλον και το παρελθόν. Και μ’ άρεσε. Μπες κι εσύ!» ή «Και δεν άξιζε. Φύγε!».


Πάτρικ Τατόπουλος, ετών 39… Γαλλική υπηκοότητα, ελληνική ψυχή. Στα 25 του έμαθε τη φαντασία να τσινάει στο χαλινό. Αφησε τη χώρα που γεννήθηκε, τη Γαλλία, για να ψάξει από πού κρατάει η ψυχή του. Ηρθε στην Ελλάδα. «Την λάτρευα, μα… κάτι μου έλειπε». Με αφορμή ένα φλασάκι, είπε να φύγει ξανά, να ψάξει για το «κάτι». «Δούλευα σ’ ένα περιοδικό, τον «Κόσμο του Βίντεο». Ενα πρωί περνούσε ένας φίλος απ’ το γραφείο. «Κοίτα!», λέει. Κρατούσε στο χέρι το «Cine Effects». Κοίταξα… Μαγεύτηκα!». Ο Πάτρικ άκουσε το τραγούδι των Σειρήνων ­ κι όποιος τ’ ακούει, δύσκολο πια να ξεφύγει. «Εκείνο το πρωί αποφάσισα να πάω στο Λος Αντζελες να κάνω εφέ και άλιεν για το σινεμά!».


Το «κάτι» του το βρήκε. Σε εννέα χρόνια έκανε τη φαντασία του πηγάδι και άντλησε από μέσα του εικόνα χιμαιρική. Dracula, Last Action Hero, Addams Family, Demolition Man, Jade, Gremlins 2 και τώρα Independence Day… Τις ημέρες του πια τις περνάει στην Καλιφόρνια ακροβατώντας στο μεταίχμιο δύο κόσμων. Στον έναν τον περιμένουν δυο κοριτσάκια και μια Ελληνίδα ­ οι κόρες του και η γυναίκα τουΩ στον άλλον έξι εξωγήινοι και ένας αστροστόλος ­ ο Κήπος του. Η τελευταία φορά που πέρασε ο ίδιος την πύλη ήταν τη «Μέρα Ανεξαρτησίας». Εφθασε την ανθρωπότητα ένα βήμα πριν από την καταστροφή, αλλά η αρμάδα του τελευταία στιγμή πισωπάτησε. Οι δικοί του νικήθηκαν, η Γη γλίτωσε, το Χόλιγουντ θριάμβευσε… «Αυτό είναι το σινεμά», λέει. Και το σινεμά είναι τώρα η ζωή του.


Κι όμως καμιά φορά νοσταλγεί. Βλέπετε, ο Πάτρικ, ο μάγος των εφέ, σ’ ένα παιχνίδι της τύχης μαγεύτηκε από μια γυναίκα Ελληνίδα που την λένε Σπάρτη και έναν τόπο ελληνικό που τον λένε Μάνη… Και έτσι η Λακωνία, η γη που τον διάλεξε για δικό της, κι ας μην τον γέννησε, πάντα τον περιμένει. Εκείνος σκέφτεται πως οι διαδρομές του στο σελιλόιντ είχαν πάντα χάπι εντ. Ας ήταν φανταστικές ­ ο Πάτρικ τα βελάκια της φαντασίας και της πραγματικότητας πια τα παίζει στα δάχτυλα. Αρα… γιατί όχι; Οταν αποφασίσει να τα στροβιλίσει, τότε αυτό που έχει στον νου του θα το κάνει. Αλλωστε στην ιστορία την ελληνική ο νόστος νικούσε πάντα τις Σειρήνες… Κι εκείνος δεν έχει σημασία πού γεννήθηκεΩ το όνομά του είναι ελληνικό: Τατόπουλος… Δεν φθάνει αυτό να τον τραβήξει στην Ιθάκη;


­ Οταν κοιτάτε ψηλά στον ουρανό το βράδυ, κύριε Τατόπουλε, τι βλέπετε;


