Η Λένα Παπαληγούρα εξελίσσεται διαρκώς. Μεταμορφώνεται από ρόλο σε ρόλο, από παράσταση σε παράσταση, σαν να διαθέτει κάτι από τη στόφα των παλαιών ηθοποιών που έπαιζαν σε πολλές παραγωγές κάθε σεζόν. Ρομαντικής όψης, αστικής καταγωγής, μεγάλωσε σε ένα πολιτικό σπίτι καλλιεργημένων ανθρώπων που σίγουρα την καθόρισε. Δουλευταρού και πειθαρχημένη, με το βραβείο «Μελίνα Μερκούρη» στις αποσκευές, η 31χρονη ηθοποιός διαγράφει τη δική της πορεία με τον δικό της συνδυασμό ενθουσιασμού και μέτρου.
Εφέτος η χρονιά της περιλαμβάνει τέσσερις παραστάσεις –εκ των οποίων οι δύο είναι επαναλήψεις. Ηδη ξεκίνησε με την «Κατερίνα» του Αύγουστου Κορτώ σε σκηνοθεσία Δημήτρη Νανούρη στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα. Θα συνεχίσει με τον «Μικρό Πρίγκιπα» του Αντουάν Ντε Σεντ Εξιπερί στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά (πρεμιέρα την Τετάρτη). Θα ακολουθήσει για δεύτερη χρονιά ο Τσέχοφ με τις «Τρεις Αδερφές», όπου ερμηνεύει την Ειρήνη, σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Τάρλοου (θέατρο Πορεία, από 26/10). Τέλος, από τις 21 Ιανουαρίου θα ανήκει στον θίασο της κωμωδίας «Οι Τρειςευτυχισμένοι» του Λαμπίς, με τους ρόλους της Πετούνια και της Λίσμπετ (θέατρο Πορεία), σε σκηνοθεσία του Γιάννη Χουβαρδά.
Αλήθεια, κυρία Παπαληγούρα, ήταν αγαπημένο σας παραμύθι ο «Μικρός Πρίγκιπας»;
«Ναι, αλλά δεν είχα φανταστεί ποτέ τον εαυτό μου να κάνει τον Μικρό Πρίγκιπα. Νομίζω ότι ήρθε για να μου δώσει λίγη αισιοδοξία, καθώς μου ξυπνάει κάποιες δικές μου αθώες πλευρές. Αγαπημένο παραμύθι ήταν «Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων», γιατί όταν ήμουν πέντε χρόνων έπεσα σε ένα πηγάδι –κάτι που με σημάδεψε. Τώρα βρίσκω πηγάδι και στον Πρίγκιπα. Και τα δύο είναι παραμύθια με ταξίδια και διαδρομές. Οπως κάθε ρόλος».
Σας αρέσουν τα παραμύθια;
«Με αγγίζουν πολύ και θέλω να πιστεύω σε αυτά. Δεν ξέρω αν χωράνε στη ζωή μας αλλά τα έχουμε ανάγκη. Αυτό το παραμύθι μαλακώνει την ψυχή μου. Δρα σχεδόν θεραπευτικά. Γενικότερα είναι έτσι φτιαγμένα ώστε να φέρνουν τα παιδιά σε επαφή με την πραγματικότητα, σαν μια παραβολή για την ενήλικη ζωή τους. Γιατί ως ενήλικοι, τα αντικαθιστούμε με τις φαντασιώσεις. Και ίσως έτσι γίνεσαι πιο ευαίσθητος για να μπορείς να αντέχεις όσα ζεις. Είναι ένας τρόπος να διατηρούμε κάτι αθώο, σαν μια άσκηση για καλοσύνη».
Η παράσταση είναι για μεγάλους και παιδιά;
«Ξέρετε, έχει ενδιαφέρον ο τρόπος που δουλεύει ο σκηνοθέτης, ο Δημήτρης Μπογδάνος, πάνω σ’ αυτό. Ενέταξε επιστολές του Σεντ Εξιπερί και άλλα στοιχεία, κι αυτό κάνει την παράσταση πιο ενήλικη. Είχε μια πολυτάραχη ζωή ο συγγραφέας. Και ναι, είναι για όλες τις ηλικίες. Ο καθένας μπορεί να ακουμπήσει την ψυχή του και να βρει πράγματα. Μεγαλύτερη, ίσως ταυτίζομαι περισσότερο με τον πιλότο».
Πώς εξηγείτε την επιτυχία της «Κατερίνας»;
«Η «Κατερίνα» είχε πολλή ψυχή. Ξεκίνησε σαν αναλόγιο και τίποτε άλλο. Νομίζω ότι ο τρόπος επικοινωνίας μας πήγε από μόνος του, στον αυτόματο. Καμία άλλη σκέψη δεν μεσολάβησε, ούτε φυσικά καμία πρόθεση επιτυχίας».
