«Πώς ένας διαγωνισμός στα πρότυπα των Ολυμπιακών Αγώνων μπορεί να βραβεύσει την αριστεία στην Τέχνη;» αναρωτιόταν την περασμένη εβδομάδα ο Ράσελ Σμιθ στην καναδική εφημερίδα «The Globe and Mail». Ορμώμενος από τη «γενναία» και «καλοπροαίρετη» – όπως τη χαρακτηρίζει ο ίδιος –πρόταση κάποιου οργανισμού της πατρίδας του να επανέλθει η ιδέα ενός διεθνούς καλλιτεχνικού διαγωνισμού, συνδεδεμένου επίσημα ή βασισμένου, έστω, στο στυλ των Ολυμπιακών Αγώνων, ελπίζοντας, μάλιστα, στην οργάνωσή του στο Μόντρεαλ το 2018, ο αρθρογράφος διατυπώνει μια σειρά προβληματισμούς οι οποίοι προκάλεσαν αίσθηση.
Η αλήθεια είναι ότι, ακόμη και μεταξύ των πλέον φανατικών φίλων των Ολυμπιακών Αγώνων, ελάχιστα γνωστό είναι στις ημέρες μας το γεγονός ότι στις αντίστοιχες διοργανώσεις μεταξύ του 1912-1948, πέρα από τους αθλητές, μετάλλια (χρυσό, ασημένιο, χάλκινο) απονέμονταν και σε καλλιτέχνες. Οι υποψήφιοι, στις κατηγορίες της αρχιτεκτονικής, της λογοτεχνίας, της μουσικής, της ζωγραφικής και της γλυπτικής έπρεπε να εμπνευστούν από τον αθλητισμό, γεγονός το οποίο, όπως επισημαίνει ο Σμιθ, αποτελούσε το πρώτο πρόβλημα, καθώς είναι πραγματικά δύσκολο να επιλέξεις τα ωραιότερα έργα τέχνης στον κόσμο, όταν υπάρχει ο περιορισμός του συγκεκριμένου κριτηρίου. Χαρακτηριστικό είναι ότι ελάχιστοι από τους βραβευμένους με μετάλλια καλλιτέχνες κατόρθωσαν αργότερα να κερδίσουν παγκόσμια αναγνώριση. Εντυπωσιακό είναι πάντως το γεγονός ότι δύο από αυτούς ήταν παράλληλα και ολυμπιακοί αθλητές. Ο λόγος για τον σκοπευτή Γουόλτερ Γουίνανς, έναν ρώσο αριστοκράτη με αμερικανική υπηκοότητα, ο οποίος κέρδισε μετάλλια τόσο στη σκοποβολή όσο και στη γλυπτική, και τον Ούγγρο Αλφρεντ Χάγιος, ο οποίος διακρίθηκε στην κολύμβηση και, χρόνια αργότερα, στην αρχιτεκτονική…
Διαγωνισμός αμφιλεγόμενος


Ο διαγωνισμός ήταν εξαρχής αμφιλεγόμενος, ωστόσο όχι για τους προφανείς λόγους: το γεγονός, δηλαδή, ότι η επιτυχία στην τέχνη δεν είναι μετρήσιμη με βάση κάποιο παγκόσμιο ή μόνιμο επίπεδο. Το θέμα ήταν ότι οι περισσότεροι από τους συμμετέχοντες κέρδιζαν χρήματα από την τέχνη τους. Ηταν επαγγελματίες, και οι Ολυμπιακοί Αγώνες περιορίζονταν στους ερασιτέχνες. Το γεγονός αυτό είχε επιπτώσεις στην ίδια την ποιότητα των έργων. Η συγκεκριμένη διάκριση επαγγελματία – ερασιτέχνη ήταν αυτή η οποία οδήγησε, τελικά, στην κατάργηση των Καλλιτεχνικών Αγώνων μετά την Ολυμπιάδα του 1948. Μέσα από αυτό το πρίσμα, αποφαίνεται ο Σμιθ, η επαναφορά τους μοιάζει τόσο παλιομοδίτικη όσο τα ξεχασμένα ολυμπιακά αγωνίσματα: τα αγωνιστικά περιστέρια, για παράδειγμα, ή τη διελκυστίνδα.
Βεβαίως, η καναδική αναβίωση της ιδέας είναι περισσότερο εξελιγμένη και οι σκοποί της ευρύτεροι: προήλθε από την τηλεοπτική παραγωγό και ειδική στην πολιτιστική διαχείριση Σίλβια Σουίνι, ανιψιά του συνθέτη και πιανίστα της τζαζ Οσκαρ Πέτερσον, η οποία, πέρα από τις παραπάνω ιδιότητές της, είναι επίσης πιανίστρια, έχοντας υπάρξει και μέλος της καναδικής ολυμπιακής ομάδας μπάσκετ του 1976.