«Εννοείτε αν βλέπω εξωγήινους; Αν πιστεύω ότι υπάρχουν; Λοιπόν, να σας πω. Εγω κάθε φορά που τίθεται αυτό το ερώτημα το αναποδογυρίζω. Κοιτάζω συχνά τ’ αστέρια τις νύχτες. Αν υπάρχουν ψυχές εκεί πάνω δεν ξέρω. Αλλά το μυαλό μου είναι ανοικτό να δεχτώ το οτιδήποτε. Αποδείξτε μου πως δεν υπάρχουν να το δεχθώ. Μπορείτε; Οχι! Γιατί ίσως εκείνοι να είναι μακριά, να μην μπορούν να μας φθάσουν ­ όπως εμείς δε μπορούμε να τους φθάσουμε. Γιατί πρέπει να υπάρχουμε εμείς και κανείς άλλος; Δε θέλω να το πιστεύω… Μ’ αρέσει να λέω «είναι πολύ μεγάλο το Σύμπαν για να είναι μόνο δικό μας»».


­ Κι αν υπάρχουν, πώς να είναι;


«Είναι… ακριβώς όπως τους είδατε στην ταινία! Αφού έτσι τους φαντάστηκα, για μένα έτσι είναι! Η άλλη επιλογή, βέβαια, είναι να σας πω πως μια νύχτα με ξαστεριά, όταν ήμουν μικρός, ένα διαστημόπλοιο προσγειώθηκε μπροστά μου και είδα ένα ον παράξενο να με πλησιάζει, και ήταν έτσι ακριβώς… Αλλά δυστυχώς δεν μου συνέβη!» (γελάει).


­ Δεν σας συνέβη στη ζωή, αλλά σας συνέβη στο πανί! Γεννήσατε μια νέα μορφή ζωής ­ έστω και σε σελιλόιντ. Είστε ένα είδος θεού… Πώς τα καταφέρατε;


«Α, πολύ εύκολα! Ο… τοκετός ήταν ανώδυνος! Εβαλα μπροστά μου ένα λευκό χαρτί, έπιασα ένα μολύβι και… αυτό ήταν όλο. Δεν κοίταξα τίποτε, ούτε παλιά σχέδια, ούτε φωτογραφίες. Τίποτε! Το πλάσμα που έχετε μπροστά σας στην οθόνη είναι αυτό που είχα εγώ στο μυαλό μου».


­ Θυμάστε τον πρώτο εξωγήινο που ζωγραφίσατε στη ζωή σας;


«Να σας πω την αλήθεια μου, τον πρώτο πρώτο μάλλον τον έχω ξεχάσει! Το μόνο που θυμάμαι είναι πως, όσο ήμουν πιτσιρίκος, όλη μέρα αυτό έκανα: ζωγράφιζα εξωγήινους!.. Και είχα τέτοια μανία, που οι οικογενειακοί μας φίλοι με κοίταζαν σαν… να ήμουν εγώ εξωγήινος, το ούφο. «Κάτι αλλόκοτο έχει ο μικρός», έλεγαν. «Τι είναι αυτά που φτιάχνει;». Οι γονείς μου βέβαια δεν έδιναν σημασία, γιατί κατά τα άλλα ήμουν πολύ φυσιολογικός. Μόνο που όταν ερχόταν η ώρα της ζωγραφικής, έβρισκα πιο διασκεδαστικό να φτιάξω έναν Αρειανό παρά να κάνω τη μαμά ή τον μπαμπά…».


­ Μήπως έφταιγε και λίγο η ιδιοσυγκρασία της οικογένειας; Μήπως οι δικοί σας ­ καθ’ ότι Ελληνες με… ταξιδιωτικό πνεύμα ­ ενδιαφέρονταν και εκείνοι για τα τεκταινόμενα στο υπόλοιπο Σύμπαν;


«Α, μπα! Ο πατέρας μου ησχολείτο με τη βιομηχανία ρούχων. Καμία σχέση με το… υπερπέραν. Οσο για την ελληνική ιδιοσυγκρασία… Ξέρετε, ως τώρα δεν έχω γνωρίσει κανέναν πιο Ελληνα από εκείνον. Ετρεχε τόσο ελληνικό αίμα στις φλέβες του, που πιο πολύ δεν γίνεται! Μόνο ένα πράγμα μου έκανε εντύπωση. Οσο ήμαστε στη Γαλλία δεν μας μιλούσε ποτέ ελληνικά, ούτε μια λέξη στη γλώσσα του ­ ή μάλλον στη γλώσσα μας. Μη με ρωτήσετε γιατί. Δεν μου εξήγησε ποτέ!».