Πρόκειται όμως για μια πραγματική, προσωπική ιστορία…
«Γι’ αυτό κι εμείς ανοίξαμε απέναντι στο κείμενο. Είναι μια πράξη γενναιοδωρίας του Αύγουστου Κορτώ και που το έγραψε και που μας το έδωσε. Πάρτε τη ζωή μου και κάντε την όπως θέλετε, μας είπε. Κι εμείς τη σεβαστήκαμε. Ομολογώ ότι είχα μεγάλη αγωνία να αρέσει στον Αύγουστο. Για μένα αυτός ήταν ο θεατής».
Απολαμβάνετε τις παραστάσεις ή προτιμάτε τις πρόβες;
«Οσο περνάει ο καιρός συνειδητοποιώ ότι έχει αρχίσει να με αφορά πιο πολύ η διαδικασία παρά το αποτέλεσμα. Κι αυτό μου ενισχύει τη διαδικασία και μου αφαιρεί την αγωνία του αποτελέσματος, την αποδοχή της παράστασης. Φυσικά και μου αρέσει και η ίδια η παράσταση. Είναι όμως σημαντικό να έχει μπει η σωστή διαδρομή στις πρόβες. Η παράσταση είναι σαν να βουτάς στη θάλασσα. Πρώτα όμως έχεις χαράξει την πορεία σου και μετά κολυμπάς. Στις πρόβες το πνίξιμο είναι πιο πιθανό, αλλά είσαι λιγότερο εκτεθειμένος».
Παράλληλα ξεκινούν και πάλι οι «Τρεις Αδερφές»…
«Ηταν μια ευτυχής συνάντηση με όλους και κυρίως με τις αδερφές. Ο τρόπος που δουλέψαμε με τον Τάρλοου ήταν βαθύς και αποκαλυπτικός για τον καθένα μας. Ο Τσέχοφ άλλωστε είναι ένας αγαπημένος συγγραφέας. Μπήκαμε σε πολύ βάθος, με προσωπική έκθεση στη διαδικασία. Την αγάπησα πολύ αυτή την παράσταση».
Και η σεζόν κλείνει με μια κωμωδία…
«Είναι οι «Τρειςευτυχισμένοι» που σκηνοθετεί ο Γιάννης Χουβαρδάς, μια φαρσοκωμωδία που διαβάζεις και γελάς. Χαίρομαι που γίνεται στο Πορεία, όπου είναι και οι «Τρεις Αδερφές». Είναι ένα θέατρο που φροντίζει τους ανθρώπους του, κι αυτό είναι πολύ σημαντικό».
Πιστεύετε ότι ο ηθοποιός οφείλει να έχει δημόσιο λόγο;
«Δεν υπάρχουν γενικεύσεις. Αλλοι ηθοποιοί από ιδιοσυγκρασία θέλουν και μπορούν να έχουν λόγο και παρέμβαση στα κοινά. Αλλοι έχουν γνώμη για όλα, κάτι με το οποίο διαφωνώ. Κι άλλοι κάνουν τον αγώνα με τη δουλειά τους. Ειδικά σε μια εποχή όπως αυτή, ο καθένας κάνει ό,τι μπορεί. Κι εγώ κάνω κάτι ανάλογο».
Ποιος είναι ο δικός σας τρόπος;
«Μου αρέσει ο χώρος που δίνει το θέατρο στους κατατρεγμένους, στους ανθρώπους που δεν έχουν φωνή, και θέλω να τους υπηρετώ με σεβασμό. Βρίσκω πολύ συγκινητικό ότι δίνουν τον πρώτο ρόλο στους κατατρεγμένους της ζωής, και σκέφτομαι μια ηρωίδα όπως η Μπλανς Ντιμπουά. Γιατί μπορεί έτσι να μετατοπιστεί λίγο ο κόσμος και να καταλάβει κάτι από τη δουλειά που έχω κάνει κι εγώ σε αυτή την κατεύθυνση».
Δράμα ή κωμωδία;
«Μου αρέσει να αναζητώ στο δράμα τα κωμικά στοιχεία και στην κωμωδία τις ρωγμές. Χαίρομαι που φέτος κάνω κωμωδία, το ήθελα πολύ».
Η εμφάνιση καθορίζει τις προτάσεις που δέχεστε ή τις επιλογές που κάνετε;
«Με θεωρούσαν ρομαντικό κορίτσι λόγω του παρουσιαστικού μου, και ίσως αυτή η κόντρα να με οδήγησε στο θέατρο. Βρίσκω ενδιαφέρον να με χρησιμοποιεί ένας σκηνοθέτης εκεί που ταιριάζει η όψη μου αλλά και εκεί που δεν ταιριάζει. Εκανα μια ξένη ταινία (σ.σ.: «Nocturne») στην οποία ο σκηνοθέτης με διάλεξε γιατί αν και η ηρωίδα είναι άστεγη κι έχει κάνει έγκλημα, την ήθελε με αγγελικό πρόσωπο. Αν λοιπόν δουλέψεις στην κόντρα, κάτι θα βγάλει».
