Το σκάνδαλο ήταν προμελετημένο. Η Βάλι Εξπόρτ μπήκε σε ένα σινεμά στο Μόναχο, κάθισε απέναντι από το ανδρικό κυρίως κοινό, άνοιξε τα πόδια και επέδειξε το αιδοίο της που ξεπρόβαλε ολόγυμνο από μια σχισμή στο παντελόνι της. «Μπορείτε τώρα να δείτε ζωντανά εκείνο που βλέπετε μόνο σε ταινίες» τους είπε. Λίγο αργότερα το σινεμά είχε αδειάσει εντελώς. Οι ηδονοβλεψίες το είχαν βάλει στα πόδια. Σε αντίθεση με το εικονικό, το πραγματικό αντικείμενο του πόθου τους, τους είχε προκαλέσει πανικό.

«Ηθελα να δείξω ότι η πορνογραφία είναι η άλλη όψη της σεμνοτυφίας
» εξηγούσε κατόπιν η ίδια. «Στην καθημερινή τους ζωή, πολλοί συντηρητικοί πολίτες μένουν υποταγμένοι στα κοινωνικά ταμπού και στις κρατικές απαγορεύσεις».
Το ημερολόγιο έδειχνε Απρίλιο του 1969, όταν η σεξουαλική επανάσταση, που ξεκίνησε έναν χρόνο νωρίτερα, περιοριζόταν ακόμη στην αριστερή νεολαία. Σκάνδαλα όμως, όπως εκείνο της τότε 29χρονης αυστριακής σκηνοθέτριας, που ανήκε ήδη τότε στα αστέρια της ευρωπαϊκής καλλιτεχνικής πρωτοπορίας, την επιτάχυναν συνεχώς. Ηδη στα μέσα της δεκαετίας του ’70 η σεξουαλική χειραφέτηση είχε διαχυθεί σε μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Το ένα ταμπού έπεφτε μετά το άλλο. Το σεξ πριν από τον γάμο, η ζωή σε κοινόβια και η σύναψη δύο, τριών ή και περισσότερων ερωτικών δεσμών ταυτόχρονα, είχαν γίνει, δίπλα στις παραδοσιακές σχέσεις, αυτονόητα φαινόμενα στη Γερμανία και στην Αυστρία.
Η σεξουαλικότητα δεν αλλάζει βέβαια μόνο μέσω πολιτιστικών επαναστάσεων. Η αλλαγή της συμβαίνει καθημερινά, σε συνάρτηση με την τροποποίηση των άλλων μορφών ζωής στη μοντέρνα πόλη. Η τελευταία είναι το γνήσιο ορμητήριό της, επειδή δίνει στους κατοίκους της ελευθερία κινήσεων, ανωνυμία, εχεμύθεια, καθώς και τα μέσα για την εκπλήρωση των πιο «ανώμαλων» επιθυμιών τους. Παράλληλα τους απαλλάσσει από τη στενή παρακολούθηση του γείτονα και του αστυνόμου, αν και τελικά επιβάλλει νέες μορφές επιτήρησης και καταναγκασμού. Η επαρχία παραμένει στάσιμη και αμέτοχη σε όλα αυτά, ή ακολουθεί δεύτερη και καταϊδρωμένη τις αστικές εξελίξεις.
Σε καμία άλλη πόλη της νεότερης εποχής οι εξελίξεις αυτές δεν πήραν τόσο έντονη και καθαρή μορφή όσο στη Βιέννη του fin de siècle, που σημαδεύει το πέρασμα από τον δέκατο ένατο στον εικοστό αιώνα. Ηταν, όπως δείχνει η έκθεση «Σεξ στη Βιέννη, ηδονή, έλεγχος, ανυπακοή» στο Wien Museum, η χρυσή εποχή της ίδρυσης των επιστημών του ερωτικού ανθρώπου, με επικεφαλής τη σεξολογία του Ρίχαρντ φον Κραφτ-Εμπινγκ και την ψυχανάλυση του Σίγκμουντ Φρόιντ. Ο πρώτος ταξινόμησε τις διάφορες μορφές σεξουαλικής πρακτικής, ο δεύτερος φώτισε τα ελατήρια και τις επιπτώσεις τους. Και όλα αυτά με καινοφανείς έννοιες, όπως η «ομοφυλοφιλία» (από τον συγγραφέα Καρλ Μαρία Κέρτμπενι), ή το «λίμπιντο» (Φρόιντ), που ήταν υποταγμένες στην αντίληψη ότι η «σεξουαλικότητα» (επίσης νεοπαγής όρος) αποτελεί τη σημαντικότερη κινητήρια δύναμη της ατομικής και κοινωνικής ζωής.
