Το κείμενο μιας παράστασης που δόθηκε στη διάρκεια της Κατοχής


με πρωταγωνιστή τον λαϊκό μας ήρωα


Πρόσωπα: Καραγκιόζης – Μπαρμπα-Γιώργος – Σταυράκης – Νώντας – Σιορ-Διονύσιος – Χατζηαβάτης – Δημοσιογράφος.


Η σκηνή στο αλβανικό μέτωπο, όπου βρίσκονται οι ανωτέρω.


Σκηνή 1η


Μπαρμπα-Γιώργος – Σταυράκης – Νώντας – Σιορ-Διονύσιος και Χατζηαβάτης.


Σταυράκης: Αδερφάκι, πού να ‘ναι αυτός ο μάπας ο Καραγκιοζάκης;


Χατζηαβάτης: Πού θέλεις να ‘ναι; Θα χώθηκε στις γραμμές των Ιταλών πάλι για να σεργιανίση λίγο και…


Διονύσιος: Μωρέ ψυχούλα μου, απορώ μ’ αυτό το τελώνιο τση κολάσεως, πώς χώνεται μέσ’ τσου όλμους, τα κανόνια και δεν τον μέλλει τίποτσι…


Μπαρμπα-Γιώργος (θυμωμένος): Τι σκιάζεσαι συ, ωρέ καπιλαδάτε;… Αφτε το ρε του πιδί να πάη ούθε θέλει…


Διονύσιος: Οσκε, σιορ-Γιώργο μου, δεν σκιάζουμαι, αλλά γιατί να πάη χαμένος τζάμπα;


Μπαρμπα-Γιώργος: Τι θα πη ωρέ τζάμπα και τζάμπα; Ιέτσι είν’ ου πόλεμους ζουλάπ’… Αμα σκιάζισ’ σε βρίσκει πιο γλήγουρα το βόλ’…


Χατζηαβάτης: Αυτός δεν έχει ανάγκη. Τον φυλάει η Παναγία, παιδί μου.


Σταυράκης: Αστειεύεσαι, αδερφάκι; Αυτόνε θα φυλάξουνε οι άγιοι;


Μπαρμπα-Γιώργος (θυμώνοντας): Γιατί, ωρέ έρμου; Γιατί;…


Σταυράκης: Γιατί, αδερφάκι Γιωργάκο, δεν τα πάει καλά με κανένα, ο σινάπιας…


Μπαρμπα-Γιώργος: Λαθεύγεσαι, Σταυράκη… Ο Καραγκιόζης είν’ καλό πιδί. Κάνει το καθήκον του και τον φυλάει ο Θιός, όπους κι ούλους μας.


Διονύσιος: Μωρέ, ακούς, ψυχούλα μου, που τις προάλλες πήγε και τσου πήρε ούλες τσι προμήθειες και τσου άφησε νήστεις;


Νώντας (γελώντας): Κι ύστερ’ οι χαλβάδες κάνουν και τους τάχατες;


Μπαρμπα-Γιώργος: Ιαρκετά… Να τελειώνη η ψιλοκουβέντα… Σύρτε να φυλάξετε ‘κεί ίσα κατ’ Σταυράκη και Νώντα. (Υπακούουν στη διαταγή του Μπαρμπα-Γιώργου).


Σταυράκης: Αδερφάκι Γιωργάκο… έρχεται ο Καραγκιοζάκης…


Νώντας: Ρε το μάπα, κάτι φέρνει μαζί του…


Σκηνή 2η


Μπαρμπα-Γιώργος – Σιορ-Διονύσιος – Χατζηαβάτης – Καραγκιόζης.


Καραγκιόζης (παρουσιάζεται κρατώντας στο χέρι μια βαλίτσα): Γεια σας…


Μπαρμπα-Γιώργος: Ωρέ, να ‘το τ’ αλεποτόμαρ’… Τ’ είν’ κειο που φέρνει;


Διονύσιος: Ω, ψυχούλα μου, μια βαλίτσα σούρνει, το ατσιδένιο μούτρο.


Καραγκιόζης (φθάνοντας): Μεγάλη δουλειά, αδέρφια… Χώθηκα στο επιτελείο του Καμπαλλέρου κι άρπαξα τα έγγραφα του νέου αρχιστρατήγου.


Μπαρμπα-Γιώργος (με θαυμασμόν): Τι λιες, ρε ανιψούδ’; Εκαμις τέτοιου κατόρθουμα; Γι’ άνοιξ’ τη βαλίτσα να ιδώ; Τ’ είν’ κεια τα άγραφα που κρέν’ς;


Καραγκιόζης (με στόμφο): Και βέβαια θα την ανοίξω, μπαρμπούλη μου… Θα μάθουμε ούλα τα μυστικά τους και θα τους κάμουμε μεγάλο κακό. (Ανοίγει τη βαλίτσα και βγάζει κάποιο αντικείμενο). Τ’ είν’ αυτό;


Χατζηαβάτης: Θα είναι κανένα νέο όπλο, ματάκια μου.