Πώς βιώνετε το σήμερα;
«Είμαι αρκετά ρεαλίστρια και αρκετά απαισιόδοξη ως προς το σήμερα. Εξαιτίας της δουλειάς μου διατηρώ ένα κομμάτι της φαντασίας μου ζωντανό κι αυτό μού κρατάει την ελπίδα. Δεν νομίζω ότι σήμερα υπάρχει άνθρωπος που περπατάει στην Αθήνα και είναι αισιόδοξος».
Τι δεν σας αρέσει γύρω σας;
«Η αδικία, ο ρατσισμός, η φτώχεια, ο θυμός, η βρωμιά».
Πιστεύετε ότι η γενιά σας μοιράζεται τις σκέψεις σας ή οι σημερινοί τριαντάρηδες νιώθουν αδικημένοι;
«Οντως κάποιοι νιώθουν αδικημένοι –είναι μια γενιά που και αδικημένη είναι και φοβισμένη. Προσωπικά στο θέατρο βλέπω ανθρώπους που είναι πολύ μαζί, που στηρίζουν ο ένας τον άλλον, που χαίρονται με την επιτυχία των άλλων, κάτι που δεν συνέβαινε παλαιότερα. Σήμερα είμαστε πιο όλοι μαζί, πιο παρέα. Αν είσαι φοβισμένος, η εποχή σε φοβίζει κι άλλο. Αλλωστε πέρασε η εποχή που όλα ήταν, ή έμοιαζαν, ευκολότερα».

«Ζω και το παλεύω εδώ»

Μεγαλώσατε μέσα σε ένα πολιτικό σπίτι. Τι κρατάτε από την πολιτική; Τι σας έμαθε για το θέατρο;

«Από το πολιτικό κομμάτι έχω κρατήσει την ανάγκη να ενημερώνομαι, αλλά δεν ξέρω και πάλι αν θα διέφερα αλλιώς. Ομολογώ ότι δεν ξέρω πού έχει περάσει το κομμάτι της πολιτικής. Ισως έχει να κάνει και με τον πατέρα μου που δεν έφερνε την πολιτική στο σπίτι. Περισσότερο με έχει επηρεάσει ο χαρακτήρας του παρά η επαγγελματική του ιδιότητα. Εχω όμως επηρεαστεί από τον τρόπο που μεγάλωσα: με πειθαρχία, όρια, κανόνες, κι αυτό δεν είχε να κάνει με την πολιτική».
Πώς βλέπετε τον εαυτό σας στο μέλλον;
«Θα ήθελα να κάνω οικογένεια, να συνεχίσω να αντλώ ικανοποίηση από τη δουλειά μου και να μη χάσω ούτε το ενδιαφέρον ούτε το κίνητρο. Θα ήθελα συνεργασίες, κείμενα, ρόλους. Και κάτι καλύτερο για τη χώρα μου. Δεν μπορείς να ονειρεύεσαι το μέλλον σου έξω από τη χώρα σου».
Δεν θα θέλατε να φύγετε και να δουλέψετε στο εξωτερικό;
«Νομίζω ότι είναι σχεδόν απραγματοποίητο για έναν ηθοποιό να δουλέψει στο εξωτερικό, ειδικά σε άλλη γλώσσα. Αυτό που θα ήθελα θα ήταν να βρισκόμουν κάποια στιγμή στο γύρισμα μιας μεγάλης ξένης παραγωγής. Φέτος που έκανα αυτή την ξένη ταινία, το «Νocturne», ομολογώ πως ήταν μια ωραία εμπειρία να παίζεις με ξένους ηθοποιούς όπως ο Οουεν Τιλ από το «Game of Thrones». Αλλά αυτή τη στιγμή δεν θα ήθελα να φύγω. Ζω και το παλεύω εδώ».
Τέσσερις παραστάσεις σε μια χρονιά σημαίνει επιτυχία;
«Κάνω μια δουλειά συνυφασμένη με την ανασφάλεια, οπότε ποτέ δεν λέω «ΟΚ, πέτυχα». Aλλά όταν χτυπάει το τηλέφωνο και με καλεί κάποιος που ως τότε θαύμαζα και παρακολουθούσα, νιώθω ικανοποίηση για τη συνεργασία, γιατί ξέρω ότι θα μετακινηθώ λίγο, θα ανοίξει κάτι, θα μάθω κάτι καινούργιο. Οπως τώρα, που στην παρούσα στιγμή η «Κατερίνα» πηγαίνει τόσο καλά. Αλλά θέλει πολλή δουλειά, γιατί δεν πρέπει να ξεχνάω ότι σήμερα είσαι και αύριο δεν είσαι. Να, αυτό είναι κάτι που μου έμαθε η πολιτική».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