­ Οχι, αλλά θα σας ρωτήσω κάτι άλλο. Πώς συνεχίσατε το… εξωγήινο έργο σας άνευ οικογενειακής ενθάρρυνσης;


«Μα, είχα ενθάρρυνση! Από τον παππού μου, που ήταν ο καλλιτέχνης της οικογένειας… και όσο για ταξίδια, άλλο τίποτε! Με πήγαινε κάτι μακρινές, ατελείωτες εκδρομές στα βουνά. Μόλις φτάναμε έβγαζε το τελάρο, τα πινέλα του και άρχιζε να ζωγραφίζει. Αμα κουραζόταν καθόμασταν παραδίπλα, μασουλούσαμε σάντουιτς, μιλάγαμε με τις ώρες… Εκει πάνω στα βουνά, δίναμε την απάντησή μας στο πώς μπορεί κανείς να είναι ευτυχισμένος με τόσο λίγα πράγματα…».


­ Το πρώτο σας μάθημα σχεδίου σε αυτά τα βουνά το πήρατε;


«Ναι… Ηταν νομίζω κάποια φορά, σε μια εκδρομή στο Mont Blanc, στη Νότια Γαλλία. Τον ρώτησα: «Παππού, γιατί τον ουρανό στο βάθος τον κάνεις μοβ;». «Είναι μακριά, κι έτσι πρέπει». Είναι παράξενο, αλλά εκείνη την εποχή, στα οκτώ μου, ήμουν ο χειρότερος στην τάξη μου στη ζωγραφική. Ούτε γραμμή ευθεία δεν μπορούσα να κάνω. Ωσπου με συνεπήρε το μεράκι του παππού! Ανεκάλυψα τους εξωγήινους… Είδατε πώς τα φέρνει η ζωή; Φτιάξε – φτιάξε, έφτασα ως εδώ!».


­ Γίνατε λοιπόν κι εσείς σαν άλιεν σε μια ξένη γη… Του Λος Αντζελες!


«Κάπως έτσι. Χωρίς λεφτά στην αρχή, με ένα σπίτι σε κακόφημη συνοικία, με ένα αυτοκίνητο σαραβαλιασμένο… Ολοι με αντιμετώπιζαν με συγκατάβαση. «Ενας νεαρός από την Ελλάδα και τη Γαλλία», θα σκέφτονταν. «Τι μπορεί να ξέρει;». Είχαν δίκιο. Δεν ήξερα. Αλλά είχα ιδέες! Και έτσι μπορούσα να μάθω. Η επιτυχία είναι σαν μια σκάλα. Αρκεί πάντα να ανεβαίνεις και κάποτε θα φθάσεις στο πιο ψηλό σκαλί».


­ Εσάς τι σας έκανε να συνεχίσετε ν’ ανεβαίνετε; Ηταν κάτι από μέσα σας, που σας ανέβαζε ένα ένα τα σκαλιά προς τα επάνω;


«Οχι! Ηταν η καθημερινή ζωή. Ηταν κάτι ώρες που βαριόμουν αφόρητα, έπληττα. Μη με παρεξηγήσετε ­ απλά ζω όπως και εσείς… Μόνο που εγώ ήθελα κάτι ακόμη: μια πινελιά ονείρου να κάνει τη ζωή μου πιο έγχρωμη! Και ψάχνοντας ξέρετε τι ανακάλυψα; Οτι αυτή την πινελιά την είχα πάντα μέσα μου! Μόνο που τώρα είχε έρθει η ώρα να την δείξω στους άλλους».


­ Πώς ανακαλύπτει κανείς ότι έχει αυτή την πινελιά;


«Εγώ σε ένα σινεμά συναντήθηκα μαζί της! Μπήκα στην αίθουσα και ήρθε εκείνη και μ’ ανακάλυψε… Η ταινία ήταν το «The Thing». Και εγώ… είχα τρυπώσει στο κάθισμα, και τα μάτια μου γέμισαν τόσο από εικόνα, που δεν άντεχα να τα κλείσω! Δεν ήξερα πώς μπορεί άνθρωπος να κάνει αυτά τα πράγματα που έβλεπα, αλλά αν έπρεπε κάποιος να τα κάνει ήθελα να είμαι εγώ!».