Ο σκοπός της εν λόγω πρότασης –για την προβολή της οποίας αξιοποιήθηκαν οι εφετινοί Ολυμπιακοί Αγώνες του Ρίο –είναι η προώθηση της τέχνης και ο εμπλουτισμός της κατανόησης ανάμεσα στις διαφορετικές κουλτούρες. Οι συμμετέχοντες θα πρέπει να έχουν ήδη κερδίσει διεθνείς καλλιτεχνικούς διαγωνισμούς και η Ολυμπιάδα θα είναι τρόπον τινά ένας αγώνας μεταξύ ήδη βραβευμένων. Οι Αγώνες θα διεξάγονται κάθε δύο χρόνια σε μια διαφορετική πόλη κάθε φορά. Οσον αφορά τα κριτήρια για τη φιλοξενία της διοργάνωσης, αυτά περιλαμβάνουν τη «σκηνική ομορφιά για τηλεοπτική μετάδοση ή γύρισμα ντοκιμαντέρ» και την ύπαρξη δυνατής τουριστικής υποδομής. Στους νικητές θα δίδονται χρυσά, αργυρά και χάλκινα μετάλλια (στον χορό, στη μουσική, στο βίντεο, στις εικαστικές τέχνες και στη λογοτεχνία). Ωστόσο, το πώς ακριβώς θα καθορίζεται η αριστεία είναι μάλλον ομιχλώδες στην πρόταση.

«Πώς θα γίνεται αυτό;»
αναρωτιέται ο Σμιθ. «Αυτό είναι το πρόβλημα που αντιμετωπίζει κάθε διαγωνισμός. Δεν ξέρουμε ακριβώς τι είναι η αριστεία. Κάθε επιτροπή περιορίζεται από το προσωπικό γούστο των μελών της και ιδεολογική διάθεση επιβολής. Υπάρχουν μόδες στην τέχνη. Υπάρχει κυβέρνηση, η οποία χρηματοδοτεί και παράλληλα παρακολουθεί τα μηνύματά της. Δεν υπάρχει κάποιο αξιόπιστο μέτρο να τη μετρήσεις…».
Παρότι μια τέτοιου είδους πρωτοβουλία αποσκοπεί (και) στην προώθηση του τουρισμού και την ενίσχυση της οικονομίας, τα ερωτήματα παραμένουν. Στο άρθρο του ο Σμιθ επισημαίνει μια ενδιαφέρουσα παράμετρο: «Στα 1912», γράφει, «όταν η «καλύτερη τέχνη του κόσμου» σήμαινε την τέχνη μιας ευρωπαϊκής παράδοσης, υπήρχε πράγματι η αίσθηση ότι η καλλιτεχνική αριστεία ανταποκρινόταν σε συγκεκριμένους κανόνες, όταν μιλάμε για αυστηρά ορισμένες κατηγορίες. Οι άνθρωποι αναζητούσαν στοιχεία, όπως η αισθητική αρμονία, η ισορροπία στη σύνθεση, η πίστη στην απεικόνιση της ζωής. Αλλα κι αυτή η αίσθηση τρεμόσβηνε. Οι κυβιστές παρουσίαζαν τα έργα τους στην Ευρώπη, οι ντανταϊστές απείχαν μόλις κάνα δυο χρόνια, η τζαζ επρόκειτο σύντομα να εισαχθεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Από εκείνη τη στιγμή και μετά δεν υπήρχε κοινή συμφωνία επάνω στο τι ακριβώς αποτελεί τέχνη».
Στην εποχή μας, είναι αλήθεια, οι συναινέσεις είναι διαφορετικές. Τα μεγάλα διεθνή φεστιβάλ, που στοχεύουν στον υψηλού επιπέδου πολιτιστικό τουρισμό, συνυπάρχουν με την απλή διασκέδαση «Ωστόσο, η αίσθηση πως η διασκέδασή μας έχει επιλεγεί για την αξία της μέσα από το άγχος και την ατέλεια ενός διεθνούς διαγωνισμού λειτουργεί ανακουφιστικά» γράφει ο Σμιθ.
Αριστεία σε σώμα και πνεύμα


Η ιδέα για τη διοργάνωση Αγώνων Τέχνης ανήκει στον βαρόνο Πιερ ντε Κουμπερτέν, ιδρυτή της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής και «πατέρα» των σύγχρονων Ολυμπιακών που ξεκίνησαν το 1896, ο οποίος θεωρούσε ότι ο αθλητισμός και οι τέχνες ήταν δυο «κρίκοι» αναπόσπαστα συνδεδεμένοι. «Ανατράφηκε και εκπαιδεύτηκε με τα κλασικά ιδεώδη, και τον εντυπωσίαζε ιδιαίτερα η ιδέα του αληθινού, του ολοκληρωμένου ολυμπιονίκη, του ανθρώπου δηλαδή που δεν ήταν μόνο αθλητικός αλλά παράλληλα εκπαιδευμένος στη μουσική και στη λογοτεχνία» δήλωνε στο περιοδικό «Smithsonian» ο Ρίτσαρντ Στάντον, συγγραφέας του βιβλίου «Οι ξεχασμένοι Ολυμπιακοί Αγώνες της Τέχνης». «Αισθανόταν», συνέχιζε ο ίδιος, «ότι η αναβίωση της διοργάνωσης στη σύγχρονη εποχή θα ήταν ατελής χωρίς την προσθήκη της πτυχής της τέχνης».