Η έκθεση ντοκουμεντάρει με φωτογραφίες, βίντεο και φιλμ (συχνά γυρισμένα μέσα από την κλειδαρότρυπα) όλη την παλέτα του σαρκικού έρωτα –από τον «έρωτα από την πρώτη ματιά» έως τη «στιγμή μετά». «Τη στήσαμε με κέφι, που θέλουμε να μεταφέρουμε και στους επισκέπτες» λέει η επιμελήτρια της έκθεσης Φράουκε Κρόιτλερ. Μόνο που η μεταφορά είναι δύσκολη, δεδομένου ότι τα περισσότερα εκθέματα (με εξαίρεση εκείνα των τελευταίων δεκαετιών) είναι φιλτραρισμένα από την «ανδρική ματιά» –είτε επειδή είναι φτιαγμένα από άνδρες είτε επειδή υποτάσσονται στις ορέξεις τους. Αυτό γίνεται φανερό ήδη στην είσοδο της έκθεσης, όπου στέκεται ένα ογκώδες πλακάτ με δεκάδες γυναικείους πρωκτούς από διάφορες εποχές –θέαμα που διεγείρει προφανώς διαχρονικά τον ανδρικό πόθο.
Ενας από τους άξονες της έκθεσης είναι η σεξουαλική πολιτική του μοντέρνου κράτους στο πλαίσιο της βιοπολιτικής, της κρατικής διαχείρισης του ανθρώπινου σώματος. Αυτή αλλάζει φυσικά από εποχή σε εποχή. Ετσι ενώ τον δέκατο ένατο αιώνα έδινε το βάρος στις απαγορεύσεις (των προγαμιαίων σχέσεων, της μοιχείας, της ομοφυλοφιλίας κ.λπ.), μεταπολεμικά αλλάζει βαθμιαία ρότα και προτάσσει την εθελούσια τήρηση των επιταγών, που υπαγορεύει «η τελευταία λέξη» της επιστήμης. «Το πρόβλημα είναι ότι η επιστήμη δεν είναι συχνά στο ύψος της, αλλά υπηρετεί ιδεολογίες και προκαταλήψεις» λέει η κυρία Κρόιτλερ. Παράδειγμα, προσθέτει, η στάση των περισσότερων γιατρών έναντι της ομοφυλοφιλίας, που μέχρι πρότινος τη θεωρούσαν «παρά φύση απόκλιση» της σεξουαλικότητας –κάτι, που κατά τη γνώμη τους, σφράγιζε και τη συνολική προσωπικότητα των ομοφυλοφίλων. Ακόμη και ο Φρόιντ πίστευε σε αυτό, έως ότου στο τέλος της ζωής του άλλαξε ριζικά άποψη. Η μεγάλη στροφή συντελέστηκε όμως στα μέσα της δεκαετίας του ’70 χάρη στον γάλλο κοινωνιολόγο Μισέλ Φουκό, ο οποίος έδειξε πειστικά ότι η αναπαραγωγή αποτελεί μόνο μια πλευρά της ανθρώπινης σεξουαλικότητας και ότι η ομοφυλοφιλία δεν είναι αρρώστια, ή κάποια απόκλιση από την «κανονικότητα», αλλά «μια μορφή σεξουαλικότητας όπως όλες οι άλλες». Αυτό είχε ως συνέπεια την παύση της κρατικής δίωξης των ομοφυλοφίλων σε πολλά δυτικά κράτη και τη βαθμιαία νομική εξίσωσή τους με τους ετεροφυλόφιλους.
Το σεξ είναι και μια μορφή απασχόλησης όπως όλες οι άλλες, υποστηρίζουν επιπλέον οι διοργανωτές. «Σεξ = εργασία» είναι η εξίσωση που φαντάζει σε ένα πλακάτ στο τμήμα της έκθεσης για τους οίκους ανοχής. Με αυτό θέλουν να τονίσουν τα δικαιώματα των «εργατριών του σεξ» και να συμβάλουν στην πλήρη αποποινικοποίηση της δραστηριότητάς τους. Αγια πρόθεση: Εκείνο που παραβλέπουν όμως είναι ότι το σώμα (όπως και η γνώμη) αποτελεί αξία ανθρωπολογικού χαρακτήρα, που δεν επιτρέπεται να πωλείται ποτέ και με τίποτα και ότι η υπαγωγή της σε απλή «εργασία» τους απαλλάσσει από την υποχρέωση να υπερασπιστούν στο ακέραιο την ανθρώπινη υπόσταση των ιεροδούλων.
«Από τη μονογαμία στην polyamorie» –τον δεσμό με πολλούς εταίρους: Η σεξουαλική ζωή προχωρεί, σύμφωνα με τον κατάλογο της έκθεσης, και στη Βιέννη του εικοστού πρώτου αιώνα. Η εξέλιξη αυτή δεν είναι μεν εντελώς καινούργια, δείχνει όμως στην πράξη ότι η σεξουαλικότητα της πόλης δεν έχει φραγμό. Σεξ ανίκατε μάχαν: τίποτε δεν το πτοεί, τίποτε δεν το λυγίζει. Και κανένα κράτος δεν μπορεί να μετατρέψει σε νομική διαστροφή και ανωμαλία εκείνο που, κατά τον Φρόιντ, είναι εκ φύσεως «πολυμόρφως ανώμαλο».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