­ Αυτό που νιώσατε εσείς τότε είναι αυτό που θέλετε να νιώθουν οι θεατές των ταινιών σας τώρα;


«Αν μπορούσα να κάνω μια ευχή αυτή θα ήταν: Να τους κάνω όλους να νιώθουν έτσι. Αυτό θέλω!».


­ Και πώς γίνεται αυτό;


«Δύσκολα! Θυμάστε την μπάλα φωτιάς που σαρώνει το τούνελ στο «Independence Day»;».


­ Δύσκολα ξεχνιέται!


«Λοιπόν, γι’ αυτή την μπάλα φωτιάς ­ μια σκηνή λίγων λεπτών ­ μετρήστε τι έπρεπε να κάνουμε εγώ και οι τρεις άνθρωποι του επιτελείου μου: πρώτα να φτιάξουμε τη μακέτα του τούνελ, ύστερα να φιλμάρουμε την μπάλα να περνάει από μέσα, μετά να τραβήξουμε αληθινά αυτοκίνητα να εκρήγνυνται, στη συνέχεια να βάλουμε τους ηθοποιούς να τρέχουν αλλόφρονες, και στο τέλος όλα αυτά να τα περάσουμε σε ηλεκτρονικό υπολογιστή για να συντονιστούν μεταξύ τους… Πώς σας φαίνεται;».


­ Δύσκολο! Αλλά μια και πιάσαμε τα τεχνικά, θα μου λύσετε μια απορία για το «Independence Day»;


«Παρακαλώ!».


­ Λοιπόν, πείτε μου… Τι συνέβη στον «εξωγήινο του Ρόσγουελ» στην ταινία; Κατά το σενάριο ήταν ένας από τους τωρινούς εισβολείς που είχε έρθει παλιά στη Γη για ανίχνευση… αλλά, παρά ταύτα, δεν έμοιαζε να είναι της ίδιας… ράτσας με τους δικούς σας!


«Και όμως! Αφαιρέστε το πίσω μέρος του κεφαλιού και τα πόδια, που είναι πολύ λεπτά, και ο εξωγήινος του Ρόσγουελ στο βίντεο γίνεται… πρώτος ξάδελφος του δικού μου ­ είναι φτυστός!».


­ Παρά ταύτα, επιμένω! Μοιάζει αλλιώτικος ­ σαν να έχει άλλο στυλ. Σαν να έχετε πάρει μια παλιά εικόνα, να την έχετε ξεσκονίσει και να δείχνει πια ολοκαίνουργια. Πώς το κάνετε αυτό;


«Απλό! Αποδίδω την πραγματικότητα με τη φαντασία μου!».


­ Αντιφάσκετε νομίζω!


«Καθόλου. Πάρτε το «Dracula» του Μπραντ Στόκερ. Δεν είναι τυχαίο το παράδειγμα ­ αν είχα να διαλέξω από όλες μου τις ταινίες, αυτήν θα επέλεγα. Ξέρετε γιατί; Είναι σαν να κοιτάς αιώνες πίσω, και να βλέπεις κάτι γκλάμορους! Μια παλιά ταινία με φρέσκια εμφάνιση. Βοηθάει και η ιστορική περίοδος, βέβαια. Η ατμόσφαιρα μυρίζει ομίχλη, αίμα, δράκουλα… Είναι η μόνη μου ταινία που θα την ξανάβλεπα ευχαρίστως!»


­ Γιατί, το «Adams Familly» ή το «Last Action Hero» δεν θα το ξαναβλέπατε;


«Μην το συζητάτε. Ούτε με σφαίρες! Κάθε χαμόγελο των θεατών ήταν για μένα ένας πονοκέφαλος! Και εκ των υστέρων διαπιστώνω πως… μπούχτισα! Ισως τις ξαναδώ στα 60 ή στα 70 μου, όταν θα συνταξιοδοτηθώ και θα γυρίσω στην Ελλάδα! Προς το παρόν, το μόνο που με νοιάζει είναι να γυρίζει η μηχανή. Το επόμενο φιλμ!».