Μπαρμπα-Γιώργος: Τι νέο όπλ’ κρέν’ς, ρε Χατζιατζάρ;… Δεν το γλιέπ’ς που είν’ αυτούνο που ξύνουν τα μούτρ’;…


Καραγκιόζης: Αει στην οργή!… Καλά λέει ο Μπαρμπα-Γιώργος… Μηχανή του ξυρίσματος είναι… (Κοιτάζει στη βαλίτσα). Τι άλλο βρίσκεται ‘δώ μέσα; (Με έκπληξη). Κοίτα… κοίτα… Κάτι μπουκαλάκια…. κάτι κουτάκια… κάτι κραγιονάκια… Πφ!


Διονύσιος: Ω συμφορέλια μου… Καλλυντικά έχουνε μέσα οι άλαλοι.


Χατζηαβάτης: Ναι, ματάκια μου. Πουδρίτσες… κοκκινάδια… μυρουδιές…


Καραγκιόζης (κτυπώντας το κεφάλι του): Μωρέ δουλειά που την έπαθα. Σκοτώθηκα ώσπου νάμπω στο γραφείο του επιτελείου τους. Επαιξα τη ζωή μου τέρτσα-τίρο (ειρωνικά): πέντε χιλιάδες σφαίρες μου ρίξανε (γελώντας), ως και τανκς αμολύσανε απάνω. Μα πού; Εγώ είμαι… αλεξίσφαιρος. Καλά το λέω σιορ-Νιόνιο;


Σιορ-Νιόνιος: Καλά, τζόγια μου…


Καραγκιόζης: Μηδέν λοιπόν η επιχείρηση. Κι εγώ νόμιζα ότι θάβρω τα νέα σχέδια της… οπισθοχωρήσεως του Καμπαλλέρου… Κρίμα!!


Σκηνή 3η


Οι άνω και Σταυράκης


Σταυράκης (από το βάθος): Μπανίζετε ρε και καμιά στάλα… Κάποιος έρχεται… (δυνατότερα): Το νου σας ρε, γιατί έχει μεγάλο τουπέ…


Καραγκιόζης (κοιτάζοντας προς το βάθος): Ω! Ω!… Ο Εγγλέζος ο δημοσιογράφος έρχεται.


Μπαρμπα-Γιώργος: Ο Τρεμπιένας ωρέ;


Καραγκιόζης: Ναι, μπαρμπούλη μου…


Χατζηαβάτης: Μωρέ επιτυχία… Κι ήθελα να γνωρίσω ένα Εγγλέζο δημοσιογράφο.


Διονύσιος: Ακούς, ψυχούλα μου!… Ακούς μόδα… Αντί να κάθουνται στα γραφεία τους αυτούνοι και να μας φουρνίρουν ανταπόκρισι από το μέτωπον, κιντυνεύουν τζόγια μου στη γραμμή του πυρός!!…


Σκηνή 4η


Οι άνω και ο Αγγλος δημοσιογράφος


Καραγκιόζης (προς τον Αγγλον): Γκουτ μόρνινγκ σερ. Αϊντου ­ γιου ­ ντου… μιστεράκια…


Δημοσιογράφος: Βέρυ γουέλ Καραγκιοζάκια… Ω μίστερ ΤζώρτζοςΩ γκουτ μόρνινγκ κάπτεν.


Μπαρμπα-Γιώργος (ιδία): Πώς μ’ ανάβουν τα αίματα να μι λεν μιστρί και όρνιο.


Καραγκιόζης: Δεν άκουσες, μπαρμπούλη μου; Σε είπε και καπετάνιο.


Μπαρμπα-Γιώργος: Α! Ετσι!… Τότες… Καλημερούδια στην αφεντιά σου.


Καραγκιόζης: Εδώ είμαστε όλη η κομπανία, εξοχώτατε.


Δημοσιογράφος: Λοιπόν, κύριος Καραγκιόζης, πώς τα πηγαίνετε;


Καραγκιόζης: Πολύ καλά, ευχαριστώ… Εσείς;


Δημοσιογράφος: Πολύ καλώς, πολύ καλώς, φίλτατε…


Καραγκιόζης: Προ ολίγης ώρας, εδώ, πέρασαν κάτι λύκοι…


Μπαρμπα-Γιώργος: Ασ’ τα κύριε Ιγγλέζε…


Οι λύκ’ γινήκανε αλ’πούδες και φεύγουν σαν τσακάλια…


Καραγκιόζης: Για σωπάστε, ρε παιδιά. (Στήνει τ’ αυτί). Αεροπλάνα… Πάρτε τα τουφέκια σας.