Ωστόσο, το εγχείρημα συνάντησε προσκόμματα και μπόρεσε να πάρει σάρκα και οστά μόλις το 1912, στους θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες της Στοκχόλμης, παρ’ όλο που ο αριθμός των συμμετεχόντων ήταν απογοητευτικός καθώς δεν υπερέβησαν τους 35, μεταξύ αυτών και ο ίδιος ο βαρόνος, ο οποίος έλαβε μέρος με ψευδώνυμο, προκειμένου να ενισχύσει την πρωτοβουλία του. Κι όμως, χρυσά μετάλλια απονεμήθηκαν και στις πέντε κατηγορίες… Λίγοι ήταν και οι συμμετέχοντες στους πρώτους μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο Αγώνες που έγιναν στο τραυματισμένο Βέλγιο. Η κατάσταση άλλαξε στους θερινούς Αγώνες του 1924 στο Παρίσι, όπου έλαβαν μέρος 193 καλλιτέχνες. Αξιοσημείωτο είναι μάλιστα ότι συμμετείχαν και τρεις Σοβιετικοί, παρ’ όλο που η χώρα τους απείχε επισήμως από τους Ολυμπιακούς, θεωρώντας τους διοργάνωση της «μπουρζουαζίας».
Η ανοδική πορεία συνεχίστηκε στους Ολυμπιακούς του Αμστερνταμ το 1928, όπου εκτέθηκαν 1.100 έργα στο Δημοτικό Μουσείο. Χαρακτηριστικό της συγκεκριμένης διοργάνωσης ήταν ότι στους καλλιτέχνες επιτράπηκε να πουλήσουν τα έργα τους στο τέλος της έκθεσης, το οποίο ήταν αμφιλεγόμενο σε σχέση με την πολιτική της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, η οποία απαιτούσε όλοι οι συμμετέχοντες να είναι ερασιτέχνες.
Λόγω των εξελίξεων στην οικονομία, οι συμμετοχή στους αθλητικούς αγώνες του Λος Αντζελες του 1932 ήταν πιο μικρή σε σχέση με αυτούς του 1928. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη όμως με τους καλλιτέχνες όπου η συμμετοχή παρέμεινε σταθερή. Περίπου 400.000 άνθρωποι επισκέφθηκαν το Μουσείο Ιστορίας, Επιστήμης και Τέχνης της πόλης, προκειμένου να δουν τα έργα που συμμετείχαν στον διαγωνισμό. Οταν οι Ολυμπιακοί Αγώνες επέστρεψαν μετά την παύση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι καλλιτεχνικοί διαγωνισμοί αντιμετώπισαν καινούργιο πρόβλημα: την εμμονή του νέου προέδρου της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής στον απόλυτο ερασιτεχνισμό. «Ο αμερικανός Εϊβερι Μπραντέιτζ ήταν απόλυτος υποστηρικτής των ερασιτεχνικών αθλητικών αγώνων» λέει και πάλι ο Στάντον. «Ηθελε τους Ολυμπιακούς απολύτως αγνούς, απαλλαγμένους από το «βάρος» των χρημάτων. Καθώς οι καλλιτέχνες βασίζονταν στην πώληση των έργων τους προκειμένου να ζήσουν, και επειδή η κατάκτηση ενός ολυμπιακού μεταλλίου μπορούσε να λειτουργήσει ως διαφήμιση για την ποιότητα της δουλειάς ενός καλλιτέχνη, ο Μπραντέιτζ έθεσε στο στόχαστρο τους Αγώνες Τέχνης. Παρ’ όλο που ο ίδιος είχε συμμετάσχει σε αυτούς στην κατηγορία της λογοτεχνίας και είχε αποσπάσει εύφημο μνεία, ηγήθηκε της καμπάνιας εναντίον τους».
Από τη χρονιά αυτή και μετέπειτα, οι Αγώνες αντικαταστάθηκαν από μια μη διαγωνιστικού χαρακτήρα έκθεση στη διάρκεια των Ολυμπιακών, η οποία έμελλε να οδηγήσει στις κατοπινές Πολιτιστικές Ολυμπιάδες. Ενα από τα τελευταία μετάλλια που απονεμήθηκαν πριν από την κατάργηση των Αγώνων ήταν αυτό του Βρετανού Τζον Κόπλεϊ, ο οποίος κατέκτησε το ασημένιο για το χαρακτικό του «Παίκτες του πόλο» το 1948. Ηταν τότε 73 ετών και αν η νίκη του μετρούσε ακόμη, θα εθεωρείτο ο μεγαλύτερος σε ηλικία ολυμπιονίκης. Ωστόσο, και τα 151 μετάλλια που απονεμήθηκαν στους Αγώνες Τέχνης απαλείφθηκαν επισήμως από τα ολυμπιακά ρεκόρ και δεν μετρούν πλέον στη συλλογή κάθε χώρας…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