­ Ούτε το «Independence Day» θα ξαναβλέπατε;


«Κυρίως αυτό! Με βασάνισε απίστευτα!».


­ Αλήθεια, πώς σας ήρθε η ιδέα του εξωγήινου… δύο σε ένα; Ν’ ανοίγει το βιοχημικό «κουστούμι» του το φοβερό άλιεν και να βγαίνει ένα εύθραυστο πλασματάκι, σχεδόν σαν άνθρωπος;


«Μμμμ, δεν ήταν ακριβώς ιδέα! Απλώς, δεν μπορούσαμε να διαλέξουμε από τους δύο διαφορετικούς εξωγήινους που ζωγράφισα στην αρχή. Και είπαμε… να βάλουμε τον έναν μέσα στον άλλον! Το μικρό μέσα στο μεγάλο».


­ Ζωγραφίστε μου με δυο λόγια το «άλιέν» σας.


«Το άλιέν μου… Είναι στην ουσία ένα τόσο δα πλασματάκι, μικρούλι και εύθραυστο, που μόνο του δεν μπορεί όχι να ταξιδέψει στο Διάστημα αλλά ούτε καν να περπατήσει… Και έτσι, επινοεί ένα σώμα παντοδύναμο, και κρύβεται μέσα του. Ενα σώμα σχεδόν ανίκητο μα επίκτητο, με ένα μυαλό ευφυές μα ευάλωτο. Το άλιέν μου είναι κάτι σαν το στρείδι και το μαργαριτάρι. Για να φθάσεις στην ουσία, πρέπει να περάσεις τη δοκιμασία της επιφάνειας. Καταλαβαίνετε;».


­ Ναι, μα… αυτό το πλάσμα που μου περιγράφετε, το τόσο ευάλωτο, πώς μπορεί να προκαλεί φόβο στην ταινία;


«Ο φόβος είναι παράξενο παιχνίδι. Δεν μπορεί να τον σχεδιάσεις σε χαρτί, ούτε να φτιάξεις ένα πλάσμα τρομακτικό από μόνο του… Μπορείς όμως να κάνεις φιλμ το ίδιο πλάσμα και να είναι απίστευτα τρομακτικό στην κάμερα! Οι δικοί μου εξωγήινοι είναι φοβεροί επειδή φαίνονται λίγο. Παραμένουν άγνωστοι καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας. Και το άγνωστο ­ το ξέρετε ­ είναι το κλειδί του φόβου».


­ Δώστε μου μια στιγμή φόβου μες στην ταινία.


«Μια σκηνή καθαρού φόβου, όχι φρίκης ούτε τρόμου, είναι στην αρχή, όταν το διαστημόπλοιο στέκεται πάνω απ’ την πόλη. Είναι όμορφο, σαν εικόνα ονείρου. Αλλά το όνειρο ενέχει σπέρμα εφιάλτη ­ ποτέ δεν ξέρεις πού θα καταλήξει. Η απόλυτη ομορφιά είναι πέρα απ’ το ανθρώπινο, προκαλεί δέος. Είναι σαν να πας στο δάσος, και ξαφνικά να δεις ένα ζώο πανέμορφο αλλά εξωπραγματικό να στέκεται μπροστά σου. Θα το πλησιάσεις; Θα τολμήσεις να το αγγίξεις;».


­ Εσείς δεν φοβηθήκατε να παρατήσετε τη ζωή σας, τη δουλειά σας στην Ελλάδα, και να φύγετε στην Αμερική κυνηγώντας ένα όνειρο. Αλήθεια, πώς το ανακοινώσατε στους δικούς σας;


«Α, οι δικοί μου είχαν ακούσει πολλά ως τότε. «Μπαμπά, θα πάω να δουλέψω στην Ελλάδα», «Φεύγω για την Ιταλία», «Πάω ταξίδι τον γύρο της Ευρώπης»… Για μία ακόμη φορά πήρα μια βαθιά ανάσα και τους το ξεφούρνισα. Τι να έλεγαν; Αλλά το θέμα δεν είναι πώς το δέχθηκαν εκείνοι. Είναι πώς το δέχθηκα εγώ!».