Δημοσιογράφος: Ω γιες, μίστερ Καραγκιόζο… Αφού αυτόν που ακούτε είναι αεροπλάνος, τι τα θέλετε τα όπλα;


Καραγκιόζης: Τώρα θα ιδήτε εξοχώτατε… (Προς τους συντρόφους του): Παιδιά! Εμπρός! Επί του εδάφους!… Ανάσκελα!… Επί σκοπόν… (Τα αεροπλάνα έρχονται και οι άνδρες αναμένουν. Τώρα περνούν από επάνω). Πυρ!… (Ρίχνουν προς τα αεροπλάνα. Αυτά ρίχνουν τις βόμβες τους και απομακρύνονται. Ενα κατέρχεται προς την γην). Παιδιά… όρθιοι… Κάποιο πετύχαμε.


Δημοσιογράφος: Ως γιες! Ντίκιο έχετε… Κάποιο πέφτεις, φωτιά βγάζεις. Κάποιος σφαίρα, μίστερ, τρύπησε αποθήκης βενζίνης.


Μπαρμπα-Γιώργος: Θα ‘ταν κειο το έρμο που χαμήλωσε γιατί μας πέρασε για πράτα κι ήθ’λε να μας ρίξη στο ψαχνό… Μπράβο, ανιψούλ’ μου.


(Από το βάθος ακούγονται κανονιές. Οι οβίδες του εχθρικού πυροβολικού πέφτουν στο ποτάμι αντί να πέσουν στην κορυφή όπου είναι τα τμήματά μας).


Νώντας: Αδερφάκι, σημάδι που το ‘χουνε οι μάπες. Καλά τους λέω εγώ ψιλά ροκανίδια.


Διονύσιος: Ω, ψυχούλα μου… πάλι θα ξεριζώσουνε τα θυμάρια.


Μπαρμπα-Γιώργος: Πάνε κατά καπνού οι λωμποδύτες… Μπήτ’ κατά μπήτ’ στουν αγέρα ρίχνουν… Κρίμας τα βόλια…


Καραγκιόζης: Μπαρμπούλη, μου μη ξαφνιάζεσαι. Γλιντάνε οι παληοϊταλοί με τα πολεμοφόδια του Μουσσολίνι. Τι ανάγκη έχουν; Πες πως πήγανε στο γάμο της Μαριώς…


Δημοσιογράφος: Εκετε ντίκιο λέει ρίχνει όπλα στο γκάμο… Λιμενικό στόχο ρίχνουν αεροπλάνα τους, ψάρια σκοτώνουν θάλασσα, οβίδες ρίχνουν πυροβόλα τους, λάκκους ανοίγουν, φυτέψετε δέντρα αργκότερα.


Καραγκιόζης: Δεν είναι μόνο όπως τα λέτε, εξοχώτατε. Γκρεμίζουν εκκλησιές, σκοτώνουν γυναικόπαιδα, ρίχνουν στη Λάρισα που γκρεμίστηκε από σεισμό… Μεγάλος ο πολιτισμός τους φίλε μου και μακριά από μας.


Μπαρμπα-Γιώργος (με ανυπομονησία): Τι καθόμαστε, ωρέ παιδιά… Δεν βλέπετε τι γίνετ’ εκεί κάτου. Απάνω στους παληοϊταλούς. Απάνω τους… Αέρα.


Ολοι μαζί: Αέρα!… Αέρα! (Πέφτουν πυροβολισμοί, ακούονται κανόνια).


Σκηνή 5η


Καραγκιόζης: Πάει, τελείωσε κι αυτό. Τους πήραμε και σήμερα τα τελευταία οχυρά… Αύριο θα ‘χουμε τελειώσει. Θα τους έχουμε διώξει… (Με συγκίνησι): Αθάνατη Ελλάδα… θα ζης πάντα και θα κάνουν θαύματα τα ελληνόπουλα. (Ακούεται αιφνίδιος θόρυβος): Τι να ‘ναι αυτό; (Ξαπλώνεται πίσω από ένα βράχο και στήνει το αυτί)… Μωρ’ Ιταλιάνοι. Ενας… δυο… τρεις… πέντε… δέκα… Τι να κάνω… (πετιέται όρθιος): Στον τόπο… ψηλά τα χέρια ωρέ… Μπαρμπα-Γιώργο, δεξιά… Νώντα, αριστερά… Νιόνιο… Χατζηαβάτη (ιδία): Αν με πάρουν χαμπάρι πως είμαι μόνος, μ’ έφαγαν… (Δυνατά): Ψηλά τα χέρια… (Με χαρά): Να ‘τους… σήκωσαν τα χέρια… (Προχωρεί): Πετάχτε τα τουφέκια.


Ιταλοί: Μπόνο Γκρέκο… Μπέλλα Γκρέτσια.


Καραγκιόζης: Και τώρα… Α! ωραία. Βγάλτε το λουρί σας και κρατάτε τα πανταλόνια σας…


(Η διαταγή εκτελείται, αφού με νοήματα τους έδειξε τι να κάνουν). Και τώρα εμπρός… Στο λόχο… (Οι αιχμάλωτοι προχωρούν και ακολουθεί ο Καραγκιόζης).