­ Τι εννοείτε;


«Δεν καταλάβατε; Εννοώ πως την Ελλάδα την λατρεύω! Ημουν ευτυχής εκεί, πιστέψτε με. Στον λόφο του Φιλοπάππου, στην πλατεία των Εξαρχείων… Είναι η ζωή που θα ήθελα να κάνω για πάντα… Με ένα μικρό κενό, δυστυχώς. Γι’ αυτό το κενό, έφυγα για το Los Angeles χωρίς δεύτερη σκέψη. Και καλά εγώ. Ομως η γυναίκα μου; Στην Ελλάδα ήταν διευθύντρια ενός περιοδικού… και την έπεισα να ξενιτευτεί με έναν τρελό Ελληνογάλλο στην άλλη άκρη του κόσμου!»


­ Μάλλον στην άλλη άκρη ενός άλλου κόσμου! Γιατί δεν μπορεί, σε ένα στούντιο, με τους εξωγήινους να σας κοιτάνε και τα διαστημόπλοια αραγμένα γύρω, θα είναι σαν να βρεθήκατε ξαφνικά σε άλλο πλανήτη. Δεν χάνετε ποτέ την αίσθηση της πραγματικότητας;


«Εκεί που πάω να την χάσω, προκύπτει κάποιο τεχνικό πρόβλημα και με επαναφέρει! Ξέρετε. Πώς θα κάνουμε το χέρι να κινείται φυσικά, πώς θα απογειώσουμε το σκάφος… Πεζά πράγματα. Αυτό που λέτε μου συμβαίνει άλλες στιγμές. Είναι μερικές φορές, τη νύχτα, όταν έχουν φύγει όλοι και είμαι μόνο εγώ εκεί. Στέκομαι ακίνητος και κοιτάω γύρω μου… Τέσσερα απόκοσμα πλάσματα, και εγώ στη μέση… Η πραγματικότητα χάνεται, και… ναι, τότε το νιώθω. Το στούντιο γίνεται πλανήτης! Λογικά το ξέρω: είναι η φαντασία που παίζει παιχνίδια στο μυαλό. Αλλά εκείνη την ώρα τα ψεύτικα όντα είναι σαν να ζωντανεύουν. Ξέρω πως τα έφτιαξα εγώ, πως τα χέρια μου τα έστησαν, αλλά… θα ορκιζόμουν πως με κοιτάνε, πως να, τώρα θα μου μιλήσουν…».


­ Και μετά απ’ αυτό πάτε σπίτι… Μπορεί να ξεκολλήσει το μυαλό από τους εξωγήινους; Να γυρίσετε τον διακόπτη στην απλή καθημερινότητα σε μισή ώρα;


«Είμαι αρκετά καλός σε αυτό! Οχι πως τα καταφέρνω πάντα δηλαδή. Αλλά σπίτι με περιμένουν τρία κοριτσάκια ­ η γυναίκα μου και οι κόρες μου! Οταν δουλεύω χανόμαστε. Ξέρω πως στερούνται την παρουσία μου τουλάχιστον τη μισή ημέρα, δεν είναι ανάγκη όταν γυρίζω να κουβαλάω μαζί μου… εξωγήινους».


­ Πείτε μου. Αν την αυριανή ημέρα την περνούσατε μαζί τους όχι στην Καλιφόρνια, αλλά στην Αθήνα, τι θα κάνατε;


«Μμμ… Να δούμε! Πρώτα θα έπαιρνα έναν καφέ. Φραπέ βέβαια! Και ύστερα, θα φεύγαμε «καρφί» για κάποια κοντινή παραλία, να λιαζόμαστε και να ψαρεύουμε όλη μέρα. Οσο για το βράδυ… δεν νομίζω πως θα μπορούσα να αντισταθώ. Θα πήγαινα σ’ ένα σινεμά απ’ έξω, να δω τι λένε οι Ελληνες για το «Independence Day»!».


­ Αλήθεια, οι κόρες σας τι είπαν όταν είδαν το «Independence Day»;


«Η μία είναι δυόμισι ετών, δεν νομίζω πως θα την ενδιέφερε και πολύ! Αλλά και την άλλη δεν πρόλαβα να την πάω. Είναι επτά χρόνων, ξέρετε, και έχει άποψη επί παντός! Αλλά δυστυχώς, όταν άρχισε να προβάλλεται η ταινία εδώ, εμείς ήμασταν στην Ιαπωνία, που κάνω τη νέα μου ταινία το «Gonzila» ­ όταν προβληθεί αισιοδοξούμε ότι θα χτυπήσει σε εισπράξεις ακόμη και το «Jurassic Park»».


­ Σας το εύχομαι… Αλλά πείτε μου, η μικρή με την «άποψη επί παντός» τι λέει για τη δουλειά σας; Την παίρνετε στο στούντιο ποτέ;


«Αν μπορώ, ας κάνω κι αλλιώς! Το λατρεύει το στούντιο. Πιάνει τους ηθοποιούς και τους μιλάει, πάει και παίζει με τους εξωγήινους… Σαν να είναι το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου! Βέβαια, με τα τωρινά άλιεν είχαμε κάτι προβληματάκια συμφιλίωσης ­ τα βρήκε κάπως τρομακτικά, βλέπετε, και μέρες τα γυρόφερνε, να δει περί τίνος πρόκειται. Ωσπου ένα πρωί φρίκαρε εντελώς! Πέτυχε τον ηθοποιό την ώρα που έβγαινε μέσα από το κοστούμι του τέρατος και… έκανε σαν τρελή! Ωρες αργότερα τον παραφύλαγε από μακριά, να βεβαιωθεί πως δεν πρόκειται για άλλη μορφή ζωής! Ε, μετά σιγά σιγά γνώρισε τον ηθοποιό, και επανήλθαμε στα καθιερωμένα…» .


­ Πάντως από ότι φαίνεται την αγαπάτε τη δουλειά σας;


«Χωρίς αυτή δεν θα μπορούσα. Η «θυσία» της Ελλάδας, για χάρη της, το αποδεικνύει».


­ Αλλά ό,τι αγαπάμε έχει μέσα του και κάτι που μισούμε. Υπάρχει τίποτε στη δουλειά σας που να το μισείτε;


«Ναι! Μισώ να ακούω μία φράση: «Δεν έχει υψηλά νοήματα». Με εξαγριώνει! Μερικοί άνθρωποι, αντί να ψάχνουν το καλό σε μια ταινία, βρίσκουν πάντα τα αρνητικά της ­ ίσα ίσα να γκρινιάξουν. Εγώ απόψε, μπορεί να έχω διάθεση για κάτι πιο «βαρύ», κάτι που να με κάνει να σκεφτώ. Αλλά αύριο ίσως να θέλω απλώς να διασκεδάσω. Τι κακό υπάρχει σε αυτό; Αν πρέπει όλα να είναι βαθυστόχαστα, ε, τότε ναι! Το «ID4» είναι κακή ταινία! Γιατί ο σκοπός της είναι να «εξιτάρει», να εντυπωσιάσει. Και όταν κάθομαι κάπου κάπου έξω απ’ το σινεμά και παρακολουθώ τους ανθρώπους που βγαίνουν, βλέπω πως αυτό το πετυχαίνειΩ κάνει τα μάτια τους να λάμπουν. Πείτε μου τι κακό υπάρχει σ’ αυτό;».


­ Τίποτε νομίζω… Αλλά, δεν μου λέτε… Κάθεστε συχνά έξω απ’ το σινεμά και παρακολουθείτε τι λέει ο κόσμος;


«Μόνο έξω; Αμα έχω χρόνο και μέσα στην αίθουσα μπαίνω! Οχι για να ξαναδώ την ταινία ­ αυτό ­ σας είπα ­ το βαριέμαι αφόρητα. Μπαίνω για να δω τους θεατές! Είναι απίστευτη αυτή η αίσθηση μέσα στην αίθουσα, ξέρετε. Κάθομαι καλά κρυμμένος στο σκοτάδι, λαθρακουστής των πάντων. Δεν θέλω να τους ακούσω να λένε «είναι ωραία τα εφέ»… Θέλω τα εφέ να τους αποπλανήσουν! Να μην τα δουν. Να τα ζήσουν! Και εκεί μαθαίνω αν το πέτυχα. Δεν ξέρουν ποιος είμαι, μου μιλούν ελεύθερα στο διάλειμμα. Στην ταινία ουρλιάζουν, πηδούν απ’ την καρέκλα, χώνονται σ’ αυτήν. Κι εγώ να τους βλέπω… Είναι τόσο υπέροχο…».


­… όσο απαίσιο είναι το αντίθετο, φαντάζομαι! Τυχαίνει ποτέ να ακούτε άσχημα σχόλια;


«Αν τυχαίνει; Τι νομίζετε, πάντα επιτυχημένος ήμουνα; Μια φορά στο Παρίσι μπήκα στην αίθουσα όταν έπαιζε μια ταινία μου, το «Super Mario Brothers», για την οποία δεν είμαι και πολύ περήφανος… Μέγα λάθος! Ηταν τρεις θεατές όλοι κι όλοι και κάθονταν βαριεστημένοι… Ξέρετε τι θα πει να νιώθεις την αποτυχία να σε ρουφάει; Εγώ μετά από αυτό ξέρω!».


­ «Αποτυχία» είναι βαριά κουβέντα. Μια ταινία, φαντάζομαι, δεν την φτιάχνετε μόνο για εμάς, τους θεατές, αλλά και για σας τον ίδιο. Δεν βάζετε μέσα της δικά σας μυστικά σινιάλα; Πράγματα που όλοι οι άλλοι άνθρωποι ποτέ δεν θα παρατηρήσουν;


«Ναι, αλλά δεν έχετε δίκιο. Τα μυστικά μου σινιάλα οι άνθρωποι τα παρατηρούν ­ έστω υποσυνείδητα».


­ Δεν σας καταλαβαίνω. Θα μου εξηγήσετε;


«Βεβαίως. Θα σας πω ένα μικρό μυστικό του «Independence Day» και θα καταλάβετε. Κοιτάξτε το κεφάλι του μικρού εξωγήινου από ψηλά, και ύστερα κοιτάξτε το μικρό διαστημόπλοιο. Εχουν ίδιο σχήμα! Και μπορεί να ακούγεται παράξενο, αλλά αυτό οι άνθρωποι το αντιλαμβάνονται χωρίς να το συνειδητοποιούν. Δεν καταλαβαίνουν γιατί, αλλά τους δημιουργείται μια αίσθηση συνέχειας, μια ενότητα. Είναι ένα δικό μου παιχνίδι μες στην ταινία ­ σαν την υπογραφή του καλλιτέχνη κάτω από τον πίνακα».


­ Ακούγεστε σαν ερωτευμένος με τον «πίνακά» σας ­ ιδιαιτέρως με τους πρωταγωνιστές του, τα άλιεν. Στο τέλος της ταινίας δεν σας απογοήτευσε που οι… δικοί σας, οι εξωγήινοι, χάνουν;


«Πιο πολύ με απογοήτευσε… ή μάλλον με νευρίασε η σκηνή όπου ο αμερικανός πιλότος, αυτός που παίζει ο Γουίλ Σμιθ, βρίσκει τον εξωγήινο ζαλισμένο και του ρίχνει μια μπουνιά στο δόξα πατρί! Εκ των υστέρων έμαθα πως και πολλοί θεατές νευρίασαν με το στιγμιότυπο… Ευτυχώς! Δεν μπορείς να υποβιβάζεις έτσι τον αντίπαλο! Τώρα, όσο για την ήττα μας στο τέλος… Τι να κάνουμε; Ολα για το σενάριο… Αλλωστε, θα υπάρξει και «Ημέρα Ανεξαρτησίας 2″. Εκεί να τους δούμε τους γήινους!».


­ Νομίζω τότε θα είναι η ώρα για μια νέα συνέντευξη, με θέμα την καταστροφή της γης! Αλλά, προς το παρόν, σας ευχαριστώ πολύ, κύριε Τατόπουλε.


«Και εγώ σας ευχαριστώ